Του Γ. Λακόπουλου
Τον Κ. Σημίτη σημάδευε με την πρόσφατη δήλωσή του ο Κ. Καραμανλής. Αλλά η «σφαίρα» τον διαπέρασε και πέτυχε και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Όλοι τώρα ξέρουν ότι ο Πρωθυπουργός δεν είναι σε θέση να πάρει τις αποφάσεις στις οποίες οδηγεί η πολιτική του στα ελληνοτουρκικά. Πρακτικά δεν μπορεί να ασκήσει εξωτερική πολιτική.
Ήδη υπήρχε ένα δείγμα: Δεν είναι σε θέση να υλοποιήσει την επιλογή του να προσυπογράψει μετεκλογικά τις Πρέσπες- παρά την εγκάρδια συνάντησή του με τον Ζόραν Ζαεφ και την πρόθεση να πολτοποιήσει τη συμφωνία.
Στη Βουλή λιμνάζουν τρεις διακρατικές συμφωνίες για τη Βόρεια Μακεδονία εδώ και μήνες. Η κυβέρνηση δεν τολμάει να τις θέσει για ψήφιση, καθώς ένας μεγάλος αριθμός βουλευτών – και σίγουρα ο Αντ. Σαμαράς-δεν προτίθεται να τις εγκρίνει. Το αδιέξοδο ήδη έχει καταγραφεί ως στοιχείο αδυναμίας του.
Η παρέμβαση του Κ. Καραμανλή πέραν του ότι κατεδάφισε το Ελσίνκι του Κ. Σημίτη, στα βήματα του οποίου βαδίζει ήδη ο Κυρ. Μητσοτάκης, έχει και μια φράση η οποία κατά τους αναλυτές είναι αφιερωμένη εξαιρετικά στον Πρωθυπουργό:
«Διαφορετικές αντιλήψεις θα με βρίσκουν πάντα αντίθετο»!
Είναι φανερό ότι δεν απευθύνεται μόνο στον Σημίτη, του οποίου σε τελευταία ανάλυση οι αντιλήψεις δεν μπορούν πλέον να βλάψουν τη χώρα.
Ο αποδέκτης είναι ο σημερινός πρωθυπουργός, που έχει αντιλήψεις όχι μόνο διαφορετικές από τις πάγιες ελληνικές θέσεις, που εκφράζει ο Καραμανλής, αλλά και από τις θέσεις που διατυπώσει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας.
Στην πραγματικότητα ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν έχει απέναντι του δυο πρώην πρωθυπουργούς με αθροιστική επιρροή στη ΝΔ μεγαλύτερη από τον ίδιο, αλλά την ουσία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Τουρκία αμφισβητεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και διεκδικεί ρόλο στο Αιγαίο που δεν της ανήκει κατά τη συνθήκη της Λοζάνης, και το διεθνές δίκαιο και απειλεί να τον πάρει με τη χρήση βίας.
Απέναντι σ’ αυτό οι ελληνικές κυβερνήσεις από τη Μεταπολίτευση έχουν καθαρή θέση: υπάρχει μόνο μια διάφορά και γι’ αυτή, αν δεν συμφωνούν οι δυο χώρες, ο μόνος δρόμος είναι η από κοινού προσφυγή στη Χάγη.
Πρώτος ο Σημίτης παραβίασε αυτή την πολιτική με αποτέλεσμα να αφήσει πίσω του τη γκριζοποίηση της περιοχής των Ιμίων και την υπογραφή του σε δυο συμφωνίες που επιτρέψουν στην Άγκυρα να αποθρασύνεται – αφού της αναγνωρίζουν «ζωτικά» συμφέροντα και «διαφορές», δεσμεύοντας και την Ελλάδα να μην ασκήσει δικά της δικαιώματα.
Σε ό,τι αφορά προσωπικά τον Σημίτη είναι ίδιον του ανδρός ότι προσπαθεί να μεταφέρει στον Καραμανλή την ευθύνη για την τουρκική αποθράσυνση, όταν ο ίδιος τη διευκόλυνε. Αλλά για αυτό θα τον κρίνει- μετά τον ελληνικό λαό που τον έκρινε ήδη – και η Ιστορία.
Η παρέμβαση Καραμανλή
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με το κλίμα υποχωρήσεων σε ό,τι αφορά την ΑΟΖ του Καστελόριζου -και των νησιών στο ανατολικό Αιγαίο γενικότερα-, με την επιμονή σε διατυπώσεις για «διαφορές» και για «θαλάσσιες ζώνες» την αβάσιμη θεωρία για μονομερή προσφυγή στη Χάγη, και κυρίως με την ευθυγράμμιση σε αμερικάνικες υποδείξεις – τύπου Πομπέο για «περιορισμό του στρατιωτικού αποτυπώματος στην περιοχή» – με την αποτυχία του να προκαλέσει απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κυρώσεις, έχει φέρει τη χώρα σε δυσμενή θέση.
Η διαφαινόμενη πρόθεσή του να προχωρήσει σε ετεροβαρείς συμφωνίες με την Τουρκία είναι επικίνδυνη. Οι πρώτοι που το διακρίνουν είναι οι χειριστές των ίδιων θεμάτων από το κόμμα του. Ο Αντώνης Σαμαράς και ο Κ. Καραμανλής.
Αν η παρέμβαση του πρώτου ειχε εθνικιστικά χαρακτηριστικά, η σφαιρική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με βάση τα πραγματικά δεδομένα της γειτονιάς, όπως ορίζονται στις συνθήκες από τον Κ. Καραμανλή, αποτελεί τελεσίδικο φραγμό στην υλοποίηση αυτών των προθέσεων.
Οι αναπόφευκτες εκλογές
Μετά τη δήλωση Καραμανλή – που είναι η δεύτερη προειδοποίηση – ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί να εφαρμόσει την εξωτερική πολιτική που έχει κατά νου και ήδη διαμορφώνει ερήμην και του υπουργού Εξωτερικών.
Ο Καραμανλής δεν είναι πολιτικός που θέτει «κόκκινες γραμμές» ή λέει μεγάλες κουβέντες με συγκρουσιακή διάθεση, ούτε θα προκαλούσε κοινοβουλευτική αναταραχή σε βάρος συνταγματικού πρωθυπουργού. Όπως δεν το έκανε και σε βάρος εκλεγμένου προέδρου της ΝΔ.
Η δήλωσή του απλώς συμπυκνώνει τη βούληση του ελληνικού λαού, όπως αποτυπώνεται σε κάθε ευκαιρία εδώ και δεκαετίες, σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις: δεν διεκδικούμε και δεν παραχωρούμε.
Αυτό από μόνο του είναι ένα όριο το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί ο σημερινός Πρωθυπουργός- και αυτό του υπενθυμίζει ο Καραμανλής.
Συνεπώς δεν μπορεί να ασκήσει την πολιτική που σχεδιάζει ενόψει των εξελίξεων που αναμένονται όχι μόνο στα ελληνοτουρκικά, αλλά και στο Κυπριακό- όπου ήδη έχει προκαλέσει διάσταση με τη Λευκωσία που διακρίνει ότι είναι έτοιμος να της γυρίσει τη πλάτη.
Πρέσπες, Κύπρος, σχέσεις με τη Τουρκία. Τρία κεφαλαιώδη θέματα, στα οποία για πρώτη φορά Έλληνας Πρωθυπουργός δεν έχει τρόπο να υλοποιήσει την πολιτική του.
Όπως και να το δει κανείς αυτό είναι πρόβλημα. Οι πρωθυπουργοί δεν είναι για να αναλαμβάνουν αποστολές επιχειρηματιών στη Λιβύη. Όταν χάνουν τα προνόμια τους ως φορείς της λαϊκής εντολής- δηλαδή δεν μπορούν να ασκήσουν την πολιτική τους επειδή δεν θα έχει τη συγκατάθεση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας- δεν έχουν άλλο δρόμο από την επιδίωξη της ανανέωσής της.