Συνέντευξη Μεϊμαράκη: ευτελίζοντας την πολιτική αντιπαράθεση έρχεται η όρεξη…

Του Γ. ΛακόπουλουΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

Από την ώρα που κάποιοι έβαλαν στο μυαλό του Βαγγέλη Μεϊμαράκη ότι μπορεί να  γίνει πρωθυπουργός, δεν κρατιέται.  Με προσποιητή σεμνοτυφία στην αρχή, αλλά με απροκάλυπτη βουλιμία πλέον σχηματίζει την  ‘κυβέρνηση Μειμαράκη’, πότε με τον Τσίπρα και πότε χωρίς, και περιγράφει την εποχή του –που θα αρχίσει από την Κυριακή.

Για τι ακριβώς πρόκειται αναδύθηκε στη συνέντευξη τύπου της Θεσσαλονίκης.  Ένα ρεσιτάλ ευτελισμού της πολιτικής με  ένρινα χαμόγελα, ναρκισσισμό και αλλεπάλληλες υποτιμητικές αναφορές στον αντίπαλό του, αβασάνιστη επίδειξη άγνοιας και γενικά μεταφορά της πολιτικής  αντιπαράθεσης στην εποχή του Τζουμπέ..

Πλήρης έλλειψη προγραμματικού λόγου και αντίληψη της πολιτικής σαν μια αναμέτρηση μαγκιάς με φραστικούς τραμπουκισμούς  για τον αντίπαλο. Με  ενδιάμεσα ευρήματα της σειράς, όπως η  προσποιητή άγνοια ότι ο Τσίπρας κατεβαίνει –καταχρηστικά- υποψήφιος στην Κρήτη. Αλλά και αφασία για ‘μια επιτροπή ή κάτι τέτοιο που έστειλαν στο Παρίσι’, εννοώντας τους τέσσερις εισαγγελείς που ανέκριναν τον Φαλτσιάνι.

‘Δεν φταίει ο ίδιος, τόσος είναι’, θα έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος δεν ξέρει πόσος είναι. Ή όπου το ξέρει, όπως π.χ. στην ευχέρεια ευρωπαϊκής κυκλοφορίας, δεν δείχνει να τον νοιάζει. Σιγά μην κολλήσει, ολόκληρος ‘Βαγγέλας’, σε θέματα  προσωπικής επικοινωνίας με την ευρωπαϊκή πολιτική τάξη ή στη  γνώση των κοινοτικών κανόνων. Αυτά θα τα κάνουν οι άλλοι -η κυβέρνησή ‘του’. Αυτός θα είναι ο ‘Πρωθυπουργός’-λιρα εκατό.

Από τη στιγμή που καταφέρνει και συγκινεί και τον τελευταίο θαμώνα καφενείου, τι σημασία έχει αν δεν ξέρει ότι ‘πακέτο Γιούνγκερ’ δεν υπάρχει; Όχι απλώς το επικαλείται, αλλά και το πιστώνει στον Σαμαρά  που το ‘πέτυχε’.

Η αντιμετώπιση του Τσίπρα με βασικό εργαλείο το υπαινικτικό χιούμορ για τα πεπραγμένα του ήταν το μόνιμο στοιχείο της συνέντευξης στην οποία το προσωπικό ύφος επισκίαζε το πολιτικό περιεχόμενο -που δεν υπήρχε άλλωστε. Σε αρμονία με τις ερωτήσεις σε κάποιες περιπτώσεις αράδιαζε επιχειρήματα προερχόμενα από ένα δικό του κόσμο. Από ένα παράλληλο σύμπαν, στο οποίο κινείται με μεγάλη άνεση, πολτοποιεί αντίπαλους με χαμηλής αισθητικής φραστικά μέσα και τελικά κερδίζει το δημόσιο έπαινο ενός  συγκεκριμένου κοινού που τον χειροκροτεί με ενθουσιασμό. Όπως θα χειροκροτούσε τον Σουγκλάκο στα γήπεδα του κάτς ή τον Αλέφαντοστις διάφορες ‘θύρες’.

Από μόνο του το ύφος Μεϊμαράκη στη συγκεκριμένη συνέντευξη από- ευρωπαϊκοποιεί  τη ΝΔ και επανα-βαλκανοποιεί  το επικοινωνιακό στίγμα της. Δεν μοιάζει με κανένα τύπο Ευρωπαίου πολιτικού και ούτε νοιάζεται να μοιάσει. Έχει το δικό του ταπεραμέντο, βγαλμένο από τους αγώνες της ΟΝΝΕΔ της δεκαετίας του ’80 και αυτό του αρκεί για κερδίσει όχι μόνο εκλογές, αλλά και τον κόσμο ολόκληρο .

Η φαντασίωση άσκησης εξουσίας διαπνέει την δημόσια παρουσία του και αυτοτροδοφοτεί τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση που τον διακρίνει. Αρκεί να καταφέρει να επικρατήσει του Τσίπρα, ο οποίος  στον θαυμαστό κόσμο του Μεϊμαράκη βρέθηκε από σπόντα στην κυβέρνηση και είναι καιρός να ξαναγυρίσει στην περιθωριακή ύπαρξη του.  

Η ρητορική της επικράτησης δια του λόγου που ανθεί στην κουλτούρα του ταξιτζή -που πιστεύει ακράδαντα ότι ‘όλοι για τα μπάζα είναι’– ή του κουρέα που είναι βέβαιος ότι θα τα λύσει όλα αν τον κάνουν για “24 ώρες Πρωθυπουργό”’, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ξέχασε ότι είναι ακόμη προσωρινός πρόεδρος της ΝΔ. Και χτίζει τα δικά του παλάτια πάνω στην άμμο της ισοπέδωσης εννοιών, πολιτικών κανόνων, ρητορικής και  αντιμετώπισης του αντιπάλου με επιχειρήματα και όχι με ντε λα μαγκέν ύφος.

Στη Θεσσαλονίκη θριάμβευσε ένα είδος πολιτικού λόγου που έχει σχεδόν ξεχαστεί, αλλά προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού υπάρχει και αναγεννιέται με την διόλου προσποιητή αφέλεια ενός πολιτικού που μπορεί να τα κανονίσει όλα’ με τον πιο απλό τρόπο: τον δικό του.