
Του Σωκράτη Αργύρη
Η ιστορία της Μέσης Ανατολής είναι πλούσια σε θρησκευτικά, πολιτιστικά και πνευματικά επιτεύγματα που σημάδεψαν την πορεία της ανθρωπότητας. Στο σταυροδρόμι των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών – Ιουδαϊσμού, Χριστιανισμού και Ισλάμ – η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά κατέχει ιδιαίτερη θέση. Δεν αποτελεί απλώς ένα χριστιανικό μοναστήρι, αλλά έναν μοναδικό τόπο συνάντησης πολιτισμών και θρησκειών.
Η σχέση της Μονής με τον προφήτη Μωάμεθ, η διαφύλαξη του Αχτιναμέ και ο θησαυρός του Σιναϊτικού Κώδικα, συνθέτουν μια εντυπωσιακή ιστορική αφήγηση γεμάτη μηνύματα ειρήνης, ανεκτικότητας και διαλόγου.
Η Ιερά Μονή ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ., επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’, στους πρόποδες του Όρους Σινά, όπου σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο Μωυσής παρέλαβε τις Δέκα Εντολές. Από τότε λειτουργεί αδιάλειπτα και θεωρείται μία από τις αρχαιότερες εν ενεργεία χριστιανικές μονές στον κόσμο.
Εκτός από την πνευματική της σημασία, η Μονή διαθέτει μία από τις σημαντικότερες βιβλιοθήκες αρχαίων χειρογράφων και ένα εντυπωσιακό αρχείο εκκλησιαστικής, θεολογικής και νομικής γραμματείας.
Ανάμεσα στα σημαντικά κειμήλια της Μονής συγκαταλέγεται ο Σιναϊτικός Κώδικας, ένα από τα αρχαιότερα και πληρέστερα χειρόγραφα της Βίβλου στα ελληνικά, που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Ο Κώδικας περιέχει μεγάλο μέρος της Παλαιάς Διαθήκης (μετάφραση των Εβδομήκοντα) και ολόκληρη την Καινή Διαθήκη. Αποτελεί τεράστια πηγή για τη μελέτη του χριστιανισμού, της ιστορίας του κειμένου της Βίβλου και της παλαιογραφίας.
Ανακαλύφθηκε τον 19ο αιώνα από τον Γερμανό λόγιο Κόνσταντν φον Τίσεντορφ, και φυλάσσεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη του Λονδίνου όπου καταγράφεται ως Add. 43725 και στη Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Λειψίας – Αλβερτίνα. Παρότι σήμερα φυλάσσεται στο εξωτερικό, το γεγονός ότι προέρχεται από τη Μονή υπογραμμίζει τον πολιτιστικό της πλούτο και την παγκόσμια σημασία της.
Η σχέση του Ισλάμ με τη Μονή του Σινά δεν περιορίζεται στη γεωγραφική εγγύτητα. Κατά την παράδοση, ο προφήτης Μωάμεθ φέρεται να εξέδωσε περί το 623 μ.Χ. ένα έγγραφο γνωστό ως Αχτιναμέ, με το οποίο παρείχε πλήρη προστασία στη Μονή και στους μοναχούς της. Το έγγραφο αυτό, γραμμένο σε πνεύμα ειρηνικής συνύπαρξης, εγγυόταν:
Την ασφάλεια των μοναχών και των προσκυνητών.
Την απαλλαγή από φορολογία και στρατιωτική υποχρέωση.
Την απαγόρευση επιθέσεων ή επιδρομών στη Μονή.
Τη συνδρομή των μουσουλμάνων στους χριστιανούς σε περίπτωση ανάγκης.
Στο κείμενο αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Κανένας μουσουλμάνος δεν πρέπει να τους επιτίθεται, να καταστρέφει τα κτίριά τους ή να τους εμποδίζει από την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.»
Ανεξάρτητα από το αν το έγγραφο συντάχθηκε προσωπικά από τον Μωάμεθ ή μεταγενέστερα, η ουσία του αντικατοπτρίζει την πρώιμη ανεκτική στάση του Ισλάμ προς τους χριστιανούς και άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες.
Ένα καθοριστικό επεισόδιο στην ιστορία του Αχτιναμέ συνέβη το 1517, όταν ο Οθωμανός σουλτάνος Σελίμ Α’ ο Σκληρός νίκησε τους Μαμελούκους και ενσωμάτωσε την Αίγυπτο και το Σινά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Κατά την παραμονή του στην περιοχή, επισκέφθηκε τη Μονή και παρέλαβε το πρωτότυπο Αχτιναμέ, το οποίο μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, αναγνωρίζοντάς το ως επίσημο έγγραφο προστασίας υπό την οθωμανική εξουσία. Ένα αντίγραφο παρέμεινε στη Μονή για τη νομική και ηθική της θωράκιση.
Η ενέργεια αυτή δείχνει ότι οι Οθωμανοί, αν και μουσουλμάνοι, σεβάστηκαν το κύρος του εγγράφου και της χριστιανικής κοινότητας, ενσωματώνοντας τη σε ένα πολυπολιτισμικό κράτος με θεσμικά κατοχυρωμένη θρησκευτική ανεκτικότητα.
Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης δεν είναι απλώς ένα μοναστήρι, αλλά ένα ζωντανό σύμβολο θρησκευτικού διαλόγου και πολιτιστικής συνύπαρξης. Η συνύπαρξή της με τον μουσουλμανικό κόσμο, η προστασία που της παρείχε ο Μωάμεθ, η επικύρωση αυτής της προστασίας από τον Σελίμ Α’, και η διαφύλαξη ανεκτίμητων κειμηλίων όπως ο Σιναϊτικός Κώδικας, συνθέτουν ένα ιστορικό μωσαϊκό αλληλοσεβασμού και πνευματικότητας.
Σε μια εποχή όπου οι θρησκευτικές συγκρούσεις εντείνονται και ο φανατισμός απειλεί την κοινωνική συνοχή, η υπενθύμιση αυτών των γεγονότων λειτουργεί ως φάρος ειρήνης και ανεκτικότητας, δείχνοντας πως ακόμη και στις πιο δύσκολες εποχές, η πίστη μπορεί να ενώσει αντί να διχάσει.