Του Σωκράτη Αργύρη
Η ιστορική διαδικασία για την ίδρυση του Ισραήλ είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Αν και το Ολοκαύτωμα συνέβαλε καταλυτικά στην ανάγκη για μια εβραϊκή πατρίδα, το ίδιο το σιωνιστικό κίνημα και οι πολιτικές του ενέργειες από τη δεκαετία του 1930 είχαν ήδη δημιουργήσει εντάσεις και συγκρούσεις στην περιοχή.
Η δράση της Irgun και της Lehi (Stern Gang) κατά της βρετανικής αποικιοκρατικής εξουσίας στην Παλαιστίνη, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναδεικνύει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της ιστορίας του Ισραήλ. Αυτές οι παραστρατιωτικές οργανώσεις, παρά τις συμμαχίες με τις Συμμαχικές δυνάμεις στον αγώνα κατά του Άξονα, στράφηκαν και κατά των Βρετανών όταν αυτοί αντιστάθηκαν στις εβραϊκές διεκδικήσεις για ανεξαρτησία στην περιοχή. Η βία κατά των Βρετανών, όπως η δολοφονία του Walter Edward Guinness, 1st Baron Moyne, το 1944 ή η ανατίναξη του ξενοδοχείου King David το 1946, αναδεικνύει μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από πολυδιάστατες συγκρούσεις και εξαιρετική ιστορική πολυπλοκότητα.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι χιλιάδες Εβραίοι συμμετείχαν στον αγώνα κατά του Άξονα στις Συμμαχικές δυνάμεις. Ωστόσο, η ίδρυση του Ισραήλ δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα του Ολοκαυτώματος, αλλά εντάσσεται και στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αποικιακού και πολιτικού ανταγωνισμού με τη Βρετανία και τους Παλαιστίνιους. Το γεγονός ότι το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε σε μια περιοχή με ήδη υπάρχουσες παλαιστινιακές πληθυσμιακές και πολιτισμικές κοινότητες προσέθεσε μία ακόμα διάσταση στην ιστορική αδικία που βίωσαν οι Παλαιστίνιοι κατά τη διάρκεια της Νάκμπα (της καταστροφής τους) το 1948.
Η Χάνα Άρεντ, στο έργο της Eichmann in Jerusalem, αναλύει την κοινοτοπία του κακού, δηλαδή πώς το κακό μπορεί να είναι αποτέλεσμα γραφειοκρατικών μηχανισμών και εκτελεστικών διαδικασιών, χωρίς ηθική συνείδηση από τους εκτελούντες τις πράξεις. Αυτή η σκέψη έχει ιδιαίτερη αξία στην περίπτωση του Ισραήλ, καθώς η πολιτική του κράτους του Ισραήλ έχει οδηγήσει σε στρατηγικές «αναγνώρισης εχθρών» με τη χρήση βίας και καταστολής, χωρίς την ηθική συνέπεια που θα συνόδευε τις πράξεις αυτές αν η διεθνής κοινότητα αποδεχόταν τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
Αντίστοιχα, η Τζούντιθ Μπάτλερ, στο έργο της Parting Ways, αναδεικνύει τη μη-κρατική ηθική του πένθους, καλώντας για μια αναγνώριση του πόνου που ξεπερνά τα σύνορα του εθνικισμού και των πολιτικών ταυτοτήτων. Η Μπάτλερ υποστηρίζει ότι το κράτος του Ισραήλ, και γενικότερα ο σιωνισμός, συχνά προχωρούν σε αποκλειστικές αναγνώσεις της ιστορίας, αναγνωρίζοντας μόνο τον εβραϊκό πόνο και παραβλέποντας τον πόνο των Παλαιστινίων ή άλλων εθνοτικών ομάδων που πλήττονται από τη σύγκρουση. Στη θέση του ανθρωπιστικού νόμου, η δικαιολόγηση της κρατικής βίας υπερβαίνει τα όρια της πολιτικής ευθύνης και προκαλεί νέα τραύματα και διαίρεση στην περιοχή.
Δεν είναι λίγοι οι Εβραίοι διανοούμενοι και Ισραηλινοί ακτιβιστές που εναντιώνονται στην κρατική πολιτική κατοχής, από τον Gideon Levy και την Amira Hass, μέχρι οργανώσεις όπως οι Breaking the Silence και B’Tselem [γνωστό και ως Ισραηλινό Κέντρο Πληροφοριών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα Κατεχόμενα, είναι ένας ισραηλινός μη κερδοσκοπικός οργανισμός με έδρα την Ιερουσαλήμ που στοχεύει να τεκμηριώσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κατεχόμενα από το Ισραήλ Παλαιστινιακά εδάφη], οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η πολιτική του Ισραήλ παραβιάζει τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του ανθρώπινου δικαιώματος.
Όπως μας υπενθυμίζει η Άρεντ, η δύναμη της πολιτικής ηθικής έγκειται στο να λες την αλήθεια, ακόμη κι όταν αυτή δεν εξυπηρετεί την εθνική σου αφήγηση.
Επίσης ο Ζεέβ Στέρνχελ (Zeev Sternhell, 1935–2020), επιζών του Ολοκαυτώματος και διαπρεπής ιστορικός ιδεών, κατέχει κεντρική θέση στη σύγχρονη πολιτική σκέψη, τόσο για την ερμηνεία του φασιστικού φαινομένου όσο και για την ριζοσπαστική κριτική του στην πολιτική εξέλιξη του Ισραήλ. Το έργο του διατρέχεται από μια βαθιά αφοσίωση στις αρχές του Διαφωτισμού: ορθολογισμός, ατομικά δικαιώματα, καθολικότητα της ανθρώπινης φύσης, κοσμικότητα και ισότητα. Ωστόσο, κατά την πορεία του, διαπίστωσε με ανησυχία ότι αυτές οι αρχές, τις οποίες θεωρούσε ως θεμέλια της δημοκρατικής πολιτείας, υποσκάπτονταν τόσο στην Ευρώπη όσο και στο ίδιο το Ισραήλ από τη σταθερή προέλαση ενός αντιδιαφωτιστικού ρεύματος.
Ο Sternhell υιοθέτησε εξαρχής μια κριτική αλλά υπερασπιστική στάση απέναντι στον πρωτογενή σιωνισμό, ιδιαίτερα στις σοσιαλιστικές του εκφάνσεις, οι οποίες εξέφραζαν έναν κοσμικό και χειραφετητικό εθνικισμό. Το κράτος του Ισραήλ, όπως ιδρύθηκε το 1948, αποτελούσε γι’ αυτόν απάντηση στην εβραϊκή τραγωδία του Ολοκαυτώματος, αλλά ταυτόχρονα μια υπόσχεση κοινωνικής προόδου και δημοκρατίας.
Ωστόσο, η μεταπολεμική του πορεία –ιδίως μετά τον Πόλεμο του 1967– σήμανε για τον Sternhell μια ιδεολογική μετάλλαξη: από την κοσμική σοσιαλιστική έμπνευση σε έναν εθνοκεντρικό και θρησκευτικά φορτισμένο εθνικισμό, που διεκδικούσε τη νομιμοποίησή του μέσω ιστορικών και θεολογικών αφηγήσεων και όχι μέσω καθολικών, πολιτειακών αρχών.
Κατά τη γνώμη του Sternhell, η διατήρηση της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών και η εγκαθίδρυση διαρκούς έκτακτης διοίκησης υπήρξαν καταλυτικά για την εμφάνιση αυταρχικών φαινομένων στο εσωτερικό του Ισραήλ. Δεν έβλεπε την κατοχή ως ένα απλό ζήτημα ασφάλειας, αλλά ως διαρκή ηθική και πολιτειακή κρίση, που καταστρέφει τη θεσμική ισορροπία, εκφυλίζει το κράτος δικαίου και διαβρώνει την ατομική ελευθερία.
Οι θεσμοί –το Ανώτατο Δικαστήριο, η ελευθεροτυπία, η πανεπιστημιακή κοινότητα– γίνονται σταδιακά στόχος από δυνάμεις που προωθούν ένα όραμα εθνοκρατικής κυριαρχίας, αποκλειστικής εκπροσώπησης και πολιτισμικής ομοιομορφίας. Η πολιτική ρητορική μετατοπίζεται από την οικουμενικότητα των πολιτικών δικαιωμάτων προς την ιεραρχία της εθνικής ταυτότητας.
Η πλέον ριζική πτυχή της σκέψης του Sternhell αφορά την ταύτιση αυτής της πορείας με τον αντιδιαφωτισμό, όχι μόνο ως ιστορική αναλογία, αλλά ως ουσιαστική ιδεολογική επικράτηση.
Ο αντιδιαφωτισμός, κατά τον Sternhell, δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό ρεύμα – είναι ένα πολιτικό φαινόμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται από:
Απόρριψη της καθολικής ανθρώπινης φύσης και των ατομικών δικαιωμάτων. Προτεραιότητα της εθνικής, θρησκευτικής ή πολιτισμικής ταυτότητας έναντι του πολίτη. Ιδεολογική ιεραρχία και αναγωγή των δικαιωμάτων σε προνόμια συλλογικών οντοτήτων.
Στο Ισραήλ, αυτές οι αντιδιαφωτιστικές ιδέες συγκροτούν σήμερα βασικούς άξονες της κρατικής ιδεολογίας:
Η ισότητα όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως φυλής ή θρησκείας, έχει υπονομευθεί — ιδιαίτερα με τον Νόμο περί Εβραϊκού Έθνους-Κράτους (2018), ο οποίος ορίζει το Ισραήλ ως κράτος του εβραϊκού λαού, χωρίς αναφορά σε ισότητα πολιτών.
Δηλαδή ο Νόμος αυτός απεμπόλησε τη συνταγματική ισοτιμία όλων των πολιτών, αναγνωρίζοντας την εθνοτική ταυτότητα ως το θεμέλιο της κρατικής υπόστασης.
Η θρησκευτική στροφή και η πολιτική ισχύς των υπερορθόδοξων κοινοτήτων υπονομεύουν την κοσμική παράδοση του ισραηλινού κράτους.
Ο πολιτικός λόγος υποκαθιστά την έννοια του πολίτη με την έννοια του μέλους του «λαού», οδηγώντας σε μια αιματολογική και πολιτισμική αντίληψη του ανήκειν.
Ο Sternhell προειδοποιούσε: «Όσο η έννοια του κράτους ανήκει αποκλειστικά σε μια εθνοτική συλλογικότητα, η δημοκρατία αντικαθίσταται από μια εθνοκρατία».
Η ιστορική του έρευνα δεν περιοριζόταν στο Ισραήλ. Ο Sternhell έχει δείξει, ιδιαίτερα στα έργα του The Birth of Fascist Ideology και Neither Right nor Left, ότι η πνευματική προέλευση του φασισμού εντοπίζεται στη φιλοσοφική παράδοση που αντιτάχθηκε στον Διαφωτισμό από τον 18ο αιώνα και εξής: από τον Χέρντερ και τον Ντε Μεστρ έως τον Σορέλ και τον Χάιντεγκερ.
Στο έργο του Les Anti-Lumières (Αντιδιαφωτισμός) χαρτογραφεί αυτή τη μακρά ιδεολογική γραμμή που, προβάλλοντας την ιδιαιτερότητα, τη βούληση και την οργανική ενότητα της κοινότητας, καλλιέργησε το έδαφος για τον φασισμό.
Εκεί εντάσσει και τη σύγχρονη ισραηλινή ιδεολογική εξέλιξη: όχι ως φασισμό καθαυτό, αλλά ως κατάρρευση της οικουμενικής πολιτικής σκέψης υπέρ ενός ταυτοτικού, αποκλειστικού και ιεραρχικού εθνικισμού.
Το έργο του αποτελεί θεμελιώδες ανάγνωσμα για όσους επιδιώκουν να κατανοήσουν τη βαθιά ιδεολογική ρίζα του αυταρχισμού, όχι μόνο ως πολιτικό καθεστώς αλλά ως αντίληψη για τον άνθρωπο, την κοινωνία και την Ιστορία.
Η επίθεση που δέχθηκε το 2008 με βόμβα από ακροδεξιούς εξτρεμιστές δεν τον πτόησε, αλλά αντιθέτως ενίσχυσε την πεποίθησή του ότι το Ισραήλ κινείται σε μια ιδεολογική διολίσθηση, κατά την οποία η διαφορετικότητα θεωρείται απειλή και όχι πηγή εμπλουτισμού της κοινωνίας.
Η περίπτωση του Ισραήλ αποτελεί, κατά τον Sternhell, παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ένα κράτος μπορεί, ξεκινώντας από φιλελεύθερα και προοδευτικά ιδεώδη, να καταλήξει σε μια ταυτοτική, αποκλειστική και αυταρχική ιδεολογική μορφή. Σε μια εποχή παγκόσμιας πολιτικής αναδίπλωσης, το έργο του Sternhell υπενθυμίζει τη σημασία της κριτικής σκέψης και της αντίστασης στις σειρήνες της ταυτότητας έναντι της καθολικότητας.
Το Ισραήλ συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο του διεθνούς δικαίου και των διεθνών σχέσεων, καθώς παραμένει το μοναδικό σύγχρονο κράτος χωρίς σαφώς καθορισμένα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα. Η απουσία σαφώς καθορισμένων, διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων, η πολιτική προσαρτήσεων και δημιουργίας «ζωνών ασφαλείας» σε γειτονικές χώρες, καθώς και η συνεχιζόμενη ισραηλινή παρουσία στα παλαιστινιακά εδάφη, εγείρουν νομικά, πολιτικά και ηθικά ερωτήματα.
Από την ίδρυσή του το 1948, το κράτος έχει εμπλακεί σε σειρά πολέμων και έχει επεκτείνει την εδαφική του κυριαρχία πέρα από τα όρια που όριζε το Σχέδιο Διαμελισμού του ΟΗΕ (Απόφαση 181/1947). Τα μόνα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα είναι εκείνα που έχουν καθοριστεί μέσω διμερών συμφωνιών με την Αίγυπτο (Συνθήκη Ειρήνης 1979) και την Ιορδανία (Συνθήκη Ειρήνης 1994). Με άλλες γειτονικές χώρες, όπως η Συρία και ο Λίβανος, δεν υφίστανται επίσημες συνοριακές συμφωνίες.
Η προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ (1980) και των Υψιπέδων του Γκολάν (1981) από το Ισραήλ δεν έχει αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα.
Μερικά από τα σημαντικότερα ψηφίσματα του ΟΗΕ που σχετίζονται με την ισραηλινή πολιτική στα κατεχόμενα ή προσαρτημένα εδάφη είναι:
Ψήφισμα 242 (1967): Απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων από εδάφη που καταλήφθηκαν στον Πόλεμο των Έξι Ημερών.
Ψήφισμα 338 (1973): Επαναβεβαίωση του 242 και παύση πυρός.
Ψήφισμα 425 (1978): Απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων από τον Λίβανο.
Ψήφισμα 497 (1981): Καταδίκη της προσάρτησης των Υψιπέδων του Γκολάν.
Ψήφισμα 2334 (2016): Καταδίκη της εποικιστικής δραστηριότητας στη Δυτική Όχθη.
Όμως στις 25 Μαρτίου 2019, ο Πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε επίσημη διακήρυξη αναγνώρισης της ισραηλινής κυριαρχίας στα Υψώματα του Γκολάν. Η πράξη αυτή εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της φιλοϊσραηλινής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία περιλάμβανε και τη μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ το 2018.
Η απόφαση καταδικάστηκε ευρέως από τη διεθνή κοινότητα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ρωσία, η Τουρκία και ο Αραβικός Σύνδεσμος, μεταξύ άλλων, τόνισαν ότι παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Η μη αναγνώριση της κυριαρχίας του Ισραήλ στα Υψώματα αποτελεί σταθερή θέση της πλειοψηφίας των κρατών. Η κίνηση Τραμπ υπονόμευσε τις ήδη εύθραυστες προοπτικές για ειρηνική επίλυση του Ισραηλινο-Συριακού ζητήματος.
Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, η κυβέρνηση Νετανιάχου ονόμασε έναν νέο οικισμό στα Υψώματα ως «Ramat Trump» (Υψίπεδο Τραμπ). Η κίνηση είχε έντονο συμβολισμό, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό του Ισραήλ όσο και στις διμερείς σχέσεις. Για τον Τραμπ, η απόφαση ενίσχυσε τη στήριξή του από ευαγγελικές και φιλοϊσραηλινές οργανώσεις, προσφέροντας πολιτικά οφέλη εντός ΗΠΑ.
Η Δυτική Όχθη επίσης παραμένει υπό ισραηλινή στρατιωτική κατοχή από το 1967. Οι Συμφωνίες του Όσλο (1993–1995), τις οποίες υπέγραψαν το Ισραήλ και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), χώρισαν προσωρινά τη Δυτική Όχθη σε τρεις περιοχές:
Περιοχή Α: Πλήρης παλαιστινιακός έλεγχος (διοίκηση και ασφάλεια),
Περιοχή Β: Παλαιστινιακή διοίκηση και ισραηλινός στρατιωτικός έλεγχος,
Περιοχή Γ: Πλήρης ισραηλινός έλεγχος (περίπου το 60% της Δυτικής Όχθης).
Αν και οι Συμφωνίες του Όσλο προέβλεπαν μεταβατικό στάδιο και οριστική διευθέτηση εντός πέντε ετών, μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί τελικό καθεστώς. Το Ισραήλ εξακολουθεί να επεκτείνει εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, γεγονός που θεωρείται παράνομο από τη διεθνή κοινότητα σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης (άρθρο 49) και έχει καταδικαστεί από το Ψήφισμα 2334 (2016) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Βέβαια η εποικιστική πολιτική του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ αντίκειται στο Άρθρο 49(6) της Τέταρτης Συνθήκης της Γενεύης (1949), που απαγορεύει τη μεταφορά πληθυσμού του κατακτητή σε κατεχόμενα εδάφη.
Η Διεθνής Δικαιοσύνη έχει χαρακτηρίσει την κατασκευή του τείχους ασφαλείας ως παράνομη (ICJ, Legal Consequences of the Construction of a Wall in the Occupied Palestinian Territory, Advisory Opinion, 9 July 2004).
Το Ισραήλ έχει κατά καιρούς εγκαθιδρύσει «ζώνες ασφαλείας» σε εδάφη γειτονικών κρατών, κυρίως στο Νότιο Λίβανο (1978–2000) και πιο περιορισμένα στη Συρία. Η παρουσία ισραηλινών δυνάμεων στο Νότιο Λίβανο αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς κατακραυγής και καταδικάστηκε από τα Ψηφίσματα 425 και 426 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που ζητούσαν την άμεση αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων.
Η σημερινή κυβέρνηση του Ισραήλ, υπό την ηγεσία του Μπενιαμίν Νετανιάχου (Benjamin Netanyahu), είναι η πλέον συντηρητική κυβέρνηση στην ιστορία του Ισραήλ. Σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 2022 και βασίζεται σε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία 64 εδρών στη Βουλή (Κνεσέτ), με τη συμμετοχή συντηρητικών, υπερεθνικιστικών και θρησκευτικών κομμάτων.
Η Θρησκευτικο-πολιτική Φιλοσοφία της Κυβέρνησης Νετανιάχου (2022–) περιλαμβάνει τα εξής κόμματα:
Λικούντ (Likud)
– Κλασικό δεξιό-φιλελεύθερο κόμμα υπό τον Νετανιάχου. Αν και κοσμικό, συμπορεύεται με θρησκευτικά κόμματα για πολιτική σταθερότητα.
Σιωνιστικός Θρησκευτικός Συνασπισμός (Religious Zionism)
– Ένα υπερεθνικιστικό και βαθιά θρησκευτικό κόμμα που προωθεί τη νομική ενίσχυση του εβραϊκού χαρακτήρα του κράτους και την επέκταση των εποικισμών.
Οτζμά Γεχουντίτ (Otzma Yehudit)
– Κόμμα της ακροδεξιάς, με ιδεολογία που προέρχεται από τον Καχανισμό (ρατσιστική και θεοκρατική προσέγγιση). Αντιτίθεται στην αραβική παρουσία στο Ισραήλ.
Νόαμ
– Μικρό θρησκευτικό κόμμα με ακραία ομοφοβικές και παραδοσιακιστικές θέσεις.
Σαράς (Shas)
– Ορθόδοξο θρησκευτικό κόμμα Μιζράχι Εβραίων (από Αφρική και Ασία), υποστηρίζει την επιβολή θρησκευτικού νόμου σε πτυχές της δημόσιας ζωής.
Ενωμένος Ιουδαϊσμός της Τορά (United Torah Judaism)
– Ορθόδοξο (Χαρέντι) κόμμα που εκφράζει την Ασκενάζικη υπερορθόδοξη κοινότητα. Ζητά ενίσχυση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ελάφρυνση της στράτευσης των υπερορθόδοξων.
Η συμμαχία αυτή χαρακτηρίζεται από τις εξής θρησκευτικές και θεολογικές θέσεις:
Υπέρ της θεοκρατικής ενίσχυσης, δηλαδή ενίσχυση του ρόλου της εβραϊκής θρησκείας στο κράτος, με απόπειρες περιορισμού της κοσμικής δικαιοσύνης και προώθησης της εβραϊκής ερμηνείας του νόμου. Απόρριψη της ουδετερότητας του κράτους,δηλαδή η νέα πολιτική τάξη αντιμετωπίζει το Ισραήλ όχι ως δημοκρατικό κράτος όλων των πολιτών, αλλά ως «εβραϊκό κράτος για Εβραίους», με μειωμένα δικαιώματα για μη-Εβραίους (κυρίως Άραβες).
Απόλυτη υποστήριξη στους εποικισμούς, δηλαδή θεωρούν την κατοχή της Δυτικής Όχθης ως θεϊκή εντολή και αρνούνται κάθε ιδέα αποχώρησης ή δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους.
Οι κύριες ομάδες που στηρίζουν την κυβέρνηση είναι:
Υπερορθόδοξοι Εβραίοι (Χαρέντι):
Συντηρητικοί, παραδοσιακοί, συχνά οικονομικά εξαρτημένοι από κρατική ενίσχυση. Αντιτίθενται στον στρατό, την κοσμική εκπαίδευση και τον δυτικό πολιτισμό. Στηρίζουν φανατικά τα κόμματα Shas και UTJ.
Θρησκευτικοί Σιωνιστές:
Πιστεύουν στη θρησκευτική αποστολή του κράτους του Ισραήλ. Υποστηρίζουν εποικισμούς και αναγνωρίζουν τη Δυτική Όχθη ως “Γη του Ισραήλ”. Στηρίζουν κόμματα όπως Religious Zionism και Otzma Yehudit.
Δεξιοί παραδοσιακοί Εβραίοι:
Μέλη των κατώτερων και μεσαίων κοινωνικών τάξεων, συχνά Μιζράχι καταγωγής. Στηρίζουν το Λικούντ, βλέποντας σε αυτό εγγύηση ασφάλειας, κοινωνικής ταυτότητας και «σκληρής γραμμής» έναντι των Παλαιστινίων.
Οικογένειες εποίκων:
Στηρίζουν σθεναρά τα θρησκευτικά και εθνικιστικά κόμματα λόγω συμφερόντων συνδεδεμένων με τη διατήρηση και επέκταση των εποικισμών.
Κάποιοι Ρώσοι και Αιθίοπες Εβραίοι:
Αν και όχι πάντα θρησκευόμενοι, υποστηρίζουν το Λικούντ για εθνικιστικούς ή ταυτοτικούς λόγους.
Η σημερινή ισραηλινή κυβέρνηση στηρίζεται σε μια συμμαχία που πρεσβεύει την εβραϊκή θρησκευτική υπεροχή, την ενίσχυση της θεοκρατικής ταυτότητας του κράτους και την απόρριψη λύσεων με βάση τη διζωνική συνύπαρξη με τους Παλαιστινίους.
Η θρησκευτικοποίηση της πολιτικής σκηνής, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο εθνο-θρησκευτικό αυταρχισμό, προκαλεί ισχυρούς εσωτερικούς κοινωνικούς διχασμούς.
Το ζήτημα των συνόρων του Ισραήλ, η διαχείριση των κατεχόμενων εδαφών και η θρησκευτικοποίηση του κράτους συνιστούν αλληλένδετες πτυχές της ισραηλινής πολιτικής. Η απουσία ξεκάθαρων συνόρων, η επιμονή στην κατοχή και εποικισμό της Δυτικής Όχθης και η αυξανόμενη επιρροή των θρησκευτικών ελίτ διαμορφώνουν ένα πολιτικό σύστημα που απομακρύνεται από τις αρχές της κοσμικής δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, η προσέγγιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με το διεθνές νομικό πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται από τις αποφάσεις του ΟΗΕ και τις διεθνείς συμβάσεις.
Η πολιτική του Ισραήλ ως προς τα σύνορα και τις προσαρτήσεις βασίζεται κυρίως σε στρατηγικά και αμυντικά κριτήρια, αλλά έρχεται σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Η έλλειψη τελικών συνόρων, η επέκταση εποικισμών και η δημιουργία ζωνών ασφαλείας σε εδάφη άλλων κρατών δημιουργούν ένα διαρκές νομικό και πολιτικό αδιέξοδο στην περιοχή. Η μακροχρόνια ειρηνευτική προοπτική στην περιοχή παραμένει αβέβαιη και η απουσία προόδου οδηγεί σε συνεχιζόμενη ένταση και υπονομεύει τη σταθερότητα της Μέσης Ανατολής, ενώ η εσωτερική κοινωνική συνοχή του Ισραήλ δοκιμάζεται από τις αντιθέσεις μεταξύ κοσμικών και θρησκευτικών πληθυσμών.
Η Ελλάδα, ιστορικά υπέρμαχος της εδαφικής ακεραιότητας και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου, καταγγέλλει με συνέπεια την τουρκική κατοχή στη Βόρεια Κύπρο και – ειδικά μετά το 2022 – συντάχθηκε απόλυτα με τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία. Παράλληλα, επικαλείται το διεθνές δίκαιο στις ελληνοτουρκικές θαλάσσιες διαφορές και επιδιώκει διπλωματική θωράκιση μέσω συμμαχιών.
Ωστόσο, η στρατηγική σύσφιξη των σχέσεών της με το Ισραήλ, ιδίως μετά το 2010, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την αρχών βάση της εξωτερικής της πολιτικής. Το Ισραήλ όχι μόνο κατέχει παράνομα παλαιστινιακά εδάφη, αλλά έχει προσαρτήσει και τα Υψώματα του Γκολάν – ενέργειες αντίστοιχες με τις παραβιάσεις που η Ελλάδα καταγγέλλει σε Ρωσία και Τουρκία.
Η σύγκλιση Αθήνας – Τελ Αβίβ, ιδίως στον στρατιωτικό και ενεργειακό τομέα, παρουσιάζεται από την ελληνική διπλωματία ως απαραίτητη ισορροπία απέναντι στην τουρκική αναθεωρητικότητα. Ωστόσο, η ταύτιση με έναν διεθνώς επικρινόμενο κατοχικό δρώντα, όπως το Ισραήλ, δημιουργεί παραφωνία στη ρητορική περί διεθνούς νομιμότητας, καθιστώντας την Ελλάδα ευάλωτη στην κατηγορία της επιλεκτικής ηθικής.
Αυτό δεν σημαίνει πως η Ελλάδα δεν έχει δικαίωμα να επιδιώκει στρατηγικές ισορροπίες, αλλά ότι η εξωτερική της πολιτική δεν μπορεί να αγνοεί τις συνέπειες της ασυνέπειας. Εάν η εδαφική ακεραιότητα είναι θεμέλιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τότε η συνεργασία με κράτη που την παραβιάζουν θα πρέπει να τεκμηριώνεται όχι μόνο ρεαλιστικά, αλλά και με επίγνωση των διπλών μηνυμάτων που αποστέλλονται.