Συρία και Σαρία

Του Σωκράτη Αργύρη

Η Γαλλική Εντολή για τη Συρία και τον Λίβανο για το διάστημα 1923–1946, ήταν εντολή της Κοινωνίας των Εθνών που ιδρύθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της κατάτμησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσον αφορά τη Συρία και τον Λίβανο. Το σύστημα εντολής υποτίθεται ότι διαφέρει από την αποικιοκρατία, με τη διοικούσα χώρα να ενεργεί ως διαχειριστής, έως ότου οι κάτοικοι θα μπορέσουν να σταθούν μόνοι τους. 

Είχε όμως προηγηθεί η Συμφωνία Σάικς–Πικό, που ήταν ένα μυστικό σύμφωνο που είχε συναφθεί τον Μάιο του 1916, ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία και είχε και τη συναίνεση της τσαρικής Ρωσίας. Με αυτό μοιράζονταν σε σφαίρες επιρροής και ελέγχου της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και αρχικά και της Ρωσίας, εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σημερινή Τουρκία, τη Μέση Ανατολή, το Ιράκ και τη Συρία.  

«Κατά τις Σταυροφορίες, οι Γάλλοι ιππότες κέρδισαν βασίλεια και έχτισαν κάστρα στη Συρία(…). Το 1914(…) υπήρχαν ακόμα Γάλλοι που θεωρούσαν τη Συρία ως ένα φυσιολογικό τμήμα της Γαλλίας. Η Γαλλία διατήρησε στενούς δεσμούς με μια από τις χριστιανικές κοινότητες που έμεναν κατά μήκος της πλαγιάς του όρους Λίβανου της Συρίας, και η γαλλική ναυτιλία, το μετάξι και άλλα συμφέροντα έβλεπαν εμπορικές ευκαιρίες.(…). Τη στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε στον πόλεμο, οι Γάλλοι αξιωματούχοι στη Μέση Ανατολή έκαναν σχέδια για την προσάρτηση των συριακών επαρχιών της Τουρκίας. Ο Γάλλος πρέσβης στο Κάιρο και ο Γενικός Πρόξενος στη Βηρυτό, άμεσα κάλεσαν την κυβέρνηση να εισβάλλει το συντομότερο στη λιβανέζικη ακτή» γράφει ο David Fromkin στο έργο: «A Peace to End All Peace. The Fall of the Ottoman Empire and the Creation of the Modern Middle East».

Με την Εντολή όμως η Συρία και ο Λίβανος έγιναν Γαλλικό προτεκτοράτο. Ο γαλλικός έλεγχος αντιμετωπίστηκε αμέσως με ένοπλη αντίσταση και  για να καταπολεμήσει τον αραβικό εθνικισμό, η Γαλλία χώρισε την περιοχή της Εντολής σε Λίβανο και τέσσερα υποκράτη στη σημερινή Συρία.  
Έτσι στο πλαίσιο της γαλλικής εντολής της Συρίας την 1η Δεκεμβρίου 1920, η Γαλλία ίδρυσε τα κράτη της Δαμασκού και του Χαλεπίου, μαζί με το αυτόνομο έδαφος των Αλαουιτών. Επίσης ίδρυσε την αυτόνομη επικράτεια των Δρούζων στο νότιο τμήμα του κρατιδίου της Δαμασκού την 1η Μαΐου 1921. 

Σε αυτές τις περιοχές οι σουνίτες ήταν στενά συνδεδεμένοι με τους τούρκους εξουσιαστές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και καταπίεζαν τους Αλαουίτες και τις άλλες μειονότητες.  

«Τον καιρό των Τούρκων, οι Σουνίτες ήταν η ευνοημένη κοινότητα, που πλούτιζε  από την Αλαουίτικη εργασία (…) [που] συνθλιβόταν από το Σουνίτη ή Χριστιανό έμπορο, δανειστή χρημάτων ή κτηματία(…) Αλλά (…) στις αρχές της δεκαετίας του ’20, οι γάλλοι έδωσαν στους Αλαουίτες προνόμια (…)» όπως παρατηρεί ο Patrick Seale στο: «Asad – The Struggle for the Middle East». 

Οι Γάλλοι είχαν όμως διαφορετικές προτιμήσεις:

«Η Γαλλία προσπάθησε να παρασύρει όλες τις μειονότητες της Συρίας εναντίον των Σουνιτών Αράβων, που συνιστούν τον πυρήνα των παραδοσιακών πολιτικών ελίτ» αναφέρει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Tufts, Malik Mufti στο: «Sovereign Creations-Pan-Arabism & Political Order in Syria & Iraq». 

Οι Αλαουίτες (που σημαίνει «οι ακόλουθοι του Άλι») είναι μέλη της Σιιτικής μουσουλμανικής σέχτας, όπως είναι και οι Δρούζοι (που κατάγονται από την Αίγυπτο) και οι Ισμαηλίτες. Οι ρίζες των Σιιτών ανάγονται στον 8ο αιώνα, ο Άλι, ξάδελφος του Προφήτη Μωάμεθ και γαμπρός του -όπως θέλει η φήμη- έχασε τον τίτλο της κληρονομιάς από τους τρεις πρώτους Χαλίφηδες. Οι σιίτες, επίσης, ισχυρίζονται ότι ο Άλι έχει και μια θεϊκή ιδιότητα, κάνοντάς τους να φαίνονται «άπιστοι» στους Σουνίτες μουσουλμάνους. Η υλική πραγματικότητα έχει να κάνει με τις απαιτήσεις του Άλι έναντι του Χαλιφάτου. 

Στη σημερινή Συρία, οι Αλαουίτες, συγκεντρώνονται στις ορεινές περιοχές.
Παλαιότερα, έτειναν να κυριαρχούνται από τους Σουνίτες ή τους Χριστιανούς- Μαρωνίτες. Οι διάφορες διασπάσεις των σεχτών έπαιξαν ρόλο στην παρεμπόδιση δημιουργίας μιας ενιαίας «εθνικής» ταυτότητας. Έτσι οι αποικιοκρατικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τις μειονότητες σε μια στρατηγική «διαίρει και βασίλευε» που τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα βιώνει τώρα η Συρία.  

Πέρα από τις τέσσερεις διαιρέσεις που έκαναν, στο βόρειο τμήμα της Συρίας ενισχύθηκε η περαιτέρω διάσπαση, με την ενθάρρυνση της εποίκησης του από Χριστιανούς και Κούρδους με τελικό ο σκοπό όλης αυτής της διαίρεσης της Συρίας που ήταν η «εξασφάλιση» της Γαλλικής ηγεμονίας:

«Οι Γάλλοι αντιλαμβάνονταν πλήρως ότι το Συριακό πατριωτικό αίσθημα θα αντιτιθόταν στην εξουσία τους. Αυτό στην πράξη σήμαινε ότι οι Σουνίτες ήταν οι κύριοι ανταγωνιστές τους και έτσι βασίζονταν στους Χριστιανούς, τους παλιότερους φίλους τους, δημιουργώντας ένα νέο κράτος που αφαιρούσε την Τύρο, τη Σιδώνα, την Τρίπολη, την Κοιλάδα Μπεκάα και τη Βυρηττό από τη Συρία και την πρόσθετε στο Οθωμανικό σαντζάκι του Όρους του Λιβάνου, τη ραχοκοκαλιά της Μαρωνιτικής Χριστιανοσύνης. Η Συρία έχασε τα καλύτερά της λιμάνια και η Δαμασκός (…) αποδυναμώθηκε υπέρ της Βυρηττού και του νέου Χριστιανοκρατούμενου καθεστώτος» όπως γράφει ο R. Fisk στο «Pity the Nation – The Abduction of Lebanon».

Οι Γάλλοι είχαν δημιουργήσει μια μεγάλη μεταπρατική παρασιτική τάξη ενισχύοντας διάφορα τμήματα των Αλαουιτών (π.χ. τους αδελφούς Κίντς, την οικογένεια Αμπάς), στο Όρος Λίβανος από το 1860 κι έπειτα, τους Μαρωνίτες Χριστιανούς, καθώς και άλλους μεγαλοκτηματίες σε όλη την περιοχή της πρώην Χώρας του Λεβάντε. 

Προγενέστερα, ένας συλλογικός τύπος καλλιέργειας, γνωστός ως «μου σά» είχε επιτρέψει στην αγροτιά να κατακτήσει ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης. Κατά διαστήματα αναδιανέμονταν εκτάσεις, ώστε κάθε οικογένεια να έχει πρόσβαση σε καλύτερα αγροτεμάχια, ακολουθώντας το προηγούμενο παράδειγμα των Οθωμανών με τον Οθωμανικό Κώδικα περί Γαιών του 1858. 

Οι Γάλλοι είχαν δημιουργήσει διάφορες διαιρέσεις στην περιοχή ή είχαν συνειδητά αναβιώσει παλαιότερες ιστορικές διαιρέσεις.

Διαιρέσεις γης σε αυθαίρετα ορισμένες διοικητικές περιοχές με απαλλοτριώσεις καλλιεργητών, διαιρέσεις γης μεταξύ δυνάμει εχθρικών «θρησκευτικών» διασπάσεων (Σουνίτες εναντίον Σιιτών, με τους τελευταίους να διαιρούνται περαιτέρω σε Δρούζους, Αλαουίτες και Ισμαηλίτες).  
Αλλά οι ταξικές διαιρέσεις κυριαρχούσαν: ωστόσο, κάποιες φορές εξαρτώνταν από τις παραπάνω διαιρέσεις.

Αυτό που προσπάθησε το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ, που ρητά αναφέρει στο Καταστατικό του, ήταν η Παναραβική θεώρηση:

«Το αραβικό έθνος συνιστά μια πολιτιστική ενότητα. Οποιεσδήποτε διαφορές υπάρχουν μεταξύ των τέκνων του είναι τυχαίες και ασήμαντες. Θα εξαφανιστούν με την αφύπνιση της αραβικής συνείδησης (…) Ο εθνικός δεσμός θα είναι ο μόνος δεσμός που θα υπάρχει στο αραβικό κράτος. Αυτό εξασφαλίζει την αρμονία μεταξύ των πολιτών με την ένταξή τους σε ένα ενιαίο έθνος, και αντιμάχεται όλες τις άλλες μορφές φατριαστικής αλληλεγγύης όπως της θρησκείας, του δόγματος, της φυλής, τις ράτσας και του τοπικισμού». 

Ήταν έτσι φυσιολογικό που η ιδεολογία του Μπάαθ βρήκε μεγάλη απήχηση στα μέλη των αραβόφωνων θρησκευτικών μειονοτήτων που μπορεί να ήλπιζαν ότι το Μπάαθ θα τα βοηθούσε να εξέλθουν της «μειονοτικής» τους κατάστασης και του στενού κοινωνικού πλαισίου των δογματικών, περιφερειακών και φυλετικών δεσμών. 

Τα μέλη των μειονοτήτων πρέπει να προσελκύστηκαν από την ιδέα ότι η παραδοσιακή Σουνιτική κυριαρχία της Συριακής πολιτικής ζωής στις πόλεις θα τερματιζόταν με την εγκαθίδρυση ενός κοσμικού σοσιαλιστικού πολιτικού συστήματος όπως προωθούσε το Μπάαθ, στο οποίο δεν θα υπήρχε καμία πολιτική ή κοινωνικο-οικονομική διάκριση εναντίον μη Σουνιτών ή, ιδιαίτερα εναντίον των μελών των ετερόδοξων ισλαμικών κοινοτήτων. Μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Χάφεζ Αλ Άσαντ το 1960, η συμμετοχή στον αγώνα για τον κομματικό μηχανισμό, ανοίχτηκε σε όλους τους Σύριους, συμπεριλαμβανομένων και των μη Αράβων, όπως τους (εξαραβισμένους) Κούρδους, τους Κιρκάσιους και τους Αρμένιους. 

Ο αριθμός των μη Αράβων σε ένα αραβικό εθνικιστικό κόμμα όπως το Μπάαθ, ωστόσο, παρέμεινε μικρός. 

«Η κοινωνική βάση του κόμματος παρέμεινε η μικροαστική τάξη των πόλεων και στην επαρχία οι μεσαίοι κτηματίες με τοπικό κοινωνικό κύρος», σημειώνει η Θάμπιτα Πέτραν στο The Struggle Over Lebanon. 

Ο Dilip Hiro στο κλασικό του βιβλίο «Inside The Middle East» γράφει: «Ωστόσο, το Μπάαθ δεν αναπτύχθηκε πολύ στις πόλεις. Οι περισσότεροι των Σουνιτών μικροαστών, ακόμα και στη Δαμασκό, επηρεάζονταν από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και αργότερα επίσης από τον Πρόεδρο Νάσερ. Αλλά το Μπάαθ κέρδισε οπαδούς μεταξύ των φοιτητών και στρατιωτικών ευέλπιδων: των μελλοντικών διανοούμενων και αξιωματικών του στρατού». 

Κατά τη Μπααθική άποψη, το Ισλάμ συνιστούσε σημαντικό και αδιαχώριστο τμήμα της αραβικής εθνικής κουλτούρας. Αντίθετα όμως από τις σουνιτικές εκδοχές του Αραβισμού, το Μπάαθ θεωρούσε πως το Ισλάμ δεν ήταν τόσο μια Αραβική εθνική θρησκεία όσο μια σημαντική αραβική εθνική πολιτιστική κληρονομιά, της οποίας όλοι οι άραβες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ήταν το ίδιο κληρονόμοι. Κατά το Μισέλ Άφλακ, τον ιδεολόγο του Κόμματος Μπάαθ, οι Χριστιανοί Άραβες, επομένως, δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να αποτρέπονται να γίνουν Άραβες εθνικιστές. 

Πρόσφατα ζήσαμε την ανατροπή του τελευταίου Μπααθιστικού καθεστώτος από μία οργάνωση που αποκαλούνται Σαλαφιστές. Ας δούμε όμως τι αντιπροσωπεύουν. 

Ο σαλαφισμός δεν είναι μια ομοιογενής δογματική παράδοση αλλά έχει παρουσιάσει διαφορετικές προσεγγίσεις στη διάρκεια της ιστορίας του. Ο σαλαφισμός είναι αυστηρά σουνιτικός. 

Ο Quintan Wiktorowicz και άλλοι ερευνητές αναφέρουν συνήθως διαφορετικές κατηγορίες σαλαφισμού: τον παραδοσιακό σαλαφισμό, τον ακτιβιστικό σαλαφισμό και τον στρατευμένο σαλαφισμό. 

α) Παραδοσιακός 

Στον παραδοσιακό σαλαφισμό (al-Salafiyya al-’ilmiyya) αποφεύγεται ο «πολιτικός ακτιβισμός και η βία στην επιδίωξη δημιουργίας ενός ισλαμικού κράτους. Η θέση του ευθυγραμμίζεται ιδιαίτερα με τη θρησκευτική ελίτ της Σαουδικής Αραβίας και αναδεικνύεται το καθήκον υπακοής στον πολιτικό ηγέτη του σαουδαραβικού κράτους».  Οι παραδοσιακοί σαλαφιστές επικεντρώνονται στην κάθαρση της θρησκείας από στοιχεία ανανέωσης ή επανερμηνείας μέσω της παιδείας (tarbiya), στην κάθαρση (tazkiyya) και την da’wah μεταξύ των άλλων μουσουλμάνων και την ενίσχυση του διαχωρισμού έναντι μη μουσουλμάνων.  Ως προς αυτό, οι σαλαφιστές δεν επιδιώκουν μόνο τον διαχωρισμό μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων αλλά και τον αυστηρό διαχωρισμό ανδρών και γυναικών σε διαφορετικές σφαίρες. Οι σαλαφιστές αυτής της υποομάδας αποκαλούνται κάποιες φορές Μαντκαλιστές-Σαλαφιστές. 

β) Ακτιβιστικός 

Ο ακτιβιστικός σαλαφισμός (γνωστός και με τον όρο «πολιτικοποιημένος») δεν αποστασιοποιείται μόνο από τη δημοκρατία, την οποία οι εν λόγω σαλαφιστές θεωρούν ασυμβίβαστη με τη μουσουλμανική πίστη και το μουσουλμανικό δόγμα, αλλά αναζητά ενεργά μουσουλμάνους για να τους απομακρύνει από δημοκρατικές διαδικασίες όπως η ψήφος στις εκλογές ή η συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα. Οι ακτιβιστές σαλαφιστές συμμετέχουν ενεργά στις τοπικές κοινωνικές υποθέσεις, επισημαίνουν αντιισλαμικές συμπεριφορές και, κατά καιρούς, προσπαθούν να ασκήσουν κοινωνικό έλεγχο σε ορισμένους τομείς. Οι ακτιβιστές σαλαφιστές επικεντρώνονται συχνά στις παγκόσμιες και τοπικές συνθήκες και αντιτίθενται σθεναρά ενάντια σε ηγέτες τους οποίους θέλουν να υπονομεύσουν. Έχουν μια έντονη εικόνα του εχθρού και η ρητορική τους επικεντρώνεται στα  δυτικά καθεστώτα (τον απώτερο εχθρό), ενώ τα αραβικά ή τα άπιστα έθνη αντιπροσωπεύουν τον άμεσο εχθρό, ο οποίος στέκεται εμπόδιο στην εδραίωση του ισλαμικού κράτους. Ασκούν πιέσεις και προωθούν την αλλαγή σύμφωνα με τους κανόνες του Ισλάμ. Οι σαλαφιστές αυτής της υποομάδας αποκαλούνται Harakis (ακτιβιστές). 

γ) Στρατευμένος / Σαλαφιστικός τζιχαντισμός 

Ο στρατευμένος σαλαφισμός ή σαλαφιστικός τζιχαντισμός (al-Salafiyya al-jihadiyya) θεωρεί τη βία ένα αναγκαίο μέσο για να επέλθει η αλλαγή στην υπάρχουσα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, στην οποία η Pax Americana με τις ΗΠΑ και τα άλλα συμμαχικά κράτη θεωρείται ότι ηγείται ενός ολοκληρωτικού πολέμου ενάντια στο Ισλάμ και τους μουσουλμάνους. Απορρίπτει τον φιλελευθερισμό, τη δημοκρατία και το εθνικό κράτος, τα οποία και μάχεται. Κάθε μουσουλμάνος έχει προσωπικό καθήκον να εμπλακεί σε ένοπλο αγώνα ενάντια στους άμεσους εχθρούς (τα άπιστα καθεστώτα) και τους απώτερους εχθρούς (τα δυτικά κράτη).
Στον στρατευμένο σαλαφισμό η ένοπλη τζιχάντ (qital) έχει σκοπό να υπερασπιστεί τους μουσουλμάνους και να επεκτείνει το dar al-Islam (τον οίκο του Ισλάμ) ενώ προσωπικό καθήκον κάθε μουσουλμάνου είναι να μάχεται τα άπιστα καθεστώτα. Οι σαλαφιστές τζιχαντιστές θεωρούν ότι η Ευρώπη είναι dar al-harb (οίκος πολέμου).
Ο μαρτυρικός θάνατος μέσω της τζιχάντ είναι για τους σαλαφιστές τζιχαντιστές ο απόλυτος αγώνας και η απόλυτη θυσία που υπόσχεται μοναδική ανταμοιβή στον παράδεισο (Jannah). 

Οι πεποιθήσεις (aqidah) των σαλαφιστών παραμένουν ίδιες και στις τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις του σαλαφισμού. Το στοιχείο που διαφοροποιεί αυτές τις ξεχωριστές σχολές εντός του σαλαφισμού είναι η manhaj — οι ενέργειες ή οι μέθοδοι που νομιμοποιούν την ιδιότητα του παραδοσιακού, του ακτιβιστή ή του σαλαφιστή τζιχαντιστή. Υπάρχει ολόκληρο φάσμα διαφορετικών μορφών σαλαφισμού με δυνατότητα μετακίνησης από τη μία μορφή στην άλλη.

«Το νέο σαλαφιστικό τόξο, που εκπορεύεται από τα βασίλεια του Κόλπου προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, είναι από τα πιο ανησυχητικά υποπροϊόντα των αραβικών εξεγέρσεων» λέει η Ρόμπιν Ράιτ από το US Institute of Peace. «Αυτοί οι λαϊκιστές πουριτανιστές καταλαμβάνουν σιγά-σιγά τον χώρο που κατείχαν οι τζιχαντιστές μαχητές, οι οποίοι δεν είναι πλέον της μόδας. Αμφότεροι όμως είναι φονταμενταλιστές που επιθυμούν μια νέα τάξη στα πρότυπα του πρώιμου Ισλάμ»

Το κοινό στοιχείο όλων των σαλαφιστών είναι ότι εμπνέονται από τον ουαχαμπιτισμό, πουριτανικό παρακλάδι του Ισλάμ από τη Σαουδική Αραβία. Είναι πολύ πιο ακραίοι –τόσο σε αντιλήψεις όσο και σε συμπεριφορά– από τους ισλαμιστές. 

Ενδεικτικό είναι ότι στη Λωρίδα της Γάζας η σαλαφιστική οργάνωση Τζουντ Ανσάρ Αλλάχ επέκρινε τη Χαμάς επειδή δεν εφήρμοσε τη σαρία. Οι δυνάμεις της Χαμάς απάντησαν με τα όπλα, σκοτώνοντας στη σύγκρουση που ακολούθησε 24 σαλαφιστές, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού τους. 

«Οι σαλαφιστές αποτελούν επίπονο μακροχρόνιο αίνιγμα για τη Δύση. Έχουν τους πιο αντιδυτικούς στόχους απ’ όλα τα ισλαμιστικά κόμματα» συνεχίζει η κυρία Ράιτ, η οποία επικρίνει την Ουάσιγκτον γιατί «είναι τραγικό λάθος να συνδέεται η μελλοντική θέση των ΗΠΑ στην περιοχή με το λίκνο και προπύργιο του σαλαφισμού και το διεστραμμένο του όραμα για τη νέα τάξη».