Του Νίκου Λακόπουλου
Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να θέλει την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα -όπως κάνουν οι αρχηγοί στο δικό του κόμμα, πράγμα που δεν ισχύει, η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ έδειξε βασικά ένα πράγμα που θα επικυρώσει το συνέδριό του: ο Αλέξης Τσίπρας είναι αναμφισβήτητος ακόμα και από την κομματική αντιπολίτευση και θα οδηγήσει το κόμμα του στις εκλογές.
Το ερώτημα μαζί με το πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές είναι ποια και πόσα κόμματα θα συμμετέχουν σ΄αυτές -δεδομένου πως -κατά τον Αλέξη Τσίπρα- το πολιτικό σκηνικό είναι “ρευστό”.
Το μόνο βέβαιο είναι πως οι εκλογές αυτές θα γίνουν με απλή αναλογική και το άλλο ερώτημα εκτός από το πότε θα γίνουν είναι υπό ποιες συνθήκες θα γίνουν αυτές οι εκλογές -με την “προφητεία” πως οι εξελίξεις στις σχέσεις με την Τουρκία μας οδηγούν σε εθνική κρίση -ένα νέο “1974” όπως προβλέπουν πολλοί.
Ο στόχος του 4% στην ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται -προβλέπεται στο 2,4% για την επόμενη χρονιά- και το όραμα Μητσοτάκη για την “Φωτεινή Ελλάδα” με το οποίο πήρε τις εκλογές καταρρέει σε όλα τα επίπεδα. Πέρα από τον Σαμαρά με δηλώσεις και υπαινιγμούς βλέπουμε τους παίχτες στη Νέα Δημοκρατία να ετοιμάζονται για την μετά Μητσοτάκην εποχή.
Δεν είναι μόνο τα εθνικά θέματα, αλλά η διάψευση των ελπίδων που έδωσε ο Μητσοτάκης -χωρίς να υπόσχεται τίποτα, αλλά όλα σε όλους- θα προκαλέσει μαζί με κοινωνικές αναταράξεις και πολιτικές εξελίξεις που μπορεί να πάρουν μορφή χιονοστιβάδας.
Εκτός αν βέβαια συμβεί το αδιανόητο για την ελληνική ιστορία: τίποτα δεν θα συμβεί τα επόμενα τρισήμισυ χρόνια, ο Μητσοτάκης θα κερδίσει και τις επόμενες εκλογές έχοντας τηρήσει τις υποσχέσεις του, όπως λέει, και ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει τις εκλογές -πράγμα που αυτή τη φορά δεν θα είναι ανώδυνο για τον Αλέξη Τσίπρα.
Το σενάριο αυτό προβλέπει και την …άνοδο του Κινάλ -για όσους μέσα σ΄αυτό δεν διανοούνται μια συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Από κει και πέρα -θα ζουν όλοι ευτυχισμένοι με μια νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη με ή χωρίς συνεργασία του Κινάλ -που στις εκλογές με απλή αναλογική θα είναι το κρίσιμο κόμμα-κλειδί για τις εξελίξεις. Το ποτάμι δηλαδή θα γυρίσει πίσω.
Νέα κόμματα δεν θα υπάρξουν, ούτε ανατροπές στην πολιτική ζωή -παρότι τα τελευταία χρόνια πήγαινες στις εκλογές να ψηφίσεις και έπαιρνε δώρο ένα ακόμα. Ο Μητσοτάκης θα εδραιώσει την ηγεμονία του σε ένα χώρο που θα αρχίζει από τον …σοσιαλδημοκράτη Χρυσοχοϊδη και θα φτάνει στην Άκρα Δεξιά – ενσωματώνοντας τους ψήφους της “Χρυσής Αυγής” ή και συνεργαζόμενος με τον Βελόπουλο. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ θα γυρίσει στο περιθώριο.
Αυτή την πολιτική ακινησία θεωρούν δεδομένη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που βγαίνουν και λένε καθαρά πως μετά τις εκλογές με απλή αναλογική, όπου κανένα κόμμα δεν θα μπορεί μόνο του να σχηματίσει κυβέρνηση, θα συνεργασθούν με το Κινάλ -άρχισαν ήδη επαφές, τον Βαρουφάκη -που περνάνε από σαράντα κύματα για την “ιδιάζουσα ευθύνη” το 2015 και το …ΚΚΕ.
Ωστόσο, αν μελετήσουμε προσεκτικά όσα έχει πει ο Αλέξης Τσίπρας, δεν μιλά με …ονόματα, αλλά για μια συμμαχία προοδευτικών δυνάμεων- στις οποίες εντάσσει και μέρος της δημοκρατικής …δεξιάς με στόχο όχι ακριβώς ένα αντιδεξιό μέτωπο, αλλά αντινεοφιλελεύθερο με αντίπαλο την Ακροδεξιά.
Οι αναφορές του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στον Άρη Βελουχιώτη, αλλά και τον Ελ. Βενιζέλο -που τιμά την “προοδευτική παράταξη” -πέρα φυσικά από τον Ανδρέα Παπανδρέου εξυπηρετούν την πολιτική στρατηγική ενός κόμματος που αν δεν συσπειρώσει πέρα από “κετρώες” και φιλελεύθερες δεξιές δυνάμεις δεν μπορεί να πάρει την κυβέρνηση, αλλά να έλθει και πάλι ισχυρό για αριστερό κόμμα, αλλά δεύτερο ή πρώτο χωρίς να μπορεί να κυβερνήσει.
Η πρόσφατη αναφορά του στους “αρμούς της εξουσίας” -που δεν κατάφερε να ελέγξει η “πρώτη φορά Αριστερά”, αλλά πρέπει να το κάνει η δεύτερη προκάλεσε σχόλια για “ολοκληρωτισμό”, αλλά είναι ο πυρήνας του κυβερνητικού απολογισμού ενός κόμματος που πήρε την κυβέρνηση -με 35% και δεξιά δεκανίκια, αλλά όχι την εξουσία.
Μοιάζει και λίγο με το “πρέπει να δημιουργήσουμε νέα τζάκια” του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά κυρίως αποδεικνύει πως μια κυβέρνηση που οδηγείται σε ήττα ή συμβιβασμό, που πολλές αδυνατεί να παρέμβει στην οικονομία και την κοινωνία, μπορεί να είναι αριστερή, αλλά είναι μια αδύναμη κυβέρνηση.
Για να υπάρξει η “δεύτερη φορά αριστερά” δεν φτάνει ο βαυκαλισμός για τα “ιστορικά επιτεύγματα” της πρώτης, ούτε οι προβληματισμοί του Γιάννη Δραγασάκη για τον Λένιν και τα …διλήμματα του. Θα πρέπει το κόμμα να γίνει κόμμα “λαϊκών μαζών” -όπως είπε ο Αλέξης Τσίπρας, ισχυρό στην κοινωνία, τους δήμους, τα συνδικάτα, τα πανεπιστήμια.
Να γίνει πιο ελκυστικό -κατά τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Και βέβαια να ασχοληθεί πέρα από τα οργανωτικά και τα λάθη του με την πραγματική πολιτική, την ιδεολογία του -που έχει μείνει στην εποχή της Βάρκιζας και της Οκτωβριανής Επανάστασης- και να απαντήσει στο ερώτημα τι σημαίνει σήμερα Αριστερά, τι σημαίνει σύγχρονο αριστερό και μαζικό κόμμα κι αν αυτές οι λέξεις χωράνε στην ίδια φράση.
Προφανώς δεν φτάνει ο ‘μετασχηματισμός”, αλλά χρειάζεται ένα νέο κόμμα -που δεν μπορεί να προκύψει από ανακύκλωση παλιών υλικών. Το ερώτημα είναι αν αυτό θα γίνει πριν τις επόμενες εκλογές, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ του 32% -στην πραγματικότητα του 24%- ή μετά από μια νέα ήττα.
Αν δηλαδή αποχτήσει συνείδηση παράταξης κι όχι κόμματος -που δεν θέλει folowers- κι αν αντί να συνεργασθεί με άλλες δυνάμεις -όπως θέλουν οι οπαδοί της καθαρότητας, τις εκφράσει μέσα στο ίδιο, αλλά μεγαλύτερο, πιο ανοιχτό, πολυτασικό και πολύχρωμο νέου τύπου κόμμα -που θα ξεφύγει από την εφιαλτική ομοφωνία στις αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής -κι από την ίδια την επιτροπή.
Αυτό είναι το στοίχημα που αν δεν κερδηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα χάσει μόνο τις εκλογές. Θα έχει περάσει στο παρελθόν για το οποίο τα στελέχη του θα έχουν βέβαια να διηγούνται τι έγινε το 2015, πώς και γιατί χάθηκε η μάχη και πόσο υπέρτερες ήταν οι δυνάμεις του αντίπαλου -πάλι δηλαδή θα μιλάνε για μια ήττα και την επόμενη φορά, η οποία όμως δεν θα υπάρξει.