Του Γ. Λακόπουλου
Αν προσπαθήσουμε να βγάλουμε συμπέρασμα από όσα διακινούνται εσχάτως στην πολιτική αγορά και παρασκήνιο της θα καταλήξουμε στα εξής:
Ως τις 20 Αυγούστου θα έλθει στη Βουλή η συμφωνία με τους εταίρους για το νέο Μνημόνιο και θα εγκριθεί με τη συνδρομή των κομμάτων της αντιπολίτευσης, καθώς μερικές δεκάδες κυβερνητικών βουλευτών δεν προτίθενται να τη στηρίξουν.
Αυτό σημαίνει ότι την επομένη θα έχουμε Μνημόνιο, αλλά δεν θα έχουμε κυβέρνηση και τα σενάρια των ενδεχόμενων εξελίξεων είναι δύο.
Το πρώτο οδηγεί στο σχηματισμό ενός νέου κυβερνητικού σχήματος με Πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα– γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν σα να παρέδιδε την εντολή του Ιανουαρίου- και σύμπραξη περισσότερων κομμάτων. Για την ακρίβεια: της ΝΔ του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού – με ερωτηματικό τη στάση του Καμμένου που εξουδετερώνεται σε αυτή την περίπτωση.
Το σενάριο αυτό έχει δυο προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι ο σημερινός Πρωθυπουργός το απορρίπτει. Και αφού δεν δέχεται να ηγηθεί μιας τέτοιας κυβέρνησης είναι προφανές ότι δεν θα στήριζε ούτε κυβέρνηση με άλλον πρωθυπουργό, παραδίδοντας την εξουσία, αλά Παπανδρέου το 2011.
Το δεύτερο -και μάλλον σημαντικότερο- πρόβλημα όμως είναι ότι μια τέτοια κυβέρνηση που θα αναλάμβανε να υλοποιήσει το σκληρό τρίτο Μνημόνιο θα άφηνε το αντιπολιτευτικό πεδίο ανοιχτό στο σύνολο του σε ακραίες δυνάμεις. Με τον ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο, το αντιμνημονιακό όφελος θα διοχετεύονταν στη “Χρυσή Αυγή” , η ενίσχυση της οποίας κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελεί ωρολογιακή βόμβα όχι μόνο για την ευρωπαϊκή υπόσταση της χώρας, αλλά και για το πολίτευμα. Κοντά στο νου κι η γνώση.
Πόσο βαθιά είναι η ρήξη στον ΣΥΡΙΖΑ;
Το δεύτερο σενάριο οδηγεί σε εκλογές στις οποίες η λογική πρόβλεψη θέλει τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ να προσέρχεται διασπασμένος- και κατά συνέπεια αποδυναμωμένος.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ή μάλλον: θα παραμείνουν έτσι τα πράγματα και μετά τις εκλογές;
Αυτή τη στιγμή το κυβερνών κόμμα εμφανίζεται διχοτομημένο αλλά οι δυο πλευρές δεν έχουν απαραιτήτως στρατηγική απόκλιση. Στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής ο Πρωθυπουργός είπε ότι οι στρατηγικοί στόχοι του κόμματος δεν έχουν αλλάξει- απλώς η κυβερνητική του υπόσταση επιβάλλει αλλαγή τακτικής.
Πιο απλά η διαφωνία, αν δεν είναι επιφανειακή- ή ακόμη και σκηνοθετημένη, πάντως, έχει ενδιάμεσα χαρακτηριστικά και περιορίζεται στην υπερψήφιση ή όχι του νέου Μνημονίου. Όλα τα υπόλοιπα συζητούνται- και το νόμισμα και η Ευρώπη. Μάλιστα συχνά οι τοποθετήσεις της μιας πλευράς για το ευρώ έχουν την αρχική ασάφεια και πάντως δεν αποκόπτουν την άλλη πλευρά που ζητάει επισήμως επιστροφή στη δραχμή. Στο ίδιο κόμμα στεγάζονται, ακόμη…
Άλλωστε, εκ των υστέρων, προκύπτει ότι μπορεί προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως να είχε ταχθεί υπέρ του ευρώ, μετεκλογικά όμως στο παρασκήνιο υπήρξαν προετοιμασίες αλλαγής νομίσματος. Ήτοι, για έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη -χωρίς εξουσιοδότηση- με επιχείρημα την αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Δηλαδή επειδή η κυβέρνηση, στην οποία μετείχε ακόμη και ο Λαφαζάνης, θα απέρριπτε τις αξιώσεις των εταίρων.
Η κοινή αντιευρωπαϊκή ρητορική
Και τα δυο τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και τώρα που βρίσκονται στα πρόθυρα του διαζυγίου συναγωνίζονται μεταξύ τους σε αντικοινοτική ρητορική και στην καλλιέργεια αντιευρωπαϊκού κλίματος στην κοινωνία. Από πολλά στελέχη τους οι εταίροι εμφανίζονται ως ανάλγητοι δανειστές, ως εκβιαστές που στερούν από τον ελληνικό λαό το δίκιο του και ως συνωμότες που θέλουν να ανατρέψουν την μόνη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη.
Και οι δυο πλευρές δεν δείχνουν να αποδέχονται τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν μνημονεύουν καν την αξία της συμμετοχής της. Αντίθετα σταδιακά προωθείται η θεωρία ότι πρόκειται για εχθρούς της χώρας και για εισβολείς στους οποίους πρέπει να αντισταθούμε και αλλά εθνικολαϊκά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θεωρείται φυσικός χώρος για την Ελλάδα, αλλά αντίπαλη δύναμη.
Το μόνο στοιχείο διαφωνίας των δύο πλευρών είναι η αποδοχή ή όχι του Μνημονίου. Για την ακρίβεια η ψήφιση του Μνημονίου στη Βουλή .
Ωστόσο, εκτός από την πλευρά Λαφαζάνη – Ζωής κ.λ.π. που δεν θα το ψηφίσουν, και η πλευρά Τσίπρα διευκρινίζει διαρκώς ότι το ψηφίζει από ανάγκη. Δεν το αποδέχεται και δεν το πιστεύει, αλλά είναι υποχρεωμένη να το υπερψηφίσει για να μην της μείνει η χώρα στα χέρια.
Ως πλειοψηφούσα δύναμη στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πάρει κανένα μέτρο για όσους βρίσκονται στον αντίποδα της πολιτικής του. Αντίθετα καλούνται να …συζητήσουν το θέμα σε συνέδριο το οποίο δεν πρόκειται να καταλήξει σε μια απόφαση την οποία θα αποδεχτούν όλοι, αλλά θα επισημοποιήσει τη διάσπαση- με τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν: στρατηγική σύμπτωση , τακτική διαφωνία.
Μετά τις εκλογές τι ;
Σε περίπτωση εκλογών λοιπόν το σχήμα που κατέβηκε στις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου θα μετάσχει με δύο κόμματα και με δύο ψηφοδέλτια.
Ένα υπό τον Αλέξη Τσίπρα που θα εμφανιστεί ως μετακινούμενο προς την Κεντροαριστερά, ως φιλοευρωπαϊκό και ως περισσότερο υπεύθυνο και ρεαλιστικό, ποντάροντας στο επικοινωνιακό ιμπέριουμ του Πρωθυπουργού έναντι των αντίπαλων που θα κατεβούν είτε με προσωρινή ηγεσία -η ΝΔ -είτε με πολλά κόμματα ο υπόλοιπος φιλοευρωπαϊκός χώρος.
Ένα άλλο κόμμα με τον Παν. Λαφαζάνη και έτερους αντιευρωπαϊστές που θα συνεχίσουν τη σκληρή αντιμνημονιακή ρητορική και θα ποντάρουν στα συλλογικά κίνητρα που διαμόρφωσαν του 61% του δημοψηφίσματος , ώστε να κυριαρχήσει στο αμιγώς αριστερό τμήμα του πολιτικού φάσματος.
Από εδώ και πέρα αρχίζουν τα ερωτήματα.
Δεδομένου ότι -με τα διαθέσιμα στοιχεία- ενδεχόμενο αυτοδυναμίας δεν υπάρχει, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα θα χρειαστεί την επομένη των εκλογών να αναζητήσει κυβερνητικό εταίρο. Οίκοθεν νοείται ότι η εκ νέου επιλογή του Καμμένου δεν μπορεί να προεξοφληθεί, επειδή πέραν των άλλων ενδέχεται να μην υπάρχει στη νέα Βουλή.
Οπότε τι μένει; Το σενάριο μιας ευρύτερης κυβέρνησης με τη ΝΔ το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι έχει ήδη απορριφτεί. Και θα ήταν ιλαροτραγωδία να γίνει δεκτό αφού έχει μεσολαβήσει το κόστος των εκλογών για τη χώρα, ενώ υπήρχε λύση.
Θα μείνει η σύμπραξη είτε με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι – αν βρίσκονται στη Βουλή- ή με όποιο άλλο κόμμα του χώρου καταφέρει να βρεθεί, είτε με το κόμμα του Λαφαζάνη.
Δηλαδή τα δυο κόμματα να ενωθούν εκ νέου, να σχηματίσουν κυβέρνηση και να βάλουν μπροστά την υλοποίηση της στρατηγικής τους, η οποία ως τώρα τουλάχιστον κάθε άλλο παρά φιλοευρωπαϊκή ήταν. Γιατί θα είναι όταν θα υπάρχουν οι δυσκολίες από την υλοποίηση του ψηφισθέντος Μνημονίου. Άρα, να η ευκαιρία να σχηματίσουν από κοινού μέτωπο κατά της Ευρώπης, του Σόιμπλε “και άλλων εχθρών της πατρίδος…” που έλεγαν παλιά οι χωροφύλακες.
Από αυτή την άποψη η μεγάλη ρήξη μεταξύ στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ , μπορεί να αποδειχθεί το μεγάλο τέχνασμα του ΣΥΡΙΖΑ: κατεβαίνει με δύο κόμματα και τα παίρνει όλα. Με ότι σημαίνει αυτό πρωτίστως για την παρουσία της χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Ευρωζώνη.
Υπερβολή; Ίσως. Μπορεί αυτό το ενδεχόμενο να είναι μόνο ένας συλλογισμός- όχι χωρίς ενδείξεις. Αν είναι λανθασμένος θα κριθεί από τον τρόπο με τον οποίο θα πολιτευτεί στις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας, αφού αυτός θα απευθύνεται στο φιλοευρωπαϊκό τμήμα του εκλογικού σώματος.
Δηλαδή από την αλλαγή της ρητορικής του έναντι της Ευρώπης και από την απόλυτη δέσμευσή του ότι η χώρα θα παραμείνει στην Ευρωζώνη πάση θυσία.
Αν μη τι άλλο, γιατί εκτός από την οικονομική αξία της συμμετοχής της υπάρχει και η πολιτική πλευρά που της εξασφαλίζει εθνική προστασία.
Κάθε απόκλιση από αυτή τη θέση και κάθε ασάφεια -όπως συνέβη στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο με τις δυο γραμμές από το ίδιο κόμμα- αφήνει ανοιχτό ενδεχόμενο να ξαναβγεί το τζίνι από το μπουκάλι.