Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Τους τελευταίους μήνες η Κύπρος είχε οφθαλμοφανώς περιέλθει σε κατάσταση πολιορκίας, με την πολύπλευρη θαλάσσια επιχείρηση της Τουρκίας στην ΑΟΖ της. Αλλά και επί του εδάφους, πέραν της στρατιωτικής κατοχής του 37% της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, μεθοδεύεται η υπαγωγή υπό τουρκική διοίκηση, της περιοχής των Βαρωσίων, κατά παραβίαση των ψηφισμάτων 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ωστόσο η νέα κίνηση της Τουρκίας, με το ναυτικό Αττίλα, στο θαλάσσιο τεμάχιο 7 της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστά την χειρότερη πρόκληση της μέχρι τώρα έκνομης συμπεριφοράς της, κατά παραβίαση του Διεθνούς Θαλάσσιου Δικαίου.
Κι΄ αυτό, γιατί η παραβίαση αυτή αφορά στον πυρήνα του ενεργειακού προγράμματος της Κύπρου. Η διενέργεια γεωτρήσεων σε αδειοδοτημένο θαλάσσιο τεμάχιο, εκπέμπει το μήνυμα ότι η Τουρκία προτίθεται να παρεμποδίσει την υλοποίηση των ενεργειακών σχεδιασμών και του συναφούς προγράμματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι γι’ αυτό, που η Τουρκία δεν μπορεί να αφεθεί ανενόχλητη. Γιατί, αν αυτό συμβεί, πέραν του ότι η Κύπρος θα «πιστοποιηθεί» ανέκκλητα ως κράτος ήσσονος κυριαρχίας, θα προδιαγραφεί ανάγλυφα και η όποια λύση του Κυπριακού. Η οποία προφανώς θα εμπεριέχει ως βασικό της στοιχείο, τη δεσπόζουσα και ελέγχουσα θέση της Τουρκίας στη δομή και τη λειτουργία του Κυπριακού Κράτους.
Υπό αυτές λοιπόν τις κρίσιμες περιστάσεις προκύπτει το κλασσικό ερώτημα. Τί κάνουμε;
Πρώτον, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να διακηρύξει ότι με τη συνεχιζόμενη θαλάσσια εισβολή της Τουρκίας και με εξελισσόμενη τη διαδικασία εποικισμού της Αμμοχώστου, δεν θα είναι νοητή και δυνατή η επανάληψη των συνομιλιών, ακόμα και αν συμφωνηθούν οι περιβόητοι όροι αναφοράς. Το αντίθετο, θα σήμαινε, αποδοχή των έκνομων τουρκικών αξιώσεων στην αιγιαλίτιδα ζώνη και την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και την δια συναινέσεως μας παραβίαση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Αμμόχωστο. Θα ήταν δε ευσεβοποθισμός να πιστεύουμε, ότι ξένοι ενεργειακοί κολοσσοί, είτε θα εκπληρώσουν ήδη υφιστάμενες συμβατικές τους υποχρεώσεις, είτε θα επιδείξουν μελλοντικό ενδιαφέρον για συνομολόγηση νέων συμβάσεων.
Δεύτερον, θα πρέπει να επιδιωχθεί η ενεργός εμπλοκή της Γαλλίας και της Ιταλίας, στην αντιμετώπιση της νέας τουρκικής παράνομης δραστηριότητας, αφού αφορά θαλάσσιο τεμάχιο για το οποίο, εταιρείες των δύο αυτών χωρών, κέκτηνται αδειοδοτηθέντα δικαιώματα ερευνών και γεωτρήσεων.
Τρίτον, με επίκληση της απειλής της διατάραξης της ειρήνης, όπως προβλέπεται από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, να υπάρξει προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Στην προσφυγή αυτή, να κληθούν να συνδράμουν Γαλλία και Ιταλία, αφού έχουν έννομο συμφέρον, λόγω της εμπλοκής εθνικών τους εταιρειών.
Στην Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 16 και 17 Οκτωβρίου, πέραν της προβολής αιτήματος για πρακτικά μέτρα κατά της παραβατικής συμπεριφοράς της Τουρκίας, να καταστήσουμε σαφές, ότι δεν πρόκειται να συναινέσουμε ως Κυπριακή Δημοκρατία – κράτος μέλος της Ε.Ε. , σε οποιανδήποτε απόφαση, μέτρο, πολιτική της Ένωσης, που να αφορά σχέσεις οποιασδήποτε χρηματοδότησης /οικονομικής βοήθειας ή αναβάθμισης των σχέσεων με την Τουρκία.
Τέταρτον θα πρέπει να ενεργοποιηθεί η Συνθήκη Εγγυήσεως και Συμμαχίας. Η Ελλάδα και η Βρετανία, ως εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα πρέπει να ενεργήσουν προς την κατεύθυνση υλοποίησης των εγγυητικών τους υποχρεώσεων, έναντι του παρανομούντος μέρους της Συνθήκης. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως. Η Ελλάδα, βρίσκεται σε απόλυτη αλληλεγγύη προς την Κύπρο, όμως θα πρέπει να αποταθεί προς τη Βρετανία. Να την καλέσει σε κοινά διαβήματα και κοινή δράση, δυνάμει της Συνθήκης, για προστασία της κυριαρχίας του Κυπριακού κράτους, από το βάναυσο ακρωτηριασμό της από την Τουρκία. Να την θέσει ενώπιον των ευθυνών της έστω και αν αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν ως προς την στάση που θα τηρήσει.
Ας γίνει κατανοητό ότι αυτή την φορά, οι λεκτικές διαμαρτυρίες, οι δηλώσεις και τα συνήθη διαβήματα, δεν αρκούν.
Χρειάζεται νεύρο, αποφασιστικότητα, πρωτοβουλίες και δράσεις.
Κάθε άλλη στάση, πρακτική και συμπεριφορά, θα αποτελούσε, όχι απλώς εθνική απρονοησία. Θα συνιστά συμφιλίωση με τις μεθοδεύσεις της Τουρκίας και πολιτική συναυτουργία στην ολοκλήρωση των σχεδιασμών της. Επί το απλούστερον. Θα σημαίνει συνέργεια, στην από μακρού διακηρυγμένη επιδίωξη της Τουρκίας να καταστεί «εκλιπούσα» η Κυπριακή Δημοκρατία.
Σημ: Δεν είναι δυνατόν να λέγεται από επίσημης Κυπριακής πλευράς ότι «και αν υπήρχαν στρατιωτικές δυνατότητες αντιμετώπισης της θαλάσσιας εισβολής της Τουρκίας έχει κανένας την εισήγηση για στρατιωτική εμπλοκή με την Τουρκία»;
Δηλαδή, παραγράφουμε το δικαίωμα νόμιμης άμυνας, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ;
Αλήθεια, τί μήνυμα εκπέμπουμε με παρόμοιες δηλώσεις;
*Τέως Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων