Του Γ. Λακόπουλου
Η συνταγή είναι δοκιμασμένη και πιάνει κάθε φορά. Αρκεί να θέλει κανείς να την εφαρμόσει σωστά. Ας δούμε μερικά ιστορικά περιστατικά από το ΠΑΣΟΚ- τα οποία –αν ή μη τι άλλο- θυμάται καλά ο Πασοκογενής Γιάννης Ρουμπάτης, οιονεί πολιτικός σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα -και στενός φίλος του, όπως τεκμαίρεται από τη θέση που κατέχει σήμερα. Ας τον ρωτήσει ο Πρωθυπουργός προτού μιλήσει στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ.
–Το καλοκαίρι του 1996 ο Κ. Σημίτης, μόλις πέντε μηνών πρωθυπουργός, βρέθηκε απέναντι στο τείχος των κομματικών. Δεν μπορούσε να αλλάξει ούτε γενικό γραμματέα χωρίς να ρωτήσει την εσωκομματική αντιπολίτευση Άκη –Αρσένη, που έχασαν μεν την ψηφοφορία για την πρωθυπουργία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, είχαν όλες τις προϋποθέσεις όμως να επιβάλουν στο συνέδριο το σύνθημα, “Άλλος πρόεδρος. Άλλος Πρωθυπουργός” και να τον πάρουν όμηρο.
Όταν άρχισε το συνέδριο ο Σημίτης υπό την καθοδήγηση του Θ. Τσουκάτου ανέβηκε στο βήμα και έθεσε ένα καθαρό δίλημμα: αν δεν βγω πρόεδρος θα παραιτηθώ και από πρωθυπουργός.
Θα περίμενε κανείς ότι οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι θα πέταγαν τη σκούφια τους. Αλλά δεν το έκαναν . Τον είπαν “πολιτικό νάνο” και “εκβιαστή”, όλο το ιστορικό ΠΑΣΟΚ πήγε απέναντί του, αλλά ο Σημίτης έμεινε πρωθυπουργός έγινε και πρόεδρος και κέρδισε δύο φορές τις εκλογές στη συνέχεια.
–Το καλοκαίρι του 2001, πάλι ο Κώστας Σημίτης, βρέθηκε μπροστά την αντίδραση του κόμματός του -στην οποία μετείχαν και οι φίλιες δυνάμεις, όταν ο Τάσος Γιαννίτσης έφερε την πιο μελετημένη αναμόρφωση του ασφαλιστικού στησίματος μετά τη Μεταπολίτευση. Ένα μεσημέρι, ο τότε πρωθυπουργός συγκάλεσε το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ και ανακοίνωσε στα μεγαλοστελέχη της εποχής ότι θεωρεί πως με τις αντιδράσεις τους “δεν τον αφήνουν να κυβερνήσει”. Γι’ αυτό την επομένη θα πάει στον πρόεδρο της Δημοκρατίας να υποβάλει την παραίτηση του και “βρείτε άλλον Πρωθυπουργό”.
Πάλι θα περιμένει κάνεις ότι οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι θα του έλεγαν “στο καλό και να μας γράφεις” και θα έψαχναν τον διάδοχό του. Έκαναν το αντίθετο: άρχισαν να τον παρακαλούν να μείνε. Και έμεινε. Άσχετα αν στη συνέχεια « πούλησε» τον Γιαννίτση και απέσυρε το ασφαλιστικό.
Τρίτο περιστατικό. Το φθινόπωρο του 2010 ο Γ. Παπανδρέου –που θεωρείται ακόμη φλουρί κωνσταντινάτο για το ΠΑΣΟΚ και ένα μέρος της κοινωνίας-βρέθηκε μπροστά στο φάσμα της ήττας στις δημοτικές εκλογές. Με την καθοδήγηση του Γιάννη Ραγκούση έθεσε ένα απλό δίλημμα στο εκλογικό σώμα: αν χάσω θα πάω σε εκλογές. Και δεν έχασε.
Τέταρτο περιστατικό. Το φθινόπωρο του 1990 ο Ανδρέας Παπανδρέου βρέθηκε όπως έλεγε ο ίδιος μπροστά σε έναν εκβιασμό από τους μεγαλοπαράγοντες στο κόμμα του: ήθελαν να διορίσουν αυτοί τον γράμματα της Κεντρικής Επιτροπής. Ο Παπανδρέου τους μάζεψε στο Πεντελικόν και τους έθεσε ένα απλό ζήτημα: ή ασκώ το προνόμιο του ως πρόεδρος ή διαλύω το ΠΑΣΟΚ και φτιάχνω νέο κόμμα. Φυσικά επικράτησε.
Υπάρχουν και άλλα τέτοια παραδείγματα, αλλά αυτά αρκούν για να βγει ένα απλό συμπέρασμα. Στην πολιτική τον πρώτο λόγο έχει ο αρχηγός. Και στα κόμματα το παν είναι ο επικεφαλής, από τη στιγμή που αυτός κερδίζει τις εκλογές.
Το βασικό κεφάλαιο για μια κυβέρνηση είναι ο Πρωθυπουργός και για ένα κόμμα ο αρχηγός. Ο εστί μεθερμηνευόμενον ότι στον ΣΥΡΙΖΑ όλα τα λεφτά είναι ο Τσίπρας. Χάρη σ’ αυτόν κέρδισαν, χάρη σ’ αυτόν υπάρχουν, χάρη σ’ αυτόν ενδέχεται να ξανακερδίσουν, χάρη σ’ αυτόν μερικοί δεν θα περάσουν από ανακριτικά γραφεία.
Από αυτή την άποψη όσα ακούγονται αυτή την περίοδο για έλεγχο του κόμματος από την ομάδα Λαφαζάνη και για αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής κόντρα στην προεδρική βούληση, είναι απλώς σαπουνόφουσκες προερχόμενες από κομματικούς ινστρούχτορες που ξέρουν από ίντριγκα άλλα όχι και από πολιτική.
Αν ο Αλέξης Τσίπας πράγματι μελετάει την πρόσφατη πολιτική ιστορία ξέρει ότι πρέπει να μεταφέρει το παιχνίδι στον ανοιχτό χώρο. Να τους αντιμετωπίσει στα ίσια στα μαρμαρένια αλώνια, με τον τρόπο που θα έλεγε ο Παπανδρέου: να πάρουν τις ομάδες τους και να έλθουν.