Γράφει ο Απόστολος Αποστόλου
Η εκλογή προέδρου στο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει αλλά μετά τι θα πρέπει να αλλάξει; Ήδη κατατίθενται πολλά σχέδια μετάλλαξης του, αλλά τι ουσιαστικά μπορεί να αλλάξει και τι θα πρέπει να παραμείνει;
Ο Γκαίτε έγραφε ότι «το να αλλάξεις τα πράγματα θα πρέπει πρώτα να απαλλαγείς από το παρελθόν». Αυτό όμως ευθύνεται στο ΣΥΡΙΖΑ; Ή μήπως η πολυφωνία στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ παραδόθηκε σε μια μονοτονία χωρίς ένταση;
Θυμίζει ίσως το φιλμ του Φ. Φελίνι «Πρόβα ορχήστρας» (1979) όπου το κίνητρο της αδυναμία να συντονιστεί μια ορχήστρα δεν βρισκόταν στον ίδιο το δημιουργό (στο διευθυντή ορχήστρας) αλλά μέσα σ’ όλο το σύστημα παραγωγής δηλαδή στους μουσικούς καθώς και σε εξωλειτουργικούς θεατές που παρακολουθούσαν τις πρόβες και επενέβαιναν με κάθε τρόπο. Δηλαδή, δημοσιογράφους, κριτικούς, τηλεοπτικά κανάλια κλπ.
Οι υποψήφιοι για την προεδρία βρίσκονται σε μια «απόλυτη ανησυχία γιατί ψάχνουν να βρουν ένα νέο μοντέλο» όπως θα έλεγε ο Χέγκελ. Αλλά αυτό το μοντέλο πρέπει να έρχεται σε ευθεία γραμμή και να καθίσταται αντιμέτωπο με ό,τι ισχύει στην πολιτική κορνίζα. Δηλαδή να καταγγείλει την κυρίαρχη πολιτική η οποία έχει καταστεί αντικείμενο αυτοτροφοδοτούμενης συσσώρευσης.
Όσοι από το ΣΥΡΙΖΑ ομιλούν για μια νέα εποχή να ξέρουν ότι η ειρωνεία των πολιτικών πραγμάτων είναι ο ίλιγγος του ξεπεράσματος και αυτό γιατί η πολιτική δεν αποτελεί ένα προϊστορικό κατάλοιπο, αλλά μια διαλεκτική σχέση με μπόλικη ουτοπία και αρκετές συμπτώσεις.
Όταν οι πολιτικές αλληλοπεριχωρούνται άκομψα και κλέβουν στρατηγικές και πολιτικές γραμμές τότε τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται σε σύγχυση γιατί δεν έχουν αντιθέσεις και δεν ξέρουν με ποιον να καθοριστούν. Μάλιστα πολλά κόμματα (το βλέπουμε ήδη στην Ευρώπη) βρίσκονται κάτω από την αναμονή νέων διαχωρισμών που μπορούν να αναφανούν αλλά και να μην αναφανούν ποτέ, λειτουργώντας έτσι μέσα στη σύγχυση μιας ατέλειωτης επιθανάτιας αγωνίας. Να γιατί ο Ντανιέλ Μπέλ είχε εξαγγείλει το «τέλος των πολιτικών ιδεολογιών» και όχι μόνο.
Είναι παγκοίνως γνωστό ότι όλες οι πολιτικές προτάσεις διατηρούν μιαν επιμέρους εγκυρότητα κάτι που το έβλεπε ο Μπενζαμέν Κονστάν τονίζοντας ότι η πολιτική αρκετές φορές αποκλείει την καλή χρήση των πολιτικών ελευθεριών. Και συνεπώς οι πολιτικοί αρετολόγοι, οι εξ’ επαγγέλματος μοραλιστές της πολιτικής θεωρίας, οι οποίοι διαγιγνώσκουν από τους υπερυψωμένους θώκους τους την αναγκαιότητα της αλλαγής πορείας των κομμάτων το μόνο που καταφέρνουν είναι να δημεύουν την πολιτική.
Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι αποκλειστικά και μόνο πως θα αλλάξει ένα κόμμα την πορεία του ή πως θα «αποκτήσει μια κουλτούρα καταγγελίας» (Πολ Ιονέ) αλλά το πόσο ένα κόμμα θα είναι μάχιμο και δεν θα ασκεί μια «σοφτ πολιτική» αντιπαράθεση γιατί η «σοφτ πολιτική» αντιπαράθεση παραμένει δογματική τόνιζε ο Πολ Ιονέ. Ή ακόμη το πόσο ένα πολιτικό κόμμα εκφράζει «διακριτότητα» και όχι «αμφιδοξία», δηλαδή πολιτική αοριστολογία.
Έτσι λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ αν επιθυμεί ή αν φιλοδοξεί να εγκαταλείψει τη νέα μόδα της πολιτικής θρησκείας που είναι η «σοφτ» αντιπαράθεση η οποία δημιουργεί ένα νέο είδος σιωπηρού νόμου συνενοχής μέσα σε μια κοινή αδυναμία της πολιτικής τάξης, οφείλει να αφιερωθεί στο διακεκριμένο.
Ο Τάκιτος έλεγε «non sine usufuerit introspicere illa» (δεν είναι καθόλου ανώφελο το να ξεκαθαρίζουμε αυτά τα πράγματα). Αλλιώς η πολιτική θα εντάσσεται σε δράσεις που θα διαλύονται μέσα στη ματαιοδοξία της δράσης και στο ωφέλιμο που θα περιχαρακώνεται μέσα στο ανώφελο.
Καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας