Το σκάνδαλο των υποκλοπών, η κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη: όταν η γυναίκα του Καίσαρα όχι μόνο δεν είναι τίμια, αλλά το δείχνει κιόλας

Του Νίκου Λακόπουλου

Η ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για το πόρισμα Ζήση για τη θλιβερή υπόθεση των υποκλοπών προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων καθώς ήταν ένα κείμενο επικοινωνιακό -όπως το χαρακτήρισε ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος:

“Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, για μια τέτοια υπόθεση, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου όφειλε να εκδώσει ειδική ανακοίνωση (κάτι που δεν προβλέπεται), η κ. εισαγγελεύς θα έπρεπε να κρατήσει τις αποστάσεις που προσήκουν στη θέση της”.

Ο Προέδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός στο “Βήμα της Κυριακής” θα παρατηρήσει ότι “η Εισαγγελέας του ΑΠ, μετά την επιλογή της από την Κυβέρνηση στην συγκεκριμένη θέση, αφαίρεσε την έρευνα της υπόθεσης από τους αρμόδιους Εισαγγελείς Πρωτοδικών, προκειμένου να ανατεθεί σε Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επικαλούμενη την αναβάθμιση της έρευνας, γεγονός που δεν έχει συμβεί σε άλλες επίσης μείζονος σημασίας υποθέσεις, κατά το παρελθόν”.

«Η γυναίκα του καίσαρος δεν αρκεί να είναι τιμία αλλά πρέπει να φαίνεται και προς τούτο. Χωρίς Δικαιοσύνη και Κράτος Δικαίου δεν υπάρχει δημοκρατία” επισημαίνει ο πρόεδρος του ΔΣΑ και καταλήγει:

Η αλληλεπίδραση μεταξύ της Δικαιοσύνης και της Εκτελεστικής Εξουσίας, διατρέφεται ιδίως από την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων από την Κυβέρνηση και την τοποθέτηση ανωτάτων δικαστών σε δημόσιες θέσεις αμέσως μετά την αφυπηρέτηση τους”.

Ο εκφοβισμός των δημοσιογράφων

Το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ σε ανακοίνωσή του σημειώνει ότι η εισαγγελική έρευνα φέρεται να μην αξιοποίησε τα ευρήματα της δημοσιογραφικής έρευνας και να υποβάθμισε σημαντικά στοιχεία, προκαλώντας ανησυχία για τον εκφοβισμό των δημοσιογράφων και τη φίμωση της έρευνας.

Η πρακτική αυτή, είναι επιπρόσθετα ανησυχητική διότι οπλίζει με επιχειρήματα όσους ελέγχθηκαν για το ρόλο τους στις υποκλοπές και επιδόθηκαν σε καταχρηστικές αγωγές σε βάρος των δημοσιογράφων που προχώρησαν στις αποκαλύψεις. Πρακτικά, έχει ως συνέπεια τον εκφοβισμό δημοσιογράφων και την φίμωση της δημοσιογραφικής έρευνας για το θέμα.

Αν επαληθευθούν από το περιεχόμενο του πορίσματος όσα καταγράφονται στην ανακοίνωση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, εγείρονται νέα ερωτήματα για το βάθος της διαλεύκανσης της υπόθεσης και μένουν αναπάντητα τα καίρια ερωτήματα που έθεσε, από την πρώτη στιγμή, η ΕΣΗΕΑ:

α) πώς διασφαλίζεται ότι δημοσιογράφοι δεν θα εξακολουθούν να γίνονται στόχοι παράνομων παρακολουθήσεων και αναιτιολόγητων αποφάσεων άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών τους,

β) γιατί εξαρχής παρακολουθούνταν δημοσιογράφοι και διευθυντές εφημερίδων“.

Νομιμότητα και Δικαιοσύνη

Η Εισαγγελέας του ΑΠ για να δικαιολογήσει την έλλειψη αιτιολογίας στις διατάξεις για την άρση του απορρήτου, επικαλείται απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, αλλά για να εκδοθεί αναιτιολόγητη διάταξη άρσης απορρήτου επικοινωνιών, προϋπόθεση είναι η ύπαρξη αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος της αρμόδιας Αρχής, από το οποίο μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης και αφετέρου το δικαίωμα πλήρους πρόσβασης του παρακολουθουμένου στο σχετικό φάκελο.

Με απλά λόγια η Εισαγγελέας του ΑΠ που έκρινε σύννομες τις παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ οφείλει να γνωστοποιήσει τους λόγους που τις επέβαλαν πρωτίστως στα υπό παρακολούθηση πρόσωπα, σύμφωνα και με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ κατά τον πρόεδρο του ΔΣΑ.

“Αν η κυβέρνηση θέλει να απορρίψει τις αιτιάσεις ότι, άμεσα ή έμμεσα, επηρεάζει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, μπορεί να το κάνει με έναν πολύ απλό τρόπο: να πληροφορήσει τα θύματα των υποκλοπών για ποιους λόγους παρακολουθήθηκαν και, ενδεχομένως, να ζητήσει συγγνώμη από όσους παρακολουθήθηκαν «εκ λάθους». Οσο δεν το πράττει, δεν θα μπορέσει να αποτινάξει τη σκιά της συμπαιγνίας” γράφει ο Νίκος Αλιβιζάτος.

Η παρέμβαση του Προέδρου της ΑΔΑΕ

Η παρέμβαση του Χρήστου Ράμμου είναι καταλυτική και πιθανόν να αποτελεί λύση στο πρόβλημα που ανακύπτει:

“Ο εκδώσας αυτήν εισαγγελικός λειτουργός δεν απαλλάσσεται όμως από το να του ζητηθούν στο μέλλον με βάση καταγγελία ή ένδικο μέσο οποιουδήποτε μπορεί να θεμελιώσει σχετικό έννομο συμφέρον ευθύνες είτε πειθαρχικές, είτε αστικές, είτε ακόμη και ποινικές σε περίπτωση που διαπιστωθεί από την ΑΔΑΕ (ενεργούσα είτε κατόπιν καταγγελίας ή ερωτήματος θιγέντος πολίτη, είτε αυτεπαγγέλτως) ότι δεν τηρήθηκαν η διαδικασία ή κάποιος όρος  που απαιτούνται για την έκδοση της επίμαχης διάταξης”.

Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ με ένα ιστορικό κείμενο λέει πως “Ο τελικός σκοπός ύπαρξης μιας  δημοκρατικής πολιτείας  είναι η κατάκτηση του μέγιστου βαθμού ίσης ελευθερίας και η διασφάλιση της απρόσκοπτης απόλαυσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων για όλα τα πρόσωπα. Η εθνική ασφάλεια δεν είναι  δηλαδή η ίδια  τελικός σκοπός.  Αυτό μπορεί να ισχύει μόνο σε δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα”.

Μια  εισαγγελική διάταξη που έχει εκδοθεί χωρίς να έχουν τηρηθεί οι νόμιμοι όροι δεν έχει το γενικό τεκμήριο της νομιμότητας. Αν στο μέλλον με βάση καταγγελία ή ένδικο μέσο οποιουδήποτε μπορεί να θεμελιώσει σχετικό έννομο συμφέρον ευθύνες είτε πειθαρχικές, είτε αστικές, είτε ακόμη και ποινικές ο εκδώσας την διάταξη λειτουργός δεν μπορεί να προβάλλει ένσταση ότι δεν μπορούν  σε καμία περίπτωση  να του ζητηθούν ευθύνες.

Αστική ευθύνη θα ανέκυπτε σε μια τέτοια περίπτωση κατόπιν αγωγής θιγέντος από το μέτρο της άρσης του απορρήτου. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει την ποινική δίωξη εισαγγελικού λειτουργού.

Η ελληνική Δικαιοσύνη -δηλαδή οι συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί- εξυπηρέτησαν την κυβέρνηση στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Η ελληνική κυβέρνηση στη Βουλή προσπάθησε να κλείσει το θέμα οριστικά αγνοώντας την αντιπολίτευση και τον τύπο -αφού η Δικαιοσύνη είναι θέμα τελικά κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Αυτό που κρίνεται πια δεν είναι οι κυβερνητικές ευθύνες στο μεγαλύτερο σκάνδαλο στον πυρήνα της ελληνικής δημοκρατίας, αλλά η νομιμότητα των αποφάσεων της Δικαιοσύνης και η λειτουργία του πολιτεύματος.

Πιθανόν αυτή υπόθεση να έκλεισε όταν η ΕΥΠ αγνόησε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Πολλοί θυμήθηκαν άλλες εποχές όπου η Δικαιοσύνη έκρινε πως “ουδεμία ανάμειξις της κυβερνήσεως υπήρξε”. Μόνο που τότε υπήρχε ο λαός στους δρόμους, ενώ σήμερα ο λαός απουσιάζει.

Αν η κυβέρνηση παρανομεί και η Δικαιοσύνη -που διορίζεται από την κυβέρνηση- κρίνει νόμιμη την παρανομία η δημοκρατία γίνεται ένα κλειστό κύκλωμα εξουσίας όπου η γυναίκα του Καίσαρα όχι μόνο δεν είναι τίμια, αλλά το δείχνει κιόλας.