Παλαιστίνη: η χώρα των Απόντων

Του Σωκράτη Αργύρη

Όσον αφορά το ζήτημα της Μέσης Ανατολής, εμείς θα ασχοληθούμε με το μαγείρεμα και η Ευρώπη μπορεί να πλύνει τα πιάτα.
Condoleezza Rice

            Κάθε φορά που ξεσπάει μια νέα κρίση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς ακούμε συζητήσεις και προτάσεις ότι λύση είναι η δημιουργία ενός κράτους για τους Παλαιστινίους. Βέβαια το θέμα είναι αν το κράτος αυτό θα είναι και η πατρίδα τους. Γιατί μέχρι σήμερα το Ισραήλ είναι το μοναδικό κράτος στον κόσμο που δεν έχει νόμιμα (de jure) σύνορα που να αναγνωρίζονται από όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ, αφού ασκεί εξουσία και σε εδάφη κατεχόμενα, αφού στις 30/6/1980 το Συμβούλιο Ασφαλείας, με την απόφαση 476, επιβεβαιώνει την επείγουσα ανάγκη τερματισμού της παρατεταμένης κατοχής των αραβικών εδαφών που κατέχονται από το Ισραήλ από το 1967, συμπεριλαμβανομένης της Ιερουσαλήμ και πως η απόκτηση εδαφών με τη χρήση βίας είναι παράνομη. Επαναλαμβάνει επίσης ότι όλα αυτά τα μέτρα που έχουν αλλάξει τον γεωγραφικό, δημογραφικό και ιστορικό χαρακτήρα και το καθεστώς της Ιεράς Πόλης της Ιερουσαλήμ είναι άκυρα και πρέπει να καταργηθούν, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και στις 20/8/1980 το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε την απόφαση 478, με την οποία αρνείται να αναγνωρίσει την απόφαση του Ισραήλ να προσαρτήσει την Ιερουσαλήμ και τη θεωρεί άκυρη και παράνομη. Καλεί επίσης τις χώρες που έχουν ιδρύσει διπλωματικές αποστολές στην Ιερουσαλήμ να τις αποσύρουν από αυτήν.

Όμως οι ΗΠΑ, με απόφαση της προεδρίας Τραμπ η οποία διατηρείται από την κυβέρνηση Μπάιντεν, μετέφεραν την πρεσβεία τους από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, ενώ το ισραηλινό κράτος εντείνει όλο και περισσότερο τις πιέσεις εναντίον των Παλαιστινίων στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Βέβαια αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Επειδή έχει την ανοχή των ΗΠΑ και των συμμάχων της, αλλά και η μέχρι τώρα διαπραγμάτευση που προσπάθησε να κάνει ο κατ’ εξοχήν ηγέτης των Παλαιστινίων, Γιάσερ Αραφάτ,  κατέληξε σε μία ετεροβαρή συμφωνία που μόνο το Ισραήλ βγήκε κερδισμένο αφού ένα μεγάλο μέρος των Παλαιστινίων τότε αναγνώρισε την ύπαρξη του αλλά και μεγάλο μέρος του Αραβικού κόσμου, χωρίς το Ισραήλ να παραχωρήσει μέρος του αλυτρωτισμού του,  που τον έχει κάνει σημαία της διπλωματία του.
Οπότε η αφηρημένη επίκληση της δημιουργίας του κράτους της Παλαιστίνης εκ μέρους της Δύσης δεν αρκεί,  γιατί η μέχρι τώρα διπλωματική προσπάθεια επιεικώς απέτυχε.

Η Χίλντερ Βάαγκε, ως ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Όσλο που της ανατέθηκε από το νορβηγικό υπουργείο Εξωτερικών το καθήκον να ερευνήσει τον ρόλο της Νορβηγίας στις διαπραγματεύσεις για την Συμφωνία του Όσλο [Οι συμφωνίες του Όσλο είναι ένα σύνολο συνθηκών ανάμεσα στο κράτος του Ισραήλ και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Η πρώτη συμφωνία υπογράφτηκε στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ το 1993 και η δεύτερη στην Τάμπα της Αιγύπτου, δύο χρόνια μετά (1995)], αναφέρει χαρακτηριστικά ότι  η PLO ήταν εκείνη που στράφηκε πρώτη προς τους Ισραηλινούς ήδη από το 1979. Επί μια δεκαετία όμως το Ισραήλ αρνιόνταν να μιλήσει με την PLO. Μόλις το 1992 όταν ανέλαβε την κυβέρνηση το Εργατικό Κόμμα άλλαξε η στάση της χώρας, που αντελήφθη ότι δεν είχε κανένα νόημα να έχει έναν γείτονα που να μισεί.

Επίσης οι στρατηγικές επιλογές του Αραφάτ  εξασθένησαν μεταξύ άλλων τη θέση του, αντίθετα ενισχύθηκε αυτή των Ισραηλινών, στον δεύτερο πόλεμο του Ιράκ με το Κουβέιτ, το 1991.

Στις έρευνές της η νορβηγίδα ιστορικός προχωρά ακόμη περισσότερο. Εξετάζει το περιθώριο χειρισμών σε μια τόσο ασύμμετρη σχέση και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν πολύ περιορισμένο. «Ο ισχυρότερος έδινε τον τόνο. Η Νορβηγία το γνώριζε» αναφέρει η Χίλντε Βάαγκε.

«Γνώριζε ότι οι διαπραγματεύσεις θα έκλειναν υπέρ της πλευράς του Ισραήλ, ειδάλλως δεν θα υπήρχε συμφωνία. Η ασυμμετρία δυνάμεων καταγράφηκε και στη συμφωνία».
«Για τους Νορβηγούς, ακόμη κι αν η ειρήνη δεν ήρθε ποτέ, η ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο ήταν ένα επίτευγμα, μια επιτυχία».

Για την Ιστορία, ενώ έτρεχαν οι επίσημες συνομιλίες μεταξύ Παλαιστινίων με Ισραηλινούς αξιωματούχους στην αμερικανική πρωτεύουσα, υπήρχε μία παράλληλη μυστική διαπραγμάτευση στο Όσλο που όμως ήταν άγνωστη στην ομάδα της Ουάσιγκτον. Διεξήχθησαν 14 μυστικές συναντήσεις σε μια απομονωμένη, δασική περιοχή κοντά στο Όσλο.  

Ένα θέμα για το οποίο οι δύο πλευρές διαφώνησαν στην Ουάσιγκτον ήταν οι οικισμοί για τους εποίκους. Η ομάδα στην Ουάσιγκτον επέμενε ότι οποιαδήποτε συμφωνία χρειαζόταν τη γραπτή δέσμευση του Ισραήλ ότι θα σταματήσει την επέκταση των εβραϊκών οικισμών. «Αυτό ήταν κάτι που το Ισραήλ δεν αποδέχθηκε. Γι’ αυτό δεν καταλήξαμε σε συμφωνία», είχε δηλώσει ο Γκασάν Χατίμπ που διαπραγματευόταν με την παλαιστινιακή ομάδα από τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα στο επίσημο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Ουάσιγκτον.  

Τελικά όμως, ήταν η μυστική διαπραγμάτευση στο Όσλο που οδήγησε στην ενδιάμεση συμφωνία.  «Στο Όσλο, το Ισραήλ αναγνώρισε την ΟΑΠ και σε αντάλλαγμα η ΟΑΠ αποδέχθηκε μια συμφωνία χωρίς τη γραπτή δέσμευση του Ισραήλ να σταματήσει την επέκταση των οικισμών», αφού από τις αρχές Σεπτεμβρίου του  93 ο Γιάσερ Αραφάτ είχε στείλει επιστολή στον Ράμπιν λέγοντας ότι η PLO αναγνώριζε το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ, αποδέχτηκε  δηλαδή τις αποφάσεις 242 και 338 του ΟΗΕ (που ζητούσαν διαρκή ειρήνη με το Ισραήλ σε αντάλλαγμα την απόσυρση του Ισραήλ στα προ του 1967 σύνορά του) και αποκήρυξε την τρομοκρατία και τη βία. Δηλαδή ουσιαστικά η Οργάνωση Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης αυτοαναιρέθηκε, αφού υποτίθεται ότι σκοπός της ίδρυσης της ήταν η απελευθέρωση του συνόλου των εδαφών της Παλαιστίνης.  

Ο Γκασάν Χατίμπ, ο οποίος σήμερα είναι λέκτορας διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μπιρ Ζείτ στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, θεωρεί ότι το ζήτημα των εποικισμών θεωρείται ως ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους το Όσλο απέτυχε. Αλλά για τον Γιόσι Μπεϊλίν, ισραηλινός διαπραγματευτής των συμφωνιών του Όσλο και αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Ράμπιν, το κύριο αγκάθι παραμένει ότι το Όσλο δεν ήταν μια συνθήκη ειρήνης, αλλά ένα μεταβατικό πλαίσιο συμφωνίας που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε μέσα σε πέντε χρόνια σε μια μόνιμη συμφωνία.

Επρόκειτο για μια ενδιάμεση συμφωνία, με την οποία δημιουργήθηκε η Παλαιστινιακή Αρχή, δηλαδή μετονομάστηκε η Οργάνωση Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης,  που της έδωσε απλά περιορισμένη εξουσία σε τμήματα της κατεχόμενης από το Ισραήλ Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, εδάφη που το Ισραήλ είχε καταλάβει στον πόλεμο του 1967.

Η συμφωνία  -εν αναμονή περαιτέρω διαπραγματεύσεων που προσδοκούσε να οδηγήσουν στο τελικό καθεστώς στην περιοχή-  καθόριζε, μεταξύ άλλων, τη διαίρεση της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας σε τρεις τομείς: α) έναν τομέα Α υπό τον πλήρη έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, β) έναν τομέα Β όπου οι Παλαιστίνιοι θα έχουν τον πολιτικό έλεγχο ενώ το Ισραήλ θα εγγυάται την ασφάλειά του και γ) τον τομέα C όπου υπάρχει η εκτεταμένη παρουσία των εβραίων εποίκων και των οικισμών τους και ο οποίος θα τεθεί υπό πλήρη ισραηλινό στρατιωτικό έλεγχο.  

Όμως εκείνη την εποχή είχαν μείνει έξω από την διαπραγμάτευση τα ακανθώδη ζητήματα της Ιερουσαλήμ, των Παλαιστινίων προσφύγων, των ισραηλινών οικισμών στην περιοχή, η ασφάλεια και τα σύνορα. Κομβικά ζητήματα, που έμελλαν ακόμη να αντιμετωπιστούν -αυτή ήταν η δέσμευση των δύο ηγετών- σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

Χαρακτηριστικά θα αναφερθούμε στον νόμο που ψήφισε το 1950, η Κνεσέτ  «Περί Απόντων Ιδιοκτητών» που προέβλεπε ότι Άραβες που εγκατέλειψαν τη χώρα μεταξύ της 29ης  Νοεμβρίου του 1947 και της 19ης  Μαΐου του 1948 ή Παλαιστίνιοι που έφυγαν στο εξωτερικό έχουν χάσει όλα τα δικαιώματα που είχαν σε κάθε ιδιοκτησία που βρίσκεται εντός των μεταπολεμικών ορίων του Ισραήλ ή σε περιοχή της Παλαιστίνης που κατεχόταν από εχθρικές δυνάμεις μέχρι και την 1η του Σεπτέμβρη του 1948.

Τελικά το μόνο που ουσιαστικά επιστέγαζε τη συμφωνία ήταν η δέσμευση για αμοιβαία αναγνώριση του Ισραήλ και της PLO: το πρώτο θα χαιρέτιζε την οργάνωση του Αραφάτ ως το νόμιμο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού, ενώ από την πλευρά της η PLO, θα απέρριπτε κάθε αναφορά στην καταστατική αρχή της για τον ένοπλο αγώνα και την καταστροφή του Ισραήλ και θα αποδέχεται το δικαίωμα για την ύπαρξη του εβραϊκού κράτους.

Για το ναυάγιο του Όσλο όμως δεν ευθύνονται όπως πολλοί πιστεύουν, μόνον οι ακραίες παλαιστινιακές οργανώσεις ή ο σκληροπυρηνικός ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου που διαδέχθηκε τον δολοφονηθέντα Ραμπίν. Το ναυάγιο ήταν προδιαγεγραμμένο, θα πει ο ισραηλινός πολιτικός επιστήμονας Γιάιρ Χίρσφελντ που μετείχε στις συζητήσεις για τη συμφωνία: «Η κυριότερη δυσκολία ήταν ότι αφήσαμε σκοπίμως εκτός συμφωνίας -και θα έλεγα εκ των υστέρων ότι πράξαμε σωστά- τα σημαντικότερα ζητήματα, που ήταν το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, το πρόβλημα των προσφύγων και των εποίκων, το εδαφικό και τα θέματα της ασφάλειας».

Το Ισραήλ αποκαλεί τη Δυτική Όχθη με το βιβλικό της όνομα «Ιουδαία και Σαμάρια» και δυσαρεστείται που ο διεθνής Τύπος δεν υιοθετεί αυτήν την προσέγγιση. Βέβαια, σήμερα το Ισραήλ δεν αρκείται να προστρέχει στην Βίβλο και σε παρελθόντα ισραηλιτικά βασίλεια, αλλά στις συμφωνίες του Όσλο, που χωρίζουν την Δυτική Όχθη στις τρεις μεγάλες ζώνες: A, B και C.

Οι δύο πρώτες ζώνες αντιστοιχούν στο 40% του εδάφους της Δυτικής Όχθης και τελούν υπό παλαιστινιακό κυρίως έλεγχο, ενώ η ζώνη C, που αντιστοιχεί στο 60% του εδάφους, τελεί υπό ισραηλινό διοικητικό και στρατιωτικό έλεγχο, με την προοπτική, την ώρα της υπογραφής των συμφωνιών του Όσλο, μεταβίβασης της εξουσίας στους Παλαιστίνιους στο πλαίσιο της οριστικής διευθέτησης της διένεξης.

Για την ακρίβεια, η πρόβλεψη για την διατήρηση του ισραηλινού ελέγχου επί των περιοχών της ζώνης C είχε ως στόχο την προστασία των εβραϊκών οικισμών που βρίσκονταν στα εδάφη αυτά μέχρι την οριστική διευθέτηση.
Μάλιστα πρόσφατα το σχέδιο Τραμπ, γνωρίζοντας ότι το σύνολο των προς προσάρτηση εδαφών εκ μέρους του Ισραήλ βρίσκεται στην «ζώνη C», προέβλεπε διαίρεση σχεδόν 50/50 της ζώνης αυτής όπου ζουν πλέον 450.000 εβραίοι έποικοι – τριπλάσιοι σε σχέση με την εποχή των συμφωνιών του Όσλο – εκ παραλλήλου με 300.000 Παλαιστίνιους.  

Όταν τον Δεκέμβρη του 2016 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με την απόφαση 2334 καταδίκασε «την κατασκευή και επέκταση εποικισμών, τη δήμευση εδαφών, την κατεδάφιση κατοικιών και τον εκτοπισμό Παλαιστίνιων αμάχων στα κατεχόμενα από το 1967 παλαιστινιακά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ» καθώς  και «οι ισραηλινοί οικισμοί σε κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη δεν έχουν νομική ισχύ και συνιστούν κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου», η θέση του ρεπουμπλικάνου Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο είναι ότι για τις ΗΠΑ οι οικισμοί «δεν είναι εξ’ ορισμού (per se) αντίθετοι με το διεθνές δίκαιο»

Ο Παλαιστίνιος αναλυτής Ντζιχάντ Χαρμπ προειδοποιεί ότι οι εβραϊκοί οικισμοί επηρεάζουν πολλαπλώς τη ζωή και τη δραστηριότητα των Παλαιστινίων: Το Ισραήλ ελέγχει το έδαφος, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να το αξιοποιήσουν οι Παλαιστίνιοι, ελέγχει και τους υδάτινους πόρους, ενώ οι νεόκτιστοι οικισμοί κατακερματίζουν τα αραβικά εδάφη. «Ούτε στα χωριά τους δεν μπορούν να πάνε πλέον ελεύθερα οι Παλαιστίνιοι», λέει ο Χαρμπ.

Επίσης το καθεστώς της πόλης της  Ιερουσαλήμ είναι αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα σε Ισραήλ και Παλαιστίνη. Το 1949 το Ισραήλ ανακήρυξε το δυτικό τμήμα της πόλης πρωτεύουσα του. Το 1967, μετά τον πόλεμο των έξι ημερών, οι Ισραηλινές δυνάμεις κατέλαβαν και το ανατολικό τμήμα από την Ιορδανία, και ολόκληρη η πόλη πέρασε υπό το καθεστώς του. Από το 1988, το ανατολικό τμήμα της πόλης, η Ανατολική Ιερουσαλήμ, θεωρείται από τη διεθνή κοινότητα ως κατεχόμενο τμήμα της Παλαιστίνης και πρωτεύουσα της.

Η Συμφωνία του Όσλο υποχρεώνει τους Παλαιστίνιους να παραδώσουν τα τρία τέταρτα της ιστορικής Παλαιστίνης, ως αντάλλαγμα για τη δημιουργία μελλοντικού ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Το Ισραήλ όμως εκμεταλλεύτηκε τη Συμφωνία του Όσλο και με τη διενέργεια εκτεταμένων εποικισμών εδραίωσε τον έλεγχό του στα παλαιστινιακά εδάφη.

Με τη Συμφωνία του Όσλο έγινε ευρέως γνωστός ο όρος «εποικοδομητική ασάφεια» (constructive ambiguity), τον οποίο πρωτοχρησιμοποίησε ο Χένρι Κίσσινγκερ τη δεκαετία του 1970, για να εξηγήσει τα μεταβατικά στάδια στην επίλυση διεθνών διενέξεων. Με τη Συμφωνία του Όσλο επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί στη διεθνή διπλωματία ένα υπόδειγμα για την επίλυση συγκρούσεων, μέσω ενός μεταβατικού σταδίου, σύμφωνα με το οποίο τα ευαίσθητα θέματα (κυρίως αυτά που σχετίζονται με την ασφάλεια) θα καλύπτονται από επικοδομητική ασάφεια και θα επιλύονται σταδιακά στο μέλλον. Παρόμοιο μοντέλο επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί και στην Κύπρο το 2004, με το σχέδιο Ανάν.

Άξιο λόγου είναι να δούμε πώς για το γεγονός της αποχώρησης του Ισραήλ από την Γάζα το 2005 οι δύο πλευρές το αντιλαμβάνονται, για να καταλάβουμε πόσο δύσκολο είναι η δημιουργία ενός Παλαιστινιακού κράτους.  
Όταν στις 15 Αυγούστου 2005 το Ισραήλ, 38 χρόνια μετά την κατάληψη της από την Αίγυπτο, άρχισε η επιχείρηση αποχώρησης από τη Γάζα και 21ενας εποικισμοί με 1500 εβραίους εποίκους έπρεπε να εκκενωθούν σε 48 ώρες, για την κατεδάφιση στρατιωτικών εγκαταστάσεων δόθηκε περισσότερος χρόνος, γιατί μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου κανένας ισραηλινός δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στη λωρίδα της Γάζας, αφήνοντας τον θύλακα υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, για την Ισραηλινή Ρουθ Λαπιντότ, ομότιμη καθηγήτρια του πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, καθώς και καθηγήτρια νομικών στο πανεπιστήμιο Διοίκησης του Ρισόν Λετσιόν, την ενέργεια αυτή την ερμήνευε στις 22/8/2005 ως εξής:

«Το νομικό και οικονομικό καθεστώς στη Γάζα μετά από την αποχώρηση παρουσιάζει δύσκολες ερωτήσεις που επιτρέπουν πολλές πιθανές απαντήσεις. Αυτές απαιτούν μια σύντομη ανακεφαλαίωση της πρόσφατης νομικής ιστορίας της περιοχής.

Μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Λωρίδα της Γάζας, όπως η περισσότερη Μέση Ανατολή, ήταν υπό Τουρκική κυριαρχία. Από το 1919 μέχρι το 1948 ήταν υπό Βρετανική κυριαρχία, πρώτα ως κατεχόμενα εδάφη και αργότερα ως η Βρετανική Εντολή για την Παλαιστίνη. Στη διάρκεια του Αραβο- Ισραηλινού πολέμου 1948-1949, η Λωρίδα της Γάζας κατακτήθηκε από την Αίγυπτο. Η κατάσταση επιβεβαιώθηκε στη συμφωνία ανακωχής Ισραήλ- Αιγύπτου το 1949. Η Αίγυπτος δεν προσάρτησε ποτέ τη Λωρίδα της Γάζας και το 1962 της έδωσε περιορισμένη αυτονομία. Από το 1967 βρισκόταν υπό Ισραηλινή κυριαρχία- σύμφωνα με τους περισσότερους ως κατεχόμενα εδάφη. Το Ισραήλ δεν προσάρτησε ποτέ την περιοχή, ούτε «εφάρμοσε τη νομοθεσία, τη δικαιοδοσία ή τη διοίκησή της» (όροι που χρησιμοποιούνται για την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τα Υψίπεδα του Γκολάν) στην περιοχή.

Στη διακήρυξη των Αρχών του Όσλο 1 το 1993, το Ισραήλ και η ΟΑΠ συμφώνησαν στην αυτοδιοίκηση της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας η οποία θα γινόταν σταδιακά και θα ακολουθούσαν αρκετά χρόνια διαπραγματεύσεων για το μόνιμο καθεστώς της περιοχής. Η αυτοδιοίκηση έγινε το 1994 πρώτα στη Λωρίδα της Γάζας και την Ιεριχώ. Η συμφωνία του 1994 αντικαταστάθηκε από την Ενδιάμεση Συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων το 1995 (Όσλο ΙΙ) για τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Και οι δύο συμφωνίες του 1993 και 1995 προέβλεπαν μια σταδιακή μετάβαση εξουσιών από τη στρατιωτική διοίκηση του Ισραήλ στην Παλαιστινιακή Αρχή. Το Ισραήλ διατήρησε κυρίως την αρχή τους στον τομέα της ασφάλειας και αναφορικά με τους Ισραηλινούς οικισμούς.

Και τα δύο κείμενα προβλέπουν ότι «οι δύο πλευρές θεωρούν τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας ως μια εδαφική μονάδα, στα οποία η ακεραιότητα και το καθεστώς θα διατηρούνταν κατά την ενδιάμεση περίοδο.» (συμφωνία του 1995, άρθρο 31, παράγραφος 8).

Το καθεστώς στη Λωρίδα της Γάζας μέχρι την Ισραηλινή αποχώρηση το 2005 μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κατεχόμενα εδάφη σε αμφισβήτηση που όμως αυτοδιοικούνται σε μεγάλο βαθμό (ορισμένοι δικηγόροι διεθνούς δικαίου δε θεωρούν ότι είναι κατεχόμενα εδάφη σύμφωνα με τη διεθνή νομοθεσία).

Πώς θα αλλάξει το καθεστώς μετά την ισραηλινή αποχώρηση; Η απάντηση εξαρτάται ως ένα βαθμό στην απάντηση της ερώτησης αν οι συμφωνίες του Όσλο εξακολουθούν να ισχύουν. Κάποιοι πιστεύουν ότι οι συμφωνίες του Όσλο “είναι νεκρές” λόγω των πολλαπλών παραβιάσεων και λόγω του ότι έχουν περάσει τα 5 χρόνια που είχαν αρχικά οροθετηθεί ως πλαίσιο για να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για το μόνιμο καθεστώς. Η γράφουσα είναι της άποψης ότι οι συμφωνίες του Όσλο ισχύουν ακόμη (με ορισμένες αλλαγές) : πρώτον, επειδή κανένας δεν τις έχει επίσημα αποκηρύξει. Επίσης, από καιρού εις καιρόν, και οι δύο μεριές αναφέρονται σε αυτές. Ο Οδικός Χάρτης του 2003 που δημιουργήθηκε από το Κουαρτέτο και αποδέχτηκε από το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή αναφέρει μια «συμφωνία…βασισμένη….σε συμφωνίες που έχουν φτάσει οι δύο μεριές στο παρελθόν».

Η αλλαγή στην κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας δεν βλάπτει την ακεραιότητα της Δυτική Όχθης και της Γάζας, – η ενότητα δεν απαιτεί ομοιομορφία. Επίσης, σύμφωνα με τις αρχικές συμφωνίες του Όσλο, δεν υπήρχε ομοιομορφία ανάμεσα στις διάφορες περιοχές Α, Β, C και Λωρίδας της Γάζας.

Ο μεγάλος περιορισμός των Ισραηλινών δυνάμεων στη Λωρίδα της Γάζας θα τερματίσει την εφαρμογή των κανόνων κατοχής. Σύμφωνα με τη διεθνή νομοθεσία, «εδάφη θεωρούνται κατεχόμενα όταν βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία εχθρικού στρατού. Η κατοχή εκτείνεται στα εδάφη που τέτοια εξουσία ασκείται» (1907, Χάγη Ρυθμίσεις Σεβασμού των Νόμων και Συνθηκών Πολέμου για Γη, άρθρο 42). Σύμφωνα με αυτή τη νομοθεσία, το Ισραήλ δεν πρέπει να θεωρείται ως κατοχική δύναμη μετά την αποχώρηση.

Σχετικά με το ερώτημα της ευθύνης, το Ισραήλ θα είναι υπεύθυνο μόνο στις περιοχές στις οποίες διατηρεί τον έλεγχο, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή θα είναι υπεύθυνη για όλες τις υπόλοιπες περιοχές.

Σχετικά με το ερώτημα αν το οικονομικό καθεστώς των συμφωνιών του 1994 και 1995 μπορεί να εφαρμοσθεί στη Λωρίδα της Γάζας, και συγκεκριμένα η μερική τελωνιακή σύνδεση, δεν υπάρχει λόγος να καταργηθεί, εκτός και αν το αποφασίσουν οι δύο πλευρές. Θα είναι απαραίτητο να βρεθούν τα κατάλληλα μέσα για έλεγχο στα σύνορα.»

Αντίστοιχα  η άποψη των Παλαιστινίων για το ίδιο θέμα  όπως είχε εκφραστεί από  τον Σαέμπ Ερεκάτ, που ήταν  ο επικεφαλής διαπραγματευτής για τους Παλαιστινίους στην περίοδο του Όσλο και εκτελούσε επίσης χρέη διερμηνέα της αγγλικής για τον Αραφάτ, που δυστυχώς δεν ζει για να δει τα τρέχοντα γεγονότα.  

«Το ισραηλινό σχέδιο «απεγκλωβισμού» αναφέρει ότι μετά την ολοκλήρωση της αποχώρησης από την Γάζα, «δεν θα υπάρχει καμία βάση για τον ισχυρισμό ότι η Λωρίδα της Γάζας βρίσκεται υπό κατοχή.» Αυτό είναι απλούστατα λάθος. Μετά τον «απεγκλωβισμό», θα έχει τελειώσει ο ισραηλινός εποικισμός της Γάζας, αλλά καθώς το Ισραήλ θα ελέγχει ακόμα την περιοχή, θα παραμείνει η ισραηλινή κατοχή.

Η κατοχή αφορά κυρίως τον έλεγχο. Ελέγχει ουσιαστικά ο στρατός ξένα εδάφη; Οι Κανονισμοί της Χάγης του 1907, προσδιορίζουν τον νομικό ορισμό της κατοχής. «Μία περιοχή βρίσκεται υπό κατοχή όταν έχει τεθεί ουσιαστικά υπό τον έλεγχο ενός εχθρικού στρατού (και όταν) η κατοχή επεκτείνεται στις περιοχές όπου αυτός ο έλεγχος έχει επιβληθεί και ασκείται.» Μία δύναμη κατοχής μπορεί να έχει τον ουσιαστικό έλεγχο χωρίς να έχει φυσική παρουσία σε όλα τα τμήματα των εδαφών που κατέχει. Αρκεί να μπορεί να προβάλλει την στρατιωτική δύναμή του σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη διατηρώντας δυνάμεις μόνο σε μερικά τμήματα της περιοχής.

Από τότε που κατέλαβε το Ισραήλ την Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, καθώς και τη Λωρίδα της Γάζας το 1967, η διεθνής κοινότητα έχει επιβεβαιώσει επανειλημμένως το γεγονός ότι το Ισραήλ αποτελεί μία δύναμη κατοχής. Τον Ιούλιο του 2004 το Διεθνές Δικαστήριο επαναβεβαίωσε τις υποχρεώσεις του Ισραήλ όταν έκρινε ότι το τείχος του Ισραήλ και όλοι οι εποικισμοί είναι παράνομοι.

Μετά τον «απεγκλωβισμό», οι εποικισμοί του Ισραήλ θα εξαφανιστούν, αλλά το Ισραήλ θα συνεχίσει να ελέγχει κάθε προϊόν, άτομο και σταγόνα νερού που εισέρχεται και εξέρχεται από την Γάζα. Η ανάλυση που ακολουθεί θα εξετάσει πως σχεδιάζει το Ισραήλ να διατηρήσει τον έλεγχο του και την κυριαρχία του πάνω στην ζωή των Παλαιστινίων στην Γάζα.

Αρχίζοντας με την περιοχή, το Ισραήλ θα έχει την αποκλειστική χρήση και τον έλεγχο όλου του εναέριου χώρου της Γάζας και τον πλήρη έλεγχο των χωρικών υδάτων, τα οποία και τα δύο αποτελούν μέρος της περιοχής της Γάζας. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα «επιτραπεί» στους Παλαιστινίους να έχουν αεροδρόμιο, ανεξάρτητες δορυφορικές τηλεπικοινωνίες, και ίσως ούτε ένα λιμάνι, κάτι το οποίο θα απομονώσει την Γάζα από τον υπόλοιπο κόσμο. Το γεγονός ότι το Ισραήλ επιμένει να δίνει την «άδειά» του για τέτοιες βασικές δημόσιες υπηρεσίες αποδεικνύει ποιός ελέγχει πραγματικά την Γάζα.

Σε ότι αφορά τα σύνορα, η Γάζα θα αποκοπεί από τα υπόλοιπα παλαιστινιακά κατεχόμενα εδάφη (την Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ), καθώς το Ισραήλ θα ελέγχει όλες τις συνοριακές διαβάσεις. Ούτε άτομα, ούτε προϊόντα, θα μπορούν να εισέρχονται και να εξέρχονται από την Γάζα χωρίς την άδεια του Ισραήλ, παρόλο που η διεθνής κοινότητα (καθώς και το ίδιο το Ισραήλ στις Συμφωνίες του Όσλο) έχουν αναγνωρίσει το γεγονός ότι η Γάζα και η Δυτική Όχθη αποτελούν μία εδαφική ενότητα. Το σχέδιο του Ισραήλ είναι να υπονομεύσει την εδαφική ενότητα των παλαιστινιακών κατεχόμενων εδαφών, απομονώνοντας την Γάζα από τα παλαιστινιακά πολιτικά και διοικητικά κέντρα της Δυτικής Όχθης, συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.

Επομένως, για τον μέσο κάτοικο της Γάζας, για μία απλή επίσκεψη σε συγγενείς ή φίλους σε ένα άλλο μέρος των κατεχόμενων παλαιστινιακών περιοχών ή για την μεταφορά προϊόντων στην σημαντική αγορά της Ιερουσαλήμ θα απαιτείται η άδεια του Ισραήλ. Αυτά είναι μόνο δύο παραδείγματα που δείχνουν ποιός θα ελέγχει πραγματικά την Γάζα. Επίσης, στην Παλαιστινιακή Αρχή δεν θα επιτρέπεται η ελεύθερη μεταφορά προσωπικού και προϊόντων (μεταξύ των οποίων και αναγκαίες προμήθειες) μεταξύ της Γάζας και των υπολοίπων κατεχόμενων παλαιστινιακών περιοχών.

Το ίδιο ισχύει και για τις διεθνείς συνοριακές διαβάσεις, συμπεριλαμβανομένου και του ισραηλινού ελέγχου των συνόρων της Γάζας με την Αίγυπτο. Ο πλήρης ισραηλινός έλεγχος των συνόρων θα μετατρέψει ουσιαστικά την Γάζα στην μεγαλύτερη φυλακή του κόσμου, με το Ισραήλ να παίζει τον ρόλο του διευθυντή της.

Το Ισραήλ έχει επίσης διατηρήσει το δικαίωμα να εισέλθει πάλι στην Γάζα όποτε επιθυμεί και έχει δηλώσει ότι «θα συνεχίσει την στρατιωτική του δραστηριότητα στην παράκτια περιοχή της Λωρίδας της Γάζας.» Υπάρχει ένα ισχυρό νομικό προηγούμενο σύμφωνα με το οποίο αυτή η κίνηση και μόνο θέτει στο Ισραήλ σε μία θέση «ουσιαστικού» ελέγχου της Γάζας.

Στην Υπόθεση των Ομήρων (**)  το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης έκρινε ότι μία περιοχή παραμένει υπό κατοχή εφόσον ένα ξένο κράτος συνεχίζει να έχει την δυνατότητα να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο πάνω σε αυτήν. Το Ισραήλ έχει περάσει το κατώφλι της δυνατότητας να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο, δίνοντας στον εαυτό του το δικαίωμα να εισέρχεται στην Γάζα κατά βούληση. Τέλος, το Ισραήλ σχεδιάζει να απομονώσει την Γάζα, και με αυτόν τον τρόπο να διατηρήσει την εξάρτηση της περιοχής στο Ισραήλ για διάφορες διοικητικές ανάγκες. Για παράδειγμα, μετά το σχέδιο απεγκλωβισμού, μεταξύ άλλων, οι Παλαιστίνιοι θα εξαρτώνται από το Ισραήλ για την παροχή ηλεκτρισμού, για την παροχή ενός μέρους του νερού, για οικονομικές και χρηματικές συναλλαγές, καθώς και για θέματα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Υπό τέτοιες συνθήκες δεν μπορεί να πει κάποιος ότι οι Παλαιστίνιοι ασκούν ουσιαστικό έλεγχο.

Μαζί αυτά τα γεγονότα συνθέτουν μία ξεκάθαρη και ανησυχητική εικόνα. Δηλαδή, ενός Ισραήλ που επιδιώκει να διατηρήσει τον μέγιστο έλεγχο της ζωής των Παλαιστινίων, βεβαίως χωρίς οι στρατιώτες του να παρενοχλούν και να τρομοκρατούν σωματικά τον πληθυσμό «στο έδαφος.»

Η ισραηλινή απαγκίστρωση δεν πρέπει να επιβραβευθεί με έναν παράνομο προσδιορισμό του τερματισμού της κατοχής. Αντίθετα, θα πρέπει να γίνει έκκληση στο Ισραήλ να ανταποκριθεί άμεσα τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και να δώσει πραγματικά ένα τέλος στην κατοχή σε όλα τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.»
https://www.bitterlemons.org/previous/bl220805ed30.html

«Η Συμφωνία του Όσλο ήταν μια καταστροφή για τον Παλαιστινιακό λαό. Ήταν μια εθνική καταστροφή κατά του Παλαιστινιακού σκοπού. Παρουσιάστηκε ως η συμφωνία του αιώνα. Η συμφωνία προέβλεπε τα δικαιώματα για αυτοδιοίκηση. Ο Παλαιστινιακός λαός διχάστηκε. Ο κόσμος αναγνώρισε το Ισραήλ και δεν αναγνώρισε τα δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού. Η συμφωνία είχε ως αποτέλεσμα η αντίσταση των Παλαιστινίων να γίνει δικαίωμα» είχε δηλώσει τότε εκπρόσωπος της Χαμάς.
—————
            (**) Στις 10 Μαΐου 1947 ξεκίνησε στην Νυρεμβέργη και η Υπόθεση VII, η «Δίκη του Λίστ» (επίσημος τίτλος: «Οι ΗΠΑ εναντίον Βίλχελμ Λιστ, κ. ά.»), γνωστότερη ως η «Δίκη των ομήρων», οριοθετώντας τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπου γίνεται λόγος για δολοφονία/ες, εξόντωση, υποδούλωση, εκτόπιση και άλλες απάνθρωπες πράξεις που διαπράχθηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονταν 11 από τους 12 στρατηγούς που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου στα Βαλκάνια, Οι δίκες αυτές έγιναν μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του Διεθνούς Στρατοδικείου της Νυρεμβέργης, που έμειναν στην ιστορία ως Επακόλουθες Δίκες της Νυρεμβέργης. Οι δίκες αυτές είχαν σαν σκοπό την ποινική δίωξη αξιωματούχων του ναζιστικού καθεστώτος, οι οποίοι συνέβαλαν με τις πράξεις τους στην διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Μεταξύ αυτών ήταν και οι Felmy Hellmuth και Wilhelm Speidel, που καταδικάστηκαν  σε φυλάκιση 15 ετών και 20 ετών αντίστοιχα. Οι δύο τελευταίοι «τιμωρήθηκαν» ως υπεύθυνοι για τα εγκλήματα που διέπραξε η Βέρμαχτ στην περιοχή των Καλαβρύτων. Ο Karl von Le Suire ο «πρωταγωνιστής» και υπεύθυνος αυτής της σφαγής, δεν δικάστηκε ποτέ ως εγκληματίας πολέμου, παρά πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών.