Το “Κίνημα Αλλαγής”, οι κυβερνητικές συνεργασίες και το εκλογικό σύστημα

Του Γ. Χ. Σωτηρέλη

 

 «Mε ποιον θα συνεργασθείτε μετά τις επόμενες εκλογές»; Αυτό ήταν το ερώτημα που ετίθετο συνεχώς στους υποψηφίους, καθ’όλο το διάστημα της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά και εξακολουθεί να απευθύνεται μονότονα στην εκλεγείσα επικεφαλής του νέου φορέα. Η συμμετοχή μου στην επιτροπή που διεξήγαγε τις εκλογές δεν μου επέτρεπε να λάβω θέση κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και γι αυτό ευχαριστώ τις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας που μου δίνουν σήμερα αυτήν την ευκαιρία.

Α. Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα προϋποθέτει, εν πρώτοις, την γενικότερη  ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση του νέου φορέα. Τι είναι και τι θέλει να είναι;

Στο σημείο αυτό νομίζω ότι τα αποτελέσματα της εκλογής είναι εξαιρετικά  εύγλωττα και δεν αφήνουν περιθώρια για παρανοήσεις. Η άποψη ότι ο νέος φορέας εντάσσεται στο «κέντρο», δηλαδή σε έναν ιδεολογικά ουδέτερο και πολιτικά επαμφοτερίζοντα «ενδιάμεσο» χώρο, ηττήθηκε στρατηγικά, παρότι την καλλιέργησαν και την υποστήριξαν με θέρμη όχι μόνον ο Σταύρος Θεοδωράκης, ως υποψήφιος, αλλά και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η «Ωρα Αποφάσεων» και μεγάλο μέρος του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου, που επιχειρεί να χειραγωγήσει τις σχετικές εξελίξεις.

Πράγματι, με βάση την ιδεολογική αυτοτοποθέτηση τόσο της επικεφαλής όσο και όλων των άλλων βασικών υποψηφίων, το «Κίνημα Αλλαγής», παρά τον ιδεολογικά άχρωμο (προσωρινό) τίτλο του, εντάσσεται ρητά είτε στον χώρο της «κεντροαριστεράς» είτε στον χώρο της «σοσιαλδημοκρατίας» (που επί της ουσίας περίπου ταυτίζονται).

Μολονότι λοιπόν εκκρεμεί το Συνέδριο, που θα καθορίσει ειδικότερα το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα του, είναι ήδη σαφές ότι ο νέος φορέας ανήκει ήδη στον πόλο της εν ευρεία εννοία (πληθυντικής) Αριστεράς, τουλάχιστον με βάση τα ισχύοντα σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρή δημοκρατική και κοινοβουλευτική παράδοση.

Άρα, θα μπορούσε να πει κανείς,  είναι κατ’αρχήν εύλογο όχι μόνον να θεωρείται συγγενής πολιτική δύναμη με τον ΣΥΡΙΖΑ, που κυριαρχεί πλέον σε αυτόν τον χώρο, αλλά και να τίθεται με έμφαση, ιδίως από τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, το ζήτημα μιας μελλοντικής συνεργασίας μαζί του, ώστε να συγκροτηθεί ένας νέος προοδευτικός συνασπισμός εξουσίας (κάτι που ψελλίζει πλέον, ολοένα και συχνότερα, και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, ως παρατηρητής ήδη στις συναντήσεις του ευρωπαϊκού σοσιαλιστικό κόμματος).

 Η πολιτική του νέου φορέα δεν νοείται να ασκείται με βάση  απωθημένα και ψυχώσεις, όσο κατανοητές και αν είναι. Πολλώ δε μάλλον όταν μια τέτοια στάση οδηγεί, εμμέσως πλην σαφώς, από τη Σκύλλα στην Χάρυβδη.

Β. Μια τέτοια προσέγγιση, όμως, στέκεται απλώς –και απλουστευτικά– στα επιφαινόμενα και κάθε άλλο παρά αποδίδει την σημερινή σύνθετη και πολύπλοκη πραγματικότητα στη χώρα μας.

Ας ξεκινήσουμε με τον όρο Αριστερά, τον οποίο δύσκολα αποδέχονται πλέον πολλοί προοδευτικοί πολίτες (παρότι αυτοτοποθετούνται στην «κεντροαριστερά» ή στην «σοσιαλδημοκρατία») διότι τον ταυτίζουν  με τον «κομμουνιστογενή» κατά βάση ΣΥΡΙΖΑ, που βαυκαλίζεται ότι είναι η «πρώτη φορά Αριστερά»…

Αλλά και πέρα από αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ βαρύνεται με τόσα και τέτοια λάθη που όχι μόνον αμαυρώνουν την πορεία του αλλά κυριολεκτικά θέτουν εν αμφιβόλω τον προοδευτικό χαρακτήρα του. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς: την εγκατάλειψη κάθε «κόκκινης γραμμής» όταν κατάλαβε τις αριστερίστικες αυταπάτες και αποφάσισε να δώσει τον υπέρ πάντων αγώνα για την παραμονή στην εξουσία; Την άκρως διχαστική και βαθύτατα υποτιμητική –ή και υβριστική– πολιτική απέναντι στους αντιπάλους; Την τραυματική αντιμετώπιση των θεσμών, με αποκορύφωμα το αλήστου μνήμης δημοψήφισμα; Την σκανδαλώδη απόπειρα χειραγώγησης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου; Τις κάκιστες επιλογές μελών της ηγεσίας ανώτατων δικαστηρίων αλλά και τις άκομψες και συχνά χονδροειδείς παρεμβάσεις στον χώρο της δικαιοσύνης; (στις οποίες, πάντως, δεν συμπεριλαμβάνεται η –ορθή– κριτική για την εμφανή απροθυμία των δικαστών να υπαχθούν στο «πόθεν έσχες»…).

Ακόμη χειρότερη, βέβαια, ήταν η σαφής έως πρόσφατα επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να ανατινάζει όλες τις γέφυρες για πιθανή συνεργασία, τόσο με αήθεις και απαξιωτικές επιθέσεις όσο και –ιδίως– με την σπουδή που έδειξε να εναγκαλισθεί και πάλι ασφυκτικά, μετά τις δεύτερες εκλογές, την λούμπεν ακροδεξιά του Καμμένου, χωρίς καν να επιχειρήσει οποιοδήποτε άνοιγμα στις πρόθυμες –τότε– για συνεργασία ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού…

Γ. Ωστόσο,  η πολιτική του νέου φορέα δεν νοείται να ασκείται με βάση  απωθημένα και ψυχώσεις, όσο κατανοητές και αν είναι. Πολλώ δε μάλλον όταν μια τέτοια στάση οδηγεί, εμμέσως πλην σαφώς, από τη Σκύλλα στην Χάρυβδη, δηλαδή στον εκ νέου εναγκαλισμό με την Νέα Δημοκρατία, παρότι ο προηγούμενος –που ήταν μάλιστα άνευ όρων, τόσο ως προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού όσο και ως προς ορισμένες συντηρητικές και αυταρχικές πολιτικές…– είχε τραυματικές συνέπειες για τον χώρο και υποθήκευσε πολλαπλά το μέλλον του…

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, η μόνη ορθή τακτική για τον νέο φορέα είναι αυτή που ακολούθησε έως τώρα το ΠΑΣΟΚ: εθνική συνεννόηση, ως απαράβατος όρος για να υπερβούμε οριστικά την κρίση, που θα επιστεγασθεί, για κάποιο επαρκές χρονικό διάστημα, με μια κυβέρνηση ευρύτατης συνεργασίας (τύπου Μόντι), την οποία θα στηρίξουν τόσο η  ΝΔ όσο και ο  ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των επόμενων εκλογών.  Για να υπάρχει όμως συνέπεια λόγων και έργων, αυτό σημαίνει ότι αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία ο νέος φορέας δεν θα συμπράξει κυβερνητικά ούτε με την ΝΔ ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, επισημαίνοντάς τους ταυτόχρονα ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη για διεξαγωγή δεύτερων εκλογών.

Πρόκειται βέβαια για εκλογές που θα διεξαχθούν πλέον με απλή αναλογική, δηλαδή με το εκλογικό σύστημα που έφερε με μικροκομματικούς υπολογισμούς ο ΣΥΡΙΖΑ (και το οποίο, παρά ταύτα, κακώς καταψήφισε το ΠΑΣΟΚ, αφ’ενός μεν διότι η ΝΔ επέμεινε πεισματικά στο σημερινό κάκιστο και αντισυνταγματικό εκλογικό σύστημα –τορπιλίζοντας κάθε διάλογο για μια σοβαρή εναλλακτική λύση– αφ’ετέρου δε έτσι διότι  φάνηκε διπλά ανακόλουθο, καθώς η απλή αναλογική όχι μόνον υπηρετούσε, στη συγκεκριμένη συγκυρία, την ως άνω στρατηγική της εθνικής συνεννόησης αλλά και την είχε προτείνει το ίδιο, μόλις πριν από ένα χρόνο…). 

Οι εν λόγω εκλογές είναι βέβαιο ότι θα διευκολύνουν, χωρίς το απαράδεκτο άνευ όρων πριμ των 50 εδρών, τον σχηματισμό κυβέρνησης ευρύτατου συνασπισμού, έστω και υπό τον τύπο μιας κυβέρνησης μερικής συνεργασίας ή ανοχής (διότι βέβαια δεν θα νοούνται, πλέον, τρίτες εκλογές). Η  κυβέρνηση αυτή θα μπορέσει πλέον να συζητήσει νηφάλια ένα νέο, πράγματι πρόσφορο αλλά  και μακρόπνοο, εκλογικό σύστημα, το οποίο, κατά την προ πολλού εκφρασθείσα άποψή μου –που κατά βάση είχε υιοθετήσει και το ΠΑΣΟΚ αλλά και ο  Π. Κουρουμπλής ως υπουργός Εσωτερικών…–  πρέπει να εκκινεί μεν από την απλή αναλογική, αλλά να μεταπίπτει σε σύστημα μικρής πριμοδότησης  (25-30 έδρες), για λόγους κυβερνησιμότητας, αν το πρώτο κόμμα ή ο πρώτος συνασπισμός υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσοστό (πχ 42-44%) και απέχει πάνω από 1% από το (ή τον) δεύτερο.

 

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νέα Σελίδα, 30-31.12.2017