Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Η πρόταση του Στέφανου Κασσελάκη έχει το σπέρμα της αυτοκαταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ: ζητάει άμεσες εκλογές, τις οποίες – με ή χωρίς επιτήρηση – δεν δείχνει ότι μπορεί να κερδίσει.
Σε διπλανή στήλη ο ημέτερος – ή ημέτερη – «Κ.Π.» σημείωσε, μετά τη δήλωση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για άμεση προσφυγή στις κάλπες με διεθνείς παρατηρητές: «Στέφανε πάρ’ το αλλιώς».
Όπως εξηγούσε, η αντιπολίτευση κρίνοντας την κυβέρνηση κρίνεται και η ίδια – και η δήλωση ήταν «μάλλον υπερβολική». Η διατύπωση είναι επιεικής. Ήταν φάλτσο.
Γενικότερα η δημόσια παρουσία του Κασσελάκη, κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης για 15ημερη στρατιωτική εκπαίδευση, φαλτσάρει. Δεν υπήρχε λόγος να «ασκεί τα καθήκοντα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης» από το στρατόπεδο. Με γραφείο που διεκδίκησε, ή του παραχωρήθηκε και το δέχθηκε.
Ούτε χρειάζεται να κάνει προσωπικές πολιτικές δηλώσεις. Απλός στρατιώτης, σαν όλους τους άλλους, είναι διάολε και ο στρατώνας δεν είναι το κατάλληλο μέρος για πολιτική δράση. Άλλωστε η επικοινωνιακή δίαιτα δυο εβδομάδων δεν θα έβλαπτε.
Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Το πρόβλημα βρίσκεται στην ευχέρεια κάποιων στο περιβάλλον του να εισηγούνται – και ο ίδιος να δέχεται – πολιτικές πρωτοβουλίες που εν τέλει ωφελούν τον αντίπαλό του.
Ήδη η σπουδή του ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίσει τον νόμο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, για τον οποίο ο Μητσοτάκης δεν είχε Κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ήταν δώρο στον Πρωθυπουργό.
Από πότε η αξιωματική αντιπολίτευση στηρίζει την κυβέρνηση όταν κλυδωνίζεται, παραιτούμενη από μελλοντικά προεκλογικά της επιχειρήματα;
Αν η πρωτοβουλία του Ανδρουλάκη για κατάθεση πρότασης μομφής είναι αμφιλεγόμενη – γιατί συσπειρώνει την Κ.Ο. της ΝΔ, σε μια περίοδο που ο Μητσοτάκης χάνει τον έλεγχο – η συμπλήρωση της με τη διπλή ιδέα Κασσελάκη για εκλογές με όρους τριτοκοσμικής χώρας, είναι μάνα εξ ουρανού για την κυβέρνηση.
Δεν μπορεί να υποστηριχθεί από καμία πολιτική ανάλυση. Υπάρχει πρόσφατη ισχυρή πλειοψηφία και από πουθενά δεν προκύπτει απόκλιση συσχετισμών ανάμεσα στη Βουλή και στο εκλογικό σώμα.
Επιπλέον η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία έχει κατακτήσει τη δυνατότητα να διενεργεί τεχνικά άψογες εκλογικές αναμετρήσεις. Ο μόνος που διανοήθηκε να επιχειρήσει αμφισβήτηση αποτελέσματος, ήταν ο πατέρας Μητσοτάκης το 1985, αλλά το κατάπιε.
Τα υπόλοιπα ανήκουν στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Το «σύστημα Μητσοτάκη» μετά το 2019, ήταν πράγματι «η χειρότερη κυβέρνηση από τη Μεταπολίτευση», αλλά εξασφάλισε νέα, ισχυρότερη, εντολή. Χρησιμοποίησε ακραίες μεθόδους, φαιά επικοινωνιακή ρητορεία και παλαιοκομματικές πρακτικές, αλλά νόθευση αποτελέσματος δεν υπήρξε.
Η νέα κυβέρνησή του – επιβαρυμένη με τα σκάνδαλα της προηγουμένης, που επιχειρεί να συγκαλύψει – προφανώς θα προσφύγει σε πολιτικές αθλιότητες για να διασωθεί. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί πρόσκληση διεθνών παρατηρητών για την εκλογική διαδικασία.
Συμπέρασμα. Ως τώρα οι καλύτεροι φίλοι του Μητσοτάκη ήταν οι αντίπαλοί του. Ποια τύχη θα είχε στις εκλογές του περασμένου Μαΐου, αν ο κομματικός ΣΥΡΙΖΑ δεν υπονόμευε την προσπάθεια του Τσίπρα για ανανέωση και αν ο Ανδρουλάκης δεν στρεφόταν κατά της προοπτικής για κυβέρνηση προοδευτικής πλειοψηφίας;
Η πρόταση Κασσελάκη έχει το σπέρμα της αυτοκαταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ: ζητάει άμεσες εκλογές, τις οποίες – με ή χωρίς επιτήρηση – δεν δείχνει ότι μπορεί να κερδίσει.
ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR