Σχόλια για τον Πόλεμο στην Ουκρανία: Ιστορικές ρίζες και γεωπολιτικές διαστάσεις

Του Σωκράτη Αργύρη 

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, σε ομιλία του στις 25 Ιανουαρίου 2016, κατηγόρησε τον Λένιν ότι άφησε ως «βόμβα με καθυστέρηση» το δικαίωμα απόσχισης που είχε δοθεί στις σοβιετικές δημοκρατίες από το Σύνταγμα του 1922. Υποστήριξε ότι η αρχιτεκτονική της ΕΣΣΔ επέτρεψε την ανεξαρτητοποίηση χωρών όπως η Ουκρανία χωρίς ενιαίο κρατικό έλεγχο, κάτι που θεωρεί πως σήμερα απειλεί τη ρωσική ασφάλεια γιατί  τα εσωτερικά διοικητικά σύνορα μιας ομοσπονδίας μετατράπηκαν σε εξωτερικά διεθνή σύνορα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ χωρίς τις απαραίτητες διπλωματικές ή εδαφικές διευθετήσεις, προκαλώντας τις σημερινές συγκρούσεις.

Η Ουκρανία αποτελούσε ένα από τα πιο ανεπτυγμένα και βιομηχανικά ισχυρά μέρη της Σοβιετικής Ένωσης, με σημαντικά εργοστάσια, ναυπηγεία, μεταλλουργία και τεχνολογικά κέντρα. Αυτό δεν ήταν τυχαίο: οι δύο τελευταίοι Γενικοί Γραμματείς του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ – ο Νικίτα Χρουστσόφ και ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ – είχαν ουκρανική καταγωγή. Η πολιτική τους επιρροή ευνόησε την περαιτέρω ανάπτυξη της Ουκρανίας, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, καθιστώντας την, κομβικής σημασίας για τη λειτουργία της ΕΣΣΔ.

Μετά την κατάρρευση  όμως της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, χιλιάδες πυρηνικά όπλα παρέμειναν εκτός Ρωσίας, κυρίως στην Ουκρανία. 

Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διασποράς τους, το Κογκρέσο των ΗΠΑ υιοθέτησε την τροπολογία Nunn–Lugar (1991), που προέβλεπε τεχνική και οικονομική βοήθεια για την ασφαλή μεταφορά των όπλων στη Ρωσία. Η Ουκρανία, σε εφαρμογή αυτής της πρωτοβουλίας, παρέδωσε περισσότερα από 1.800 πυρηνικά όπλα έως το 1996.

Το 1994 υπογράφηκε η Συμφωνία της Βουδαπέστης, βάσει της οποίας η Ουκρανία δέχθηκε να αποπυρηνικοποιηθεί με αντάλλαγμα την εγγύηση των συνόρων και της εδαφικής της ακεραιότητας από Ρωσία, ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο.

Θα πρέπει όμως να εξετάσουμε την γεωπολιτική σημασία της περιοχής της Ευρασίας, με έμφαση στην Ουκρανία, μέσα από το πρίσμα τριών κλασικών δυτικών γεωπολιτικών θεωριών: της θεωρίας του Heartland του Halford Mackinder, της θεωρίας του Rimland του Nicholas Spykman, και της σύγχρονης ανάλυσης του Zbigniew Brzezinski στο The Grand Chessboard γιατί έτσι αναδεικνύεται ότι η στρατηγική αξία της περιοχής υπήρξε σταθερή στον γεωπολιτικό σχεδιασμό της Δύσης, ανεξαρτήτως της φύσης του ρωσικού καθεστώτος. Η παρούσα σύγκρουση στην Ουκρανία αποτελεί σύγχρονη επαλήθευση των ιστορικών αυτών προσεγγίσεων. 

Η γεωπολιτική, ως επιστήμη της σχέσης ισχύος και γεωγραφίας, ανέδειξε ήδη από τον 20ό αιώνα την περιοχή της Ευρασίας ως τον πυρήνα της παγκόσμιας ισορροπίας.

Παρά τις μεταβολές στην πολιτική μορφή της Ρωσίας — από την Τσαρική Αυτοκρατορία, στη Σοβιετική Ένωση και τελικά στη σύγχρονη Ομοσπονδία — η Δύση αντιμετώπιζε σταθερά τη γεωστρατηγική σημασία αυτής της περιοχής ως θεμελιώδη παράγοντα για την παγκόσμια κυριαρχία. 

Ο Halford Mackinder πρώτος, στο έργο του “The Geographical Pivot of History” (1904), εισήγαγε τη θεωρία του Heartland, παρουσιάζοντας την Ευρασία ως τον “άξονα της ιστορίας”. Ο γεωστρατηγικός του συλλογισμός συνοψίζεται στη διάσημη φράση:

“Who rules East Europe commands the Heartland; who rules the Heartland commands the World-Island; who rules the World-Island commands the World.”

Η Ανατολική Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας) αποτελούσε για τον Mackinder την πύλη προς τον «γεωγραφικό άξονα» του κόσμου. Το Heartland ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό με την επικράτεια της Ρωσίας, κάνοντάς την μόνιμο στρατηγικό στόχο ελέγχου  ή ανάσχεσης, ανεξαρτήτως καθεστώτος.

Ο Spykman, σε αντίθεση με τον Mackinder, εστίασε στη σημασία της περιφέρειας της Ευρασίας — του λεγόμενου Rimland. Γι’ αυτόν, ο έλεγχος των ακτών και των παραθαλάσσιων χωρών (όπως η Δυτική Ευρώπη, η Μέση Ανατολή και η Νοτιοανατολική Ασία) ήταν καθοριστικός:

“Who controls the Rimland rules Eurasia; who rules Eurasia controls the destinies of the world.”

Η Ουκρανία, αν και ενδοχώρα, αποκτά σημασία ως εφαλτήριο πρόσβασης ή περιορισμού της ρωσικής δύναμης, ιδίως προς τη Μαύρη Θάλασσα και τα Βαλκάνια.

Ο  καθηγητής Zbigniew Brzezinski, σύμβουλος ασφαλείας του Κάρτερ και στοχαστής με βαθιά γεωστρατηγική σκέψη, στο έργο του The Grand Chessboard (1997), επανέφερε την έννοια της Ευρασίας ως σκακιέρας παγκόσμιας ισχύος. Τόνιζε:

“Without Ukraine, Russia ceases to be a Eurasian empire.”

Για τον Brzezinski, η Ουκρανία είναι όχι μόνο γεωστρατηγικός κόμβος, αλλά και πολιτισμικό όριο μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Η δυτική ενσωμάτωσή της λειτουργεί ως ανάσχεση κάθε ανασυγκρότησης ρωσικής ηγεμονίας.

Πέρα από τους χάρτες και τα στρατηγικά δόγματα, η γεωπολιτική σκέψη της Δύσης προδίδει μια υπαρξιακή ψυχρότητα: βλέπει τον κόσμο ως επιφάνεια, όχι ως τόπο. 

Η Ουκρανία, οι χώρες της Βαλτικής, ο Καύκασος, δεν λειτούργησαν ποτέ ως πολιτισμικά υποκείμενα στις γεωπολιτικές θεωρίες· παρουσιάστηκαν ως «περιοχές πρόσβασης», «buffer zones» ή «άξονες».

Η δυτική σκέψη διαχώρισε τη γεωγραφία από την ιστορία. Ο χώρος απογυμνώθηκε από τον λαό του, από τη μνήμη του, από το βίωμά του. Έτσι γεννήθηκε ένας γεωπολιτικός λόγος που σχεδιάζει κυριαρχία, αλλά αγνοεί τις φωνές που ζουν εντός των συνόρων που χαράζει.

Το παράδοξο αυτό φέρνει στην επιφάνεια το υπαρξιακό κενό της γεωπολιτικής: ένας κόσμος γεμάτος στρατηγικά σημεία, μα χωρίς πρόσωπα. Μια σκακιέρα, όχι κοινότητες.

Η Ουκρανία λοιπόν υπήρξε και παραμένει το σύνορο ανάμεσα στον δυτικό και τον ευρασιατικό κόσμο· ένας γεωπολιτικός καθρέφτης, αλλά και μια πολιτισμική σκιά.

Γιατί το  φιλοσοφικό ερώτημα που αναδύεται είναι βαθύτερο: μήπως η ίδια η γεωπολιτική σκέψη, στην προσπάθεια να εξηγήσει τον κόσμο, τον απογυμνώνει από τον άνθρωπο; Μήπως ο χώρος έγινε πιο «σημαντικός» από τη ζωή που τον κατοικεί;

Θα χρειαστεί να κάνουμε μία παρατήρηση στη  θεωρία του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, όπως διαμορφώθηκε κυρίως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Δεν ήταν μόνο προϊόν στρατηγικής σκέψης, αλλά συμφωνούσε και ενσωμάτωνε τη λογική της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής εκείνης της περιόδου — ειδικά τη φάση μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, όπου η Ουάσινγκτον δεν ήθελε απλώς να «νικήσει» τη Σοβιετική Ένωση, αλλά να εξασφαλίσει ότι η Ρωσία δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να σταθεί ως ανταγωνιστής.

Ο Μπρεζίνσκι, στο βιβλίο του The Grand Chessboard (1997), υποστήριζε ότι:  Η Ευρασία είναι το γεωστρατηγικό κέντρο του κόσμου — όποιος ελέγχει την Ευρασία, ελέγχει τον κόσμο. Η Αμερική πρέπει να αποτρέψει την ανάδυση οποιασδήποτε ευρασιατικής δύναμης που θα μπορούσε να την ανταγωνιστεί. Η Ουκρανία είναι κομβικής σημασίας: αν βρεθεί υπό ρωσική επιρροή, η Ρωσία μπορεί να ξαναγίνει αυτοκρατορική· αν παραμείνει ανεξάρτητη και δυτικόφιλη, η Ρωσία παραμένει περιφερειακή δύναμη. 

Η στρατηγική αυτή ευθυγραμμιζόταν με μια ανεπίσημη αλλά βαθιά ριζωμένη λογική των ΗΠΑ τη δεκαετία του ’90:

«Δεν μας αρκεί η κατάρρευση της ΕΣΣΔ· θέλουμε μια Ρωσία αδύναμη, εξαρτημένη και σιωπηλή».

Και  η Δύση το εφάρμοσε στην πράξη: Διεύρυνση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας, αγνοώντας τις ρωσικές ανησυχίες ασφάλειας. Παρέμβαση σε πρώην σοβιετικά κράτη με στόχο την ένταξή τους στη δυτική σφαίρα (Γεωργία, Ουκρανία, Μολδαβία). Υποστήριξη χρωματιστών επαναστάσεων (π.χ. Ουκρανία 2004, 2014). Αντιμετώπιση της Ρωσίας όχι ως ισότιμου συνομιλητή, αλλά ως ηττημένου που πρέπει να αποτραπεί να σηκώσει ξανά κεφάλι. 

Ο ίδιος ο Μπρεζίνσκι το 1994 είχε πει (σε συνέντευξη στο Le Nouvel Observateur για το Αφγανιστάν):

«Τι είναι πιο σημαντικό για την παγκόσμια ιστορία; Οι Ταλιμπάν ή η κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας; Μερικοί διεγείρονται επειδή οι Ταλιμπάν απειλούν την τάξη. Αυτό δεν με νοιάζει. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Η γεωστρατηγική του Μπρεζίνσκι δεν είναι “ακαδημαϊκή” — είναι βαθιά ιδεολογική και προσαρμοσμένη στο δόγμα μιας μονοπολικής Αμερικής που θέλει να μην αφήσει καμία δύναμη να σηκώσει κεφάλι. Στη βάση της βρίσκεται η στρατηγική υπονόμευσης της Ρωσίας, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά οικονομικά, πολιτισμικά και γεωπολιτικά.

Στην ανάλυσή του, ο Μπρεζίνσκι υπογράμμισε ότι η Ουκρανία, λόγω της θέσης, του πληθυσμού και των φυσικών της πόρων, αποτελεί το κρίσιμο κράτος για την ευρασιατική στρατηγική ισχύ της Ρωσίας. Η ανεξαρτησία της Ουκρανίας οδηγεί, σύμφωνα με τον ίδιο, στον γεωπολιτικό ευνουχισμό της Ρωσίας· αντιθέτως, η ένταξή της στη ρωσική σφαίρα επηρεάζει άμεσα την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Το δόγμα του συνδέει έτσι τον έλεγχο της Ουκρανίας με την παγκόσμια στρατηγική σταθερότητα.

Ο Μπρεζίνσκι όμως, αν και διεισδυτικός γεωστρατηγικά, υποτίμησε τη δυναμική της ρωσικής αντίδρασης σε περίπτωση που η Ουκρανία “έγερνε” προς τη Δύση. 

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί στρατιωτική πράξη αναθεώρησης του γεωπολιτικού status quo που περιέγραφε ο Μπρεζίνσκι. Ο Πούτιν, θεωρώντας την ανεξαρτησία της Ουκρανίας τεχνητή και επικίνδυνη για τη ρωσική εθνική ασφάλεια, επεδίωξε δια των όπλων την υποταγή της. Αντί να αποδεχτεί ότι η Ουκρανία έχει χαθεί για τη ρωσική σφαίρα επιρροής, όπως ενδεχομένως θα υποδείκνυε μια ψυχρή γεωπολιτική ανάλυση, ο Πούτιν επιχείρησε τη βίαιη επανένταξή της, αμφισβητώντας μετωπικά το δόγμα Μπρεζίνσκι.

Η επιλογή του αυτή βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η χρήση στρατιωτικής ισχύος θα μπορούσε να εκβιάσει τόσο το Κίεβο όσο και τη Δύση σε ένα νέο μεταψυχροπολεμικό συμβιβασμό. Το αφήγημα περί «αποναζιστικοποίησης» και «αποστρατιωτικοποίησης» της Ουκρανίας αποτέλεσε το ιδεολογικό περίβλημα ενός σχεδίου στρατηγικής επιβολής.

Καθώς η πολεμική πραγματικότητα φανερώνει σταδιακά τη δυσμενή θέση της Ουκρανίας στο μέτωπο, η Δύση ως ηγετική δύναμη υιοθετεί μια πολιτική αποσιώπησης  για την ευθύνη που της αναλογεί. Παρά την πρωτοφανή στρατιωτική, οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη, το αποτέλεσμα —σε όρους εδαφικής κυριαρχίας— είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενο. Και όμως, δεν εκφράζεται ούτε απολογητική στάση, ούτε στρατηγική αναθεώρηση. Αντίθετα, κυριαρχεί η πολιτική της μετάθεσης ευθυνών: η σύγκρουση παρουσιάζεται ως μια σύγκρουση “αντίστασης και αρχών”, παρακάμπτοντας την αξιολόγηση των στρατηγικών λαθών.

Ωστόσο, η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στη Δύση. Ο πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι, ενώ αναδείχθηκε σε σύμβολο αντίστασης, λειτούργησε ταυτόχρονα ως διαχειριστής ελπίδων που δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Επέλεξε μια απόλυτα μετωπική στρατηγική, χωρίς πολιτική εφεδρεία, χωρίς διάλογο με κοινωνικά ρεύματα εντός και εκτός Ουκρανίας που επιζητούσαν εναλλακτικές λύσεις. Δεν διερεύνησε στα σοβαρά τις δυνατότητες μιας πρόωρης κατάπαυσης του πυρός όταν υπήρχαν περιθώρια. Κυρίως, επένδυσε υπερβολικά στη ρητορική “νίκης μέχρι τέλους”, παρά τα ακραία δεδομένα φθοράς και πληθυσμιακής εξάντλησης.

Ο Ζελένσκι δεν ευθύνεται για την ρωσική εισβολή· αλλά ευθύνεται πολιτικά για την απώλεια ελέγχου πάνω στη στρατηγική πορεία της χώρας του. Σε έναν πόλεμο που έχει καταστεί αντιπροσωπευτικός (proxy), με εξωτερικούς παίκτες να καθορίζουν τα όρια στήριξης και διαπραγμάτευσης, η εγχώρια ηγεσία είτε χαράζει πορεία, είτε αποδέχεται ξένη βούληση.

Η Δύση αποφεύγει να κάνει απολογισμό επειδή κάτι τέτοιο θα αποκάλυπτε την κυνική της επιλογή: να υποστηρίξει την Ουκρανία μέχρι να κοστίζει πολύ, αλλά όχι μέχρι τέλους. Και ο Ζελένσκι απέφυγε την εσωτερική αυτοκριτική γιατί η ίδια η επιβίωσή του ως πολιτικού συμβόλου εξαρτάται από τη συνέχιση ενός αφηγήματος καθαρής αντίστασης.

Η ήττα δεν είναι μόνο στρατιωτική· είναι και αφηγηματική. Όταν η πολιτική ηγεσία εγκλωβίζεται σε ρητορικές χωρίς στρατηγική ρεαλιστικότητα, και όταν οι συμμαχίες οικοδομούνται πάνω σε εύθραυστες υποσχέσεις, το αποτέλεσμα είναι τραγικό: ένας λαός πληρώνει το τίμημα μιας παγκόσμιας σκακιέρας που του χαμογέλασε μόνο για λίγο — και τον εγκατέλειψε όταν το κόστος έγινε πολιτικά ασύμφορο.

Αν ο Πούτιν θεωρείται αναθεωρητής επειδή αμφισβητεί τη μεταψυχροπολεμική τάξη και διεκδικεί νέα ισορροπία δυνάμεων, τότε πώς θα πρέπει να χαρακτηριστεί η Δύση, η οποία επιδιώκει παγκόσμιο πεδίο επιρροής, διαμορφώνοντας κανόνες εμπορίου, επενδύσεων και πολιτικής νομιμότητας που εξυπηρετούν τα δικά της συμφέροντα; 

Παρόλο που δεν διαθέτει επαρκείς πρώτες ύλες, η Δύση επιδιώκει να ελέγχει τη ροή τους, είτε μέσω αγορών, είτε μέσω στρατηγικών συμφωνιών και συμμαχιών. Χρησιμοποιεί οικονομική ισχύ και θεσμική επιρροή για να εξασφαλίσει γεωοικονομική κυριαρχία, χωρίς άμεση χρήση βίας — όμως το αποτέλεσμα είναι αντίστοιχο με έναν ιμπεριαλισμό νέου τύπου.

Η σύγκρουση στην Ουκρανία εν τω μεταξύ, εξελίσσεται σε ένα καίριο σημείο αναφοράς για την εξέλιξη των σύγχρονων μορφών πολέμου. 

Το ΝΑΤΟ, χωρίς να εμπλέκεται άμεσα στον πόλεμο, στηρίζει ενεργά την Ουκρανία με όπλα, πληροφορίες και οικονομική βοήθεια. Αυτή η έμμεση σύγκρουση παραπέμπει στις “proxy wars” του Ψυχρού Πολέμου, όπως στο Βιετνάμ και στο Αφγανιστάν. 

Μία άλλη παράμετρος της συγκεκριμένης σύγκρουσης είναι η ανάδειξη του πώς η τεχνολογία μετασχηματίζει τη φύση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Από τη χρήση μη επανδρωμένων αεροχημάτων (UAVs) και έξυπνων πυραυλικών συστημάτων έως τον κυβερνοπόλεμο και την εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης, η Ουκρανία έχει καταστεί ένα de facto «πεδίο δοκιμών» νέων μορφών ένοπλης σύγκρουσης στον 21ο αιώνα.

Η χρήση προηγμένων οπλικών συστημάτων από τις δύο πλευρές κατέδειξε τον καθοριστικό ρόλο της ακρίβειας και της τεχνολογικής υπεροχής. Οι Ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις χρησιμοποίησαν με επιτυχία συστήματα όπως τα HIMARS των ΗΠΑ, τα οποία διαθέτουν μεγάλη ακρίβεια και κινητικότητα, επηρεάζοντας σημαντικά τις ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού. Από την πλευρά της, η Ρωσία έκανε χρήση υπερηχητικών πυραύλων Kinzhal, επιδιώκοντας να διασπάσει την ουκρανική αντιαεροπορική άμυνα.

Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια απομάκρυνση από τις μαζικές επιθέσεις του παρελθόντος και μια στροφή σε χτυπήματα υψηλής ακρίβειας και περιορισμένης κλίμακας με στρατηγικά αποτελέσματα.

Η εκτεταμένη χρήση drones αποτελεί ίσως το πιο εμβληματικό στοιχείο αυτής της σύγκρουσης. Ουκρανικά drones τύπου Bayraktar TB2 αποτέλεσαν σύμβολο αντίστασης και τεχνολογικής αποτελεσματικότητας, εκτελώντας στοχευμένες επιθέσεις κατά ρωσικών τεθωρακισμένων και συστημάτων πυροβολικού. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία κατέφυγε στη χρήση ιρανικής προέλευσης drones τύπου Shahed-136, τα οποία χρησιμοποιούνται συχνά ως drones-καμικάζι.

Πέρα από τον αέρα, έχουν επίσης παρατηρηθεί εφαρμογές ρομποτικής και σε χερσαία συστήματα – κυρίως για αποναρκοθέτηση, μεταφορά υλικού ή παρακολούθηση.

Η σύγκρουση στην Ουκρανία φέρει έντονα στοιχεία ηλεκτρονικού πολέμου (Electronic Warfare – EW), με παρεμβολές σε δίκτυα GPS, μπλοκάρισμα επικοινωνιών, και χρήση ραδιοηλεκτρονικών μέσων για την εξουδετέρωση μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Η Ρωσία διαθέτει σημαντικές δυνατότητες στον τομέα αυτό, όμως οι Ουκρανοί έδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα.

Ταυτόχρονα, ο κυβερνοπόλεμος κατέλαβε κεντρική θέση. Επιθέσεις τύπου DDoS, παραβιάσεις κρατικών συστημάτων και επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου μέσω των κοινωνικών δικτύων αποτέλεσαν κομβικά εργαλεία. Ο σχηματισμός της «IT Army of Ukraine», η οποία περιλαμβάνει εθελοντές χάκερ από όλο τον κόσμο, φανερώνει τη σημασία της αποκεντρωμένης ψηφιακής άμυνας στον 21ο αιώνα.

Η διαχείριση της πληροφορίας, η προπαγάνδα και οι ψυχολογικές επιχειρήσεις (PsyOps) απέκτησαν κομβικό ρόλο. Η Ουκρανία αξιοποίησε με εξαιρετική αποτελεσματικότητα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ενισχύσει το ηθικό των πολιτών, να προκαλέσει διεθνή αλληλεγγύη και να απονομιμοποιήσει τη ρωσική εισβολή. 

Αν και πολλές από τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι πλήρως ορατές στο κοινό, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι χρησιμοποιείται για:

Ανάλυση δορυφορικών εικόνων και εντοπισμό στόχων. Προβλέψεις κινήσεων του εχθρού μέσω big data analytics. Βελτιστοποίηση της στρατιωτικής εφοδιαστικής αλυσίδας. 

Η χρήση αυτών των εργαλείων προαναγγέλλει μια εποχή όπου η πολεμική αποφασιστικότητα θα υποβοηθείται από υπολογιστικά μοντέλα και αλγορίθμους.

Η συγκυρία αυτή έχει καταστήσει την Ουκρανία πεδίο δοκιμών για νέα οπλικά συστήματα και τεχνολογικές εφαρμογές. Εταιρείες όπως η SpaceX, μέσω της υπηρεσίας Starlink, δοκίμασαν τεχνολογικές λύσεις σε συνθήκες πολέμου, ενώ κυβερνήσεις και αμυντικοί οργανισμοί από τη Δύση παρακολουθούν στενά την απόδοση των οπλικών συστημάτων που προμηθεύουν.

Η εμπειρία που αποκτάται από την χρήση αυτών των τεχνολογιών θα καθορίσει τις στρατηγικές καινοτομίες των επόμενων δεκαετιών.

Η Ουκρανία λοιπόν δεν είναι απλώς πεδίο σύγκρουσης δύο κρατών· έχει μετατραπεί σε ένα πειραματικό περιβάλλον για τον πόλεμο του μέλλοντος. Η εμπλοκή ρομποτικών συστημάτων, η κυριαρχία του κυβερνοχώρου και η αλληλεπίδραση φυσικού και ψηφιακού πεδίου μάχης αναδιαμορφώνουν ριζικά τη στρατηγική σκέψη. Ο παραδοσιακός πόλεμος μετασχηματίζεται σε έναν υβριδικό πόλεμο υψηλής τεχνολογίας, με πλήθος προκλήσεων – τεχνικών, ηθικών και νομικών.

Η παρακολούθηση, η ανάλυση και η κατανόηση των εξελίξεων στην Ουκρανία είναι κρίσιμη όχι μόνο για στρατιωτικούς και πολιτικούς αναλυτές, αλλά και για κάθε κοινωνία που επιδιώκει να αντιληφθεί τη νέα μορφή των συγκρούσεων στον 21ο αιώνα.

Μία άλλη παράμετρος είναι η Δυτική Αντίληψη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τόσο επί ΕΣΣΔ στην Ουκρανία και τις Βαλτικές Χώρες, όσο και μετά την διάλυση της.

Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσε διαχρονικά ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής ταυτότητας και της ηθικής αφήγησης της Δύσης. Ωστόσο, η ερμηνεία και εφαρμογή αυτής της αρχής υπήρξε συχνά επιλεκτική, επηρεασμένη από γεωπολιτικές προτεραιότητες και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και οι σύγχρονες περιπτώσεις της μετασοβιετικής Ουκρανίας και των Βαλτικών κρατών, αναδεικνύουν την ασυνέπεια και την πολιτική διάσταση της δυτικής στάσης απέναντι σε ζητήματα μειονοτήτων και θεμελιωδών δικαιωμάτων. 

Ας δούμε την εξέλιξη της δυτικής αντίληψης για τα ανθρώπινα δικαιώματα από την εποχή της ΕΣΣΔ έως και μετά το 2014, με έμφαση στις ρωσόφωνες και άλλες μειονοτικές κοινότητες.

Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Δύση ανέδειξε τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ΕΣΣΔ ως απόδειξη του “ολοκληρωτισμού” του κομμουνιστικού συστήματος. Η φίμωση του Τύπου, οι πολιτικές διώξεις, οι φυλακίσεις αντιφρονούντων, καθώς και η καταπίεση εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων αποτέλεσαν αντικείμενα διαρκούς κριτικής. Ο θεσμικός διάλογος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενισχύθηκε με την Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975), όπου τα κράτη του ΟΑΣΕ δεσμεύθηκαν ρητά στην προάσπιση των θεμελιωδών ελευθεριών.

Η στάση αυτή, παρότι ενίσχυσε την πίεση προς το σοβιετικό καθεστώς, υπήρξε ταυτόχρονα και εργαλείο προπαγάνδας και πολιτικής απονομιμοποίησης. Η προτεραιοποίηση ορισμένων δικαιωμάτων έναντι άλλων –π.χ. ατομικά και πολιτικά έναντι κοινωνικών και οικονομικών– καταδεικνύει μια επιλεκτική ερμηνεία της καθολικότητας των δικαιωμάτων.

Η ανατροπή του φιλορωσικού Προέδρου Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία το 2014 και η μετέπειτα προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία οδήγησαν σε σημαντικές κοινωνικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις. Η ρωσόφωνη κοινότητα, ιδίως στα ανατολικά και νότια της χώρας, βρέθηκε στο επίκεντρο συγκρούσεων για τη γλώσσα, την ταυτότητα και την πολιτική νομιμοποίηση.

Η Δύση, υποστηρίζοντας σθεναρά την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, τήρησε συγκρατημένη στάση απέναντι στις καταγγελίες για περιορισμό της ρωσικής γλώσσας, παρεμβάσεις στα εκπαιδευτικά προγράμματα και αποκλεισμό ρωσικών ΜΜΕ. Οι ανησυχίες για τα δικαιώματα των μειονοτήτων υποβαθμίστηκαν ή αποδόθηκαν σε ρωσική προπαγάνδα, παρά το γεγονός ότι οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ και ο ΟΑΣΕ αναγνώρισαν προβλήματα εφαρμογής της νομοθεσίας περί μειονοτήτων. 

Η μετάβαση των Εσθονίας και Λετονίας στην ανεξαρτησία σηματοδοτήθηκε από την προσπάθεια αποκατάστασης της “εθνοκρατικής συνέχειας”. Πολλοί ρωσόφωνοι κάτοικοι, παρότι γεννημένοι ή εγκατεστημένοι επί δεκαετίες στις χώρες αυτές, στερήθηκαν αυτόματα την ιθαγένεια και αντιμετώπισαν νομικές και κοινωνικές διακρίσεις ως “μη πολίτες”. Οι περιορισμοί στη χρήση της ρωσικής γλώσσας, ιδίως στην εκπαίδευση και τη δημόσια διοίκηση, ενίσχυσαν την κοινωνική περιθωριοποίηση.

Παρά τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών για τον περιορισμένο βαθμό κοινωνικής ένταξης των ρωσικών μειονοτήτων, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ υιοθέτησαν μια περισσότερο “ανεκτική” στάση, θεωρώντας τα μέτρα αυτά δικαιολογημένα στο πλαίσιο της “εθνικής ασφάλειας” και της “ιστορικής αποκατάστασης”. Η αντίληψη αυτή εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη.

Η δυτική στάση απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα χαρακτηρίζεται από μια διπλή λογική: αφενός τη ρητορική καθολικότητας, αφετέρου την εφαρμογή με γεωπολιτικά κριτήρια. Ενώ η ΕΣΣΔ αντιμετωπίστηκε ως υπόδειγμα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανάλογες ανησυχίες για τις μετασοβιετικές ρωσικές μειονότητες συχνά αγνοούνται ή υποβαθμίζονται. Η επιλεκτική ευαισθησία όχι μόνο υπονομεύει τη διεθνή αξιοπιστία της Δύσης, αλλά και επιτρέπει την ενίσχυση των επιχειρημάτων ανταγωνιστικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία, για τη δήθεν ηθική ασυνέπεια της φιλελεύθερης τάξης.

Η αναγνώριση της πολυπλοκότητας τέτοιων ζητημάτων, καθώς και η ειλικρινής και ισότιμη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση της διεθνούς νομιμότητας και σταθερότητας.

Κλείνοντας τίθεται το ερώτημα αν υπάρχει πολιτική της ειρήνης στον πόλεμο της Ουκρανίας.

Μέχρι τώρα το μόνο πουαναδεικνύεται είναι μια έντονη ασυμμετρία μεταξύ διακηρύξεων και στρατηγικής πρακτικής, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ειρήνη αντιμετωπίζεται περισσότερο ως εργαλείο ισχύος παρά ως αυτοσκοπός.

Η έννοια της ειρήνης, αν και κεντρική στον λόγο του διεθνούς δικαίου και της διπλωματίας, αποτελεί συχνά αντικείμενο στρατηγικής εργαλειοποίησης

Στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, η διακηρυγμένη επιθυμία για ειρηνική διευθέτηση έχει βρεθεί αντιμέτωπη με την ωμή πραγματικότητα της παρατεταμένης στρατιωτικής σύγκρουσης και της αμοιβαίας άρνησης παραχωρήσεων.

Το ερώτημα επομένως δεν είναι μόνο “ποιος θέλει ειρήνη;”, αλλά “τι σημαίνει ειρήνη για κάθε πλευρά και με ποιους όρους;”.

Η Ρωσία έχει παρουσιάσει την εισβολή στην Ουκρανία ως πράξη “αυτοάμυνας” και “απελευθέρωσης” των ρωσόφωνων πληθυσμών, ενώ κατά καιρούς προβάλλει την ετοιμότητά της για διάλογο. Ωστόσο, οι όροι που προβάλλει –π.χ. αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικής, αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας, ουδετερότητα έναντι του ΝΑΤΟ– ισοδυναμούν με de facto αποδοχή της εισβολής και εγκαθίδρυση ρωσικής ζώνης επιρροής. Η προσέγγιση αυτή καθιστά την “ειρήνη” ουσιαστικά μια στρατηγική επικύρωσης του κεκτημένου και όχι προϊόν αμοιβαίων υποχωρήσεων.

Η ουκρανική κυβέρνηση, και ιδίως μετά το 2022, θεωρεί κάθε παραχώρηση εδαφικής φύσης ως απειλή για την εθνική της υπόσταση και τη διεθνή έννομη τάξη. Οι δηλώσεις του Προέδρου Ζελένσκι εντάσσονται σε ένα πλαίσιο ηθικής αντίστασης, όπου η ειρήνη προϋποθέτει:

Την πλήρη αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων.

Την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας.

Τη διεθνή εγγύηση ασφάλειας και ανεξαρτησίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, η Ουκρανία επιθυμεί την ειρήνη, αλλά όχι υπό όρους που θα τη μετέτρεπαν σε ηττημένο κράτος ή σε πεδίο διαπραγματεύσεων ερήμην της.

Οι δυτικές χώρες έχουν ταχθεί υπέρ της Ουκρανίας σε επίπεδο ηθικής, νομικής και στρατιωτικής υποστήριξης. Εντούτοις, η ενιαία ρητορική περί ειρήνης δεν συνοδεύεται από ενιαία πολιτική βούληση για διπλωματική επίλυση.

Οι ΗΠΑ και σύμμαχοί τους φαίνεται να υιοθετούν μια στρατηγική εξουθένωσης της Ρωσίας, παρέχοντας  στρατιωτική βοήθεια με σκοπό τη μακροπρόθεσμη αποδυνάμωση της ρωσικής ισχύος στην ευρασιατική περιοχή.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και πιο επιφυλακτική σε ρητορικό επίπεδο, συνεχίζει να ενισχύει την Ουκρανία ενώ αποφεύγει κάθε πρωτοβουλία που θα ερμηνευόταν ως “επιβολή συμβιβασμού”.

Αναδεικνύεται έτσι η στρατηγική διάσταση της ειρήνης, ως μέσο επίτευξης ισορροπίας ισχύος και όχι ως ανθρωπιστική επιταγή.

Χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Νότια Αφρική και η Βραζιλία έχουν ζητήσει ειρήνη, αλλά χωρίς καταδίκη της ρωσικής εισβολής. Αυτή η “ουδετερότητα” εδράζεται κυρίως:

Στην απόρριψη του δυτικού μονοπολικού μοντέλου.

Στην ανησυχία για τις παγκόσμιες οικονομικές επιπτώσεις.

Στην ανάδειξη της ειρήνης ως εργαλείο σταθερότητας και όχι ως ζήτημα διεθνούς δικαίου.

Η προσέγγισή τους είναι πραγματιστική και λειτουργική, εστιάζοντας στο αποτέλεσμα και όχι στις αρχές που διέπουν τη σύγκρουση.

Η ειρήνη λοιπόν στον πόλεμο της Ουκρανίας, δεν αποτελεί για καμία βασική πλευρά έναν αυτόνομο και ανεξάρτητο σκοπό, αλλά εργαλείο επίτευξης στρατηγικών στόχων. Η ρητορική περί ειρήνης συγκρούεται με την πραγματικότητα των επιδιώξεων: γεωπολιτική επικράτηση για τη Ρωσία, επιβίωση και κυριαρχία για την Ουκρανία, ανάσχεση και ηγεμονία για τη Δύση.

Η προοπτική βιώσιμης ειρηνικής επίλυσης παραμένει περιορισμένη, εφόσον απουσιάζει η ελάχιστη βάση κοινού συμφέροντος και αμοιβαίας παραχώρησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η “ειρήνη” παραμένει περισσότερο ένας ρητορικός στόχος και όχι ένας άμεσος πολιτικός σκοπός, γιατί οι διαφορές παραμένουν βαθιές, και η σύγκρουση δεν αφορά μόνο εδάφη αλλά ταυτότητα, ασφάλεια και γεωπολιτική σφαίρα επιρροής.