Toυ Νικόλα Σεβαστάκη
Ένας συνδυασμός πατριωτικού λυρισμού με μεγάλες δόσεις νοσταλγικού μικροαστισμού.
ΣΕ ΟΛΑ ΣΧΕΔΟΝ τα δεξιά κόμματα συνυπάρχουν δύο ευαισθησίες που φυσικά συνδέονται με πρόσωπα, ανταγωνιστικές φιλοδοξίες και χωριστές «ομάδες». Η συγκρότηση, ωστόσο, ιδεολογικών-πολιτικών ρευμάτων είναι κάτι άγνωστο στα κόμματα του συντηρητικού φιλελευθερισμού, αφού συνήθως δεν δίνουν σημασία σε ζητήματα ιδεών όσο στην άσκηση της εξουσίας, στο λεγόμενο γκουβέρνο. Έτσι, οι ευαισθησίες παραμένουν σαν φιλικές ομαδοποιήσεις και πολιτικο-προσωπικές «κουμπαριές».
Για τι μιλάμε όμως; Ας δούμε με λίγες λέξεις αυτές τις δυο ευαισθησίες.
Η πρώτη είναι πιο κοσμοπολίτικη και εκδηλώνεται με οικονομικές και τεχνοκρατικές λογικές. Εμπνέεται από τον στόχο της «ευημερίας» και αντιλαμβάνεται τη δημόσια και πολιτική δράση ως επίλυση προβλημάτων.
Πολλές από τις δηλώσεις που κάνει εδώ και χρόνια ο Σαμαράς είναι συνηθισμένες αναφορές κάθε «πατριωτικής δεξιάς» και όχι μόνο, αφού έχουν ερείσματα και σε χώρους του παλιού κέντρου και της κεντροαριστεράς.
Η άλλη ευαισθησία ντύνεται περισσότερο το «εθνικό συναίσθημα», ανατρέχοντας στις κληρονομημένες αξίες μιας συντηρητικής χορδής που βρίσκεται, υποτίθεται, στις καρδιές του λαού. Οι πολιτικοί που τοποθετούνται εκεί επαναλαμβάνουν ότι υπολογίζουν την εθνική αξιοπρέπεια περισσότερο από τις «υλιστικές προτεραιότητες» για την ευημερία ή και τη βελτίωση κάποιων δεικτών. Στη δεκαετία της μνημονιακής κρίσης, κόσμος αυτής της ευαισθησίας στράφηκε στον χώρο της αντίστασης στα μνημόνια, άλλοτε προχωρώντας σε ρήξη με τους φιλομνημονιακούς του κέντρου και άλλοτε επιστρέφοντας, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, στη διαχείριση των μνημονίων.
Μιλώντας τώρα για την περίπτωση Σαμαρά, υπάρχει άραγε κάτι περισσότερο από το πρόσωπο και το φιλικό του περιβάλλον; Έχει κάποιο νόημα να ψάχνει κανείς κάποιον σαμαρικό τόπο που υπερβαίνει ίσως τις «εμμονές» ή τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ανθρώπου;
Πολλές από τις δηλώσεις που κάνει εδώ και χρόνια ο Σαμαράς είναι συνηθισμένες αναφορές κάθε «πατριωτικής δεξιάς» και όχι μόνο, αφού έχουν ερείσματα και σε χώρους του παλιού κέντρου και της κεντροαριστεράς. Για παράδειγμα, η «σθεναρή» αντιμετώπιση της τουρκικής ηγεσίας και των άλλων εξωτερικών επιβουλών, ο υπερτονισμός της ισχυρής αποτροπής και μια ρητορική γύρω από την περιβόητη αποδόμηση του έθνους και των αξιών του.
Υπήρξε όμως μια παράμετρος που έφερε προβλήματα στην πειστικότητα αυτής της ρητορικής: τα μεγάλης εμβέλειας και ακριβά εξοπλιστικά προγράμματα με τα οποία συνδέθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε όλη της τη διαδρομή απάντησαν σε μέρος αυτής της κριτικής. Το ίδιο συνέβη και με την πολιτική των προσφυγικών απωθήσεων ή την κρίση στον Έβρο.
Στη νέα συγκυρία, όμως, η «σαμαρική» ιδέα συνδέεται με κάτι διαφορετικό από το ύψος των στρατιωτικών δαπανών ή άλλα θέματα υλικής εξασφάλισης της αποτροπής. Στον λόγο του Σαμαρά επανέρχεται δριμύτερο ένα περίσσευμα εθνικού «ιδεαλισμού», συχνά και ένας ποιητικίζων ελληνοκεντρισμός. Το μοναδικό καινούργιο συμβάν είναι ότι εδώ και κάποιο καιρό αυτός ο ελληνοκεντρισμός έχει ανακαλύψει το θέμα της woke «ιδεολογίας» και την ανάγκη ενός πολιτισμικού πολέμου με τον woke αστισμό, πέραν της πάγιας αντι-αριστερής μάχης. Με μια έννοια, ο δεξιός πατριωτικός τόνος συνομιλεί με το παράθυρο ευκαιριών για τον συντηρητικό ριζοσπαστισμό διεθνώς.
Έτσι, τα γνώριμα προσωπικά «θέματα» ενός Αντώνη Σαμαρά συναντούν τις ζυμώσεις για τη συγκρότηση μιας αυτόνομης, ιδεολογικά φιλόδοξης και πολιτισμικά μαχητικότερης δεξιάς. Οι απόψεις του Μεσσήνιου πολιτικού –που τις κουβαλάει από πολύ παλαιότερες εποχές– εγγράφονται αναπότρεπτα στην πρόσφατη κινητικότητα γύρω από την ανανέωση μιας «δεξιάς» ταυτότητας. Το αίτημα για μια δεξιά αυτόνομη από τον φιλελεύθερο κεντρώο προοδευτισμό δανείζεται έτσι το mood ενός διεθνούς «τραμπισμού».
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο και το ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες αμέσως μετά τη διαγραφή ούτε ότι στη συνέντευξη Σαμαρά (η αφορμή για τη διαγραφή) δεν συναντούμε μόνο αιχμές για την «υποχωρητική» εξωτερική πολιτική αλλά και για άλλα θέματα της νέας δεξιάς, όπως η δυσφορία για τις πολιτικές της πράσινης μετάβασης. Η υποτίμηση έως άρνηση του κλιματικού κινδύνου συνδέεται στενά με τη γενικότερη καχυποψία για την κουλτούρα των δικαιωμάτων που περιγράφεται πάντα ως ένα είδος προοδευτικής εξτραβαγκάντσας και αντιλαϊκού πολιτισμικού εξωτισμού.
Ο συνδυασμός πατριωτικού λυρισμού με μεγάλες δόσεις νοσταλγικού μικροαστισμού μπορεί και συναντά τις ωκεάνιες φιλοδοξίες κάποιων τιτάνων του ψηφιακού καπιταλισμού, αλλά να εναντιώνεται σε κάποιες εκδοχές ενός «ηδονιστικού» ή «εκθηλυμένου» καπιταλισμού. Σε μια παγκόσμια ατμόσφαιρα με εξοπλισμούς, πολέμους, ενδυνάμωση των συναγερμών ασφαλείας και των κρατικών οχυρώσεων, ο επαρχιακός μας «σαμαρισμός» είναι, όντως, κάτι περισσότερο από ένα πρόσωπο και τη στάση του.
Όσο και αν έχει αποδυναμωθεί ή αν έχει μεγαλώσει και φθαρεί το συγκεκριμένο πρόσωπο, η εμβέλεια κάποιων ιδεών και συναισθημάτων είναι υπαρκτή και διευρύνεται. Η κατασκευή μιας εναλλακτικής (μα συγχρόνως συμπληρωματικής και εφεδρικής για το σύστημα διακυβέρνησης) δεξιάς δεν κολυμπάει ενάντια στο ρεύμα. Αντιθέτως, είναι ένας κήπος φιλοδοξιών που θέλουν να εκφράσουν το ρεύμα, αξιοποιώντας την εξασθένιση της συμβατικής μητσοτακικής επικράτειας και την κατακερματισμένη και ναρκοθετημένη περιοχή της αριστεράς.
ΑΠΟ ΤΗ LIFO