Του Μάσιμο Φράνκο (*)
Μια χώρα όπου η δημοκρατία είναι ζωντανή: αυτό δείχνει το μεγάλο ποσοστό των Ιταλών που πήγαν να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Η πλειοψηφία είπε ΟΧΙ στον τρόπο με τον οποίο ο Ματέο Ρέντσι ήθελε να αλλάξει το Σύνταγμα ή, ενδεχομένως, και στην κυβέρνησή του. Πέρα από το αποτέλεσμα και τις αντιπαραθέσεις που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες, όμως, το εκλογικό σώμα απέδειξε ότι θέτει τη Θεμελιώδη Διακήρυξη πάνω από τα κόμματα.
Η προσπάθεια να αναβαπτιστεί μια μη εκλεγμένη κυβέρνηση μέσα από ένα δημοψήφισμα αποδείχθηκε λανθασμένη. Και αποδοκιμάστηκε από το 60% των Ιταλών. Ο πρωθυπουργός απευθύνθηκε σε μια «σιωπηρή πλειοψηφία», βέβαιος ότι θα τη σαγήνευε. Η πλειοψηφία μίλησε, αλλά εναντίον του. Ο άνθρωπος που θα τάραζε τα λιμνάζοντα νερά δέχθηκε πλήγμα από τον «δικό του» λαό. Ο ισχυρισμός όμως ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος συνιστά νίκη του λαϊκισμού επί του κατεστημένου είναι υπερβολικά απλουστευτικός. Και προσφέρει αδίκως στον Μπέπε Γκρίλο και στη Λέγκα μια νίκη της δημοκρατίας.
Η «σφραγίδα» του λαϊκισμού είναι αδιαμφισβήτητη. Στην ψήφο μέτρησαν όμως πολλοί παράγοντες, από την εχθρότητα προς τον Ρέντσι μέχρι την επιθυμία υπεράσπισης του Συντάγματος κι από την άρνηση της επιβολής των μεταρρυθμίσεων με αυταρχικό τρόπο μέχρι τη δυσαρέσκεια για τις οικονομικές επιδόσεις της κυβέρνησης. Ίσως να έπαιξε ρόλο και η «εισβολή» του πρωθυπουργού τις τελευταίες εβδομάδες στις τηλεοράσεις. Οι ηττημένοι, αλλά και οι νικητές, αυτού του δημοψηφίσματος πρέπει να αντλήσουν τα διδάγματά τους, επουλώνοντας τις διαφορές τους, επανεξετάζοντας έναν τρόπο άσκησης της πολιτικής που εξέθεσε χωρίς λόγο την Ιταλία στο εξωτερικό και οικοδομώντας ένα κλίμα ενότητας που δεν έχουν πάψει τον τελευταίο καιρό να σαμποτάρουν.
Όποιος διαβάζει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με δίπολα όπως πρόοδος-συντήρηση ή δημοκρατία-αυταρχισμός δείχνει ότι δεν κατάλαβε το μήνυμα που έστειλαν οι ψηφοφόροι. Και το μήνυμα αυτό υπερβαίνει τη σύνθεση και τη φυσιογνωμία των κομμάτων. Η ερμηνεία της απόρριψης των ελίτ, στα πρότυπα άλλων ψηφοφοριών που έγιναν στη Βρετανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι αρκετή. Το μήνυμα των ψηφοφόρων εκφράζει διαμαρτυρία, αλλά και μεγάλη ευθύνη. Εναπόκειται πρώτα απ? όλα στον πρόεδρο της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα να φροντίσει ώστε η κυβέρνηση Ρέντσι να κατανοήσει τη λαϊκή ετυμηγορία και να μην προβεί σε εκδικητικές ενέργειες.
Ο τρόπος που αποχωρεί ο πρωθυπουργός από τη σκηνή είναι περίεργος. Όχι επειδή παραιτείται. Αυτό αποτελούσε δέσμευσή του, αλλά επειδή είπε ότι το πρόβλημα του εκλογικού νόμου είναι τώρα δουλειά των υποστηρικτών του ΟΧΙ. Είναι σαν να αρνείται ότι είναι γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος, του μεγαλύτερου κόμματος στο κοινοβούλιο. Όταν αναλύσει τους συσχετισμούς δυνάμεων, θα καταλάβει ότι τα περιθώριά του είναι στενά. Αν δεν συμπεριφερθεί ώριμα, θα χαρίσει στους αντιπάλους του συστήματος ένα αποτέλεσμα που θωρακίζει το Σύνταγμα και ενισχύει τη συνύπαρξη των διαφορετικών τάσεων και ιδεολογιών.
Η Ευρώπη μοιάζει τρομαγμένη από την κρίση της και όμηρος πολλών στερεοτύπων για την Ιταλία. Ο Μπέπε Γκρίλο πανηγυρίζει. Θα είναι δύσκολο γι’ αυτόν, όμως, να διαχειριστεί τη νίκη του. Το κίνημά του θα πρέπει να λύσει τους λογαριασμούς του με μια Ιταλία που σκέπτεται και τιμωρεί τον λαϊκισμό. Χθες απέρριψε τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης, είναι όμως έτοιμη να αποκρούσει και την ανεύθυνη αντιπολίτευση.
Το δημοψήφισμα δεν ματαιώνει την ανάγκη και τη βούληση για αλλαγή: τιμωρεί μια πρόταση που εξηγήθηκε ανεπαρκώς. Θα ήταν λάθος να αποδοθούν όλες οι ευθύνες στον Ρέντσι. Τα σφάλματά του είναι συλλογικά σφάλματα του Δημοκρατικού Κόμματος. Και η λανθασμένη ανάγνωση της βούλησης των Ιταλών είναι διχαστική.
Πηγή: Corriere della Sera -ΑΠΕ ΜΠΕ
(*) Ο Μάσιμο Φράνκο είναι αρθρογράφος της Corriere della Sera