Tου Χουάν Ντομίγο Σάντσεθ Εστόπ
Τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών της Ανδαλουσίας, που διεξήχθησαν την περασμένη Κυριακή, έθεσαν τέλος στην αδράνεια της τοπικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης του PSOE, το οποίο είχε μετατραπεί σε ένα πραγματικό κομματικό καθεστώς. Δεν θα πρέπει σε αυτό το σημείο να αγνοήσουμε τις κοινωνικές επιπτώσεις από την εκλογική κατακρήμνισή του: εάν καταργηθούν οι θέσεις εκείνες των υπαλλήλων που πολιτικά διορίσθηκαν από το Ανδαλουσιανό PSOE, τότε 25.000 άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους.
Η κυβέρνηση του PSOE στην Ανδαλουσία δεν ήταν μια συνηθισμένη κυβέρνηση, αλλά ένα αυθεντικό καθεστώς βασισμένο στον πελατειακό χαρακτήρα, που ως γνωστόν συνίσταται σε μία συστηματική ανταλλαγή προστασίας ή ευνοιών, με αντάλλαγμα την υπακοή. Τα επίπεδα δωροδοκίας και διαφθοράς στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, το οποίο παρέμεινε αμετακίνητο στην εξουσία από το 1978 μέχρι τώρα, είναι πολύ σημαντικά.
Τούτα τα 40 χρόνια δεν αντικατοπτρίζουν τη διάρκεια μιας κανονικής δημοκρατικής διακυβέρνησης, αλλά αντιστοιχούν στη χρονική διάρκεια ενός καθεστώτος, τόσο ανθεκτικού, όσο και το δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο. Η δύναμη ενός πελατειακού καθεστώτος βασίζεται στη δυνατότητα επιβράβευσης της υπακοής με αντίστοιχες εύνοιες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα κάτι τέτοιο υπήρξε δυνατό, κάτι που επέτρεψε στην τοπική κυβέρνηση να μετατραπεί σε ένα «κοινωνικό μαξιλάρι» σε μια περιοχή με τεράστιες ανισότητες, που γίνονταν ιδιαίτερα ορατές κυρίως σε περιόδους κρίσης. Τα πάντα όμως αρχίζουν να καταρρέουν όταν λιγοστεύουν τα κονδύλια για πραγματοποιηθεί αυτή η αναδιανομή κεφαλαίων: αυτό συνέβη κατά την τελευταία οικονομική κρίση. Με τη λιτότητα άρχισε συνάμα και μια ισχυρή διάβρωση αυτού του συστήματος εξουσίας.
Οι Podemos της Ανδαλουσίας και η ηγεσία τους αντιπροσωπεύθηκαν από την Τερέσα Ροδρίγεθ, γνωστό και προβεβλημένο στην κοινωνία μέλος της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του κόμματος και προσπάθησαν να αδράξουν την ευκαιρία της κρίσης, αλλά και της δυναμικής των κινητοποιήσεων της 15M (οι καταλήψεις της 15ης Μαΐου 2011 στις πλατείες) και των άλλων μορφών κοινωνικής αντίστασης, προκειμένου να αποσπάσει την ηγεμονία από το PSOE. Μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις κατόρθωσε να επιτύχει σημαντικές επιτυχίες, όπως να αποσπάσει τη δημαρχία στην πόλη του Κάδιθ, σε γενικές γραμμές το κόμμα απέτυχε στους προγραμματικούς του στόχους, ίσως και λόγω της εγγενούς δυσκολίας που υπάρχει σε κάθε στρατηγική η οποία στόχο έχει να «σπάσει» σε ένα μεγάλο βαθμό ένα πελατειακό πολιτικό πλαίσιο. Στην προηγούμενη τοπική κοινοβουλευτική περίοδο, οι Podemos αρνήθηκαν να στηρίξουν τη σοσιαλίστρια πρόεδρο Σουσάνα Ντίαθ, η οποία έως σήμερα κυβερνούσε με την υποστήριξη των Ciudadanos, το νέο κόμμα που διεκδικεί την ηγεμονία στη Δεξιά της Ισπανίας.
Το Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) στην Ανδαλουσία είναι ο κληρονόμος ενός παραδοσιακού δικτύου κηδεμονίας των γαιοκτημόνων και των κομματαρχών (εξέλιξη των παλαιών οπλαρχηγών), που υπάρχει ακόμα και σήμερα, έστω και εάν υπηρετούσε την ηγεμονία, ή είχε τεθεί υπό την αιγίδα του PSOE. Η δεξιά της Ανδαλουσίας παραμένει ακόμη Φρανκική, είναι φονταμενταλιστικά Καθολική και διέπεται από μία «εμφυλιοπολεμική» παράδοση και λογική, μολονότι κάποιοι τομείς της μπόρεσαν κι εκσυγχρονίσθηκαν με τον καιρό. Και το ΡΡ υπέστη επίσης μεγάλη απώλεια ψήφων και εδρών την Κυριακή, που πιθανόν αποτελεί την επανάληψη της καθίζισης σε πανεθνικό επίπεδο ενός κόμματος που έχει ταυτιστεί με τη διαφθορά. Πολλοί ψήφοι του επιμερίσθηκαν, εν μέρει προς τους Podemos, αλλά το ουσιαστικότερο τμήμα του κατέληξε στο νέο αναδυόμενο κόμμα της ακροδεξιάς, το Vox.
Το Vox αποτελεί μία καινοτομία στην πολιτική ζωή της Ισπανίας: στην Ισπανία η άκρα δεξιά υπέβοσκε μεν πάντοτε στους εσωτερικούς μηχανισμούς του κράτους, όμως ουδέποτε κατόρθωσε να αποτελέσει μία αυτόνομη πολιτική οντότητα. Ο συνδυασμός της καταλανικής κρίσης και η είσοδος στο προσκήνιο της κοινωνίας του ζητήματος της μετανάστευσης, έδωσε ώθηση σε ένα σχεδόν ανύπαρκτο κόμμα μέχρι πριν από λίγους μήνες, που συγκέντρωσε το 12% των ψήφων. Το Vox, ένα κόμμα που αντιτίθεται στη μετανάστευση, έχει επιτύχει εξαιρετικά αποτελέσματα σε περιοχές όπου η οικονομία βασίζεται ακριβώς στη μεταναστευτική εργασία. Προφανώς, το πραγματικό του ενδιαφέρον δεν είναι να μην υπάρχει μετανάστευση, αλλά κόπτεται ώστε αυτή να παραμείνει παράνομη, προκειμένου να διατηρηθεί η επιλεγόμενη «πλαστική γεωργία», που βασίζεται στην άντληση της απόλυτης υπεραξίας μέσω βάναυσων μορφών εκμετάλλευσης.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής στην Ανδαλουσία μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί πως είναι ο καρπός της μαζικής αποχής από την ψηφοφορία, αποχής που κινήθηκε άνω του 44%. Τούτη η αποχή κατά τεκμήριο πάντα τιμωρεί ιδιαίτερα την Αριστερά. Από τη μία πλευρά αυτό οφείλεται στη η φθορά της Σουσάνα Ντίαθ, αλλά και από την άλλη, ιδιαίτερο βάρος υπέστη η υποψηφιότητα των Podemos και IU (Εμπρός Ανδαλουσία-Adelante Andalucia) από την τρέχουσα στρατηγική της κεντρικής ηγεσίας του κόμματος να στηρίξει την σοσιαλιστική κυβέρνηση του PSOE υπό τον Πέδρο Σάντσεθ. Παράλληλα, άλλοι παράγοντες, όπως η αυτονομιστική κρίση στην Καταλονία μπορούν κάλλιστα να επεξηγήσουν τη μετάγγιση τούτων ψήφων από τα στρώματα της μεσαίας τάξης, που παραδοσιακά υποστήριζε το PSOE, προς τους Ciudadanos και ακόμη-ακόμη προς το Vox. Με αυτόν τον τρόπο, μια περιοχή που θεωρείτο προπύργιο της «Αριστεράς» από τη μεταπολίτευση ίσαμε σήμερα έχει πλέον μια δεξιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ακόμη όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά: είναι πιθανό πως δεν πρόκειται να υπάρξει μια ανοιχτή συμμαχία των δύο δυνάμεων της Δεξιάς με την Ακροδεξιά, διότι οι Ciudadanos δεν μπορούν να αντέξουν μια ανοιχτή συμμαχία με το Vox εάν θέλουν να διατηρήσουν τον χαρακτήρα τους ως φιλοευρωπαϊκό κόμμα και να διατηρήσουν επαφές με το Ευρωπαϊκό Φιλελεύθερο Κόμμα. Είναι πολύ πιθανό να σχηματισθεί μία κυβέρνηση των Ciudadanos, που θα υποστηρίζεται από το PSOE, καθώς είναι επίσης δυνατό να υπάρξει και μία κυβέρνηση συμμαχίας Ciudadanos- PP, που θα στηρίζεται εξωτερικά από το Vox. Μολαταύτα, , η άκρα δεξιά -και τούτο είναι η βασική παράμετρος του συμπεράσματος που εξάγεται από το αποτέλεσμα των εκλογών της Ανδαλουσίας–έχει εισβάλλει στην ισπανική πολιτική σκηνή ως φορέας δύο χαρακτηριστικών, που η προηγούμενη συναρμογή της με τον κρατικό μηχανισμό τα καθιστούσε σχετικώς αόρατα, καθώς αυτά δεν πολιτικοποιούνταν με ορατό τρόπο και η εκδήλωσή τους παρέμενε απλώς στο επίπεδο «διακριτικών» διοικητικών πρακτικών: τούτα τα χαρακτηριστικά είναι ο ισπανικός εθνικισμός και η απροσχημάτιστη ξενοφοβία.
* Ο Χουάν Ντομίγο Σάντσεθ Εστόπ είναι πολιτικός αναλυτής και στέλεχος των υπηρεσιών της ΕΕ
Επιμέλεια-μετάφραση: Γιώργης-Βύρων Δάβος
AΠΕ ΜΠΕ