Του Νίκου Χριστοδουλάκη
Η διετία που πέρασε πρέπει να καταγραφεί ως η πιο ευτυχισμένη περίοδος στην θητεία των υπουργών Οικονομικών των περισσότερων χωρών. Λόγω της πανδημίας και της αναστολής λειτουργίας πολλών κλάδων της οικονομίας, σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις είχαν επίσης αναστείλει τους κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας και περιορισμού των ελλειμμάτων με στόχο να μην αφήσουν την συνολική ζήτηση να καταρρεύσει και εισέλθουμε πάλι σε σπειροειδή κρίση. Ακόμα και διαπρύσιοι κήρυκες της δημοσιονομικής ισορροπίας – όπως το ΔΝΤ ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – θεωρούσαν λύτρωση την καταστρατήγηση των ισορροπιών μεταξύ εσόδων και εξόδων υου Προϋπολογισμού για να αποφύγουμε μία νέα παγκόσμια περιδίνηση.
Ακόμα και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά το τέλος της πανδημίας, οι ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη θα συνεχίσουν να ποτίζονται από τους δημοσιονομικούς κρουνούς των προγραμμάτων χρηματοδότησης: Στην μεν Ευρωπαϊκή Ένωση θα υπάρχει για τα επόμενα χρόνια το Ταμείο Ανάκαμψης για την νέα γενεά υποδομών, ενώ στις ΗΠΑ θα τρέχουν τα Προγράμματα για την Απασχόληση και την Οικογένεια που εγκαινίασε ο Μπάϊντεν. Άλλες χώρες ακολουθούν με πιο ασταθή βήματα, αλλά πάντως στην ίδια κατεύθυνση παρατεταμένης ενίσχυσης δαπανών και προγραμμάτων.
Η φρενήρης δημοσιονομική επέκταση που υιοθετήθηκε την τελευταία διετία δεν άργησε να προκαλέσει τα πρώτα προβλήματα στην διεθνή οικονομία και σε κάθε χώρα χωριστά. Πρώτα από όλα, σε πολλές οικονομίες που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν έγκαιρα η πρόσφατη εκτόξευση της ζήτησης λόγω ενίσχυσης από τα κρατικά πακέτα οδήγησε σε έλλειψη αγαθών και άνοδο των τιμών έπειτα από πολλά χρόνια που είχαμε συνηθίσει χωρίς πληθωρισμό. Εάν ο χειμώνας είναι βαρύς και η ροή των καυσίμων από Ρωσία και Εμιράτα συνεχίσει με το σταγονόμετρο, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος μιας έντονης αναζωπύρωσης του σπιράλ των αυξήσεων μισθών-τιμών που θα κάνει καιρό για να ηρεμήσει.ADVERTISINGRemaining Time-0:00FullscreenMute
Το πιο απειλητικό όμως και παρατεταμένο σύμπτωμα θα είναι φυσικά το χρέος το οποίο έχει συσσωρευτεί στις περισσότερες οικονομίες. Για να πάρουμε μια ιδέα των εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο, δημόσιο και ιδιωτικό χρέος φτάνουν πλέον τα 226 τρισεκατομμύρια δολάρια. Από αυτά τα 88 τρισεκατομμύρια δολάρια αφορούν κρατικό χρέος, το οποίο είναι περίπου το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ, (στοιχεία ΔΝΤ, 13/10/2021, Fiscal Policy for an Uncertain World). Εάν η διαχείριση των συνεπειών της πανδημίας δεν καταφέρει να αναζωογονήσει τον ιδιωτικό τομέα και να τον κάνει πάλι αξιόχρεο, τότε πολλές εγγυήσεις θα καταπέσουν και ένα σημαντικό μέρος των ιδιωτικών χρεών θα περάσει στο δημόσιο χαρτοφυλάκιο. Τότε θα αρχίσουν να χτυπάνε πολλές σειρήνες μαζί, οι αγορές θα αρχίσουν να οσμίζονται ότι μερικά επεισόδια του 2008 μπορεί να ξαναπαιχτούν και τα δράματα θα ανέβουν και πάλι στην διεθνή σκηνή.
Ένα κακό γνώρισμα των εξελίξεων είναι ότι θα έχουν ασύμμετρες επιπτώσεις στις διάφορες χώρες. Οι φτωχότερες και λιγότερο ανεπτυγμένες έπαθαν ήδη μεγαλύτερη καταστροφή λόγω της πανδημίας και της έλλειψης εμβολίων, υπέστησαν μεγαλύτερη πτώση της οικονομίας τους λόγω μικρότερων δυνατοτήτων ενίσχυσης και τώρα είναι αντιμέτωπες με μεγαλύτερη πίεση συμμόρφωσης για να εξακολουθήσουν να έχουν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια. Προφανώς θα χρειαστεί να υποστούν και μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή για να αποφύγουν την υπερχρέωση στο άμεσο μέλλον. Για τον λόγο αυτό θα προκληθούν εκτεταμένα υφεσιακά φαινόμενα και δεν αποκλείεται λίαν προσεχώς να δούμε έντονες διακυμάνσεις στην διεθνή οικονομία.
Η Ελλάδα είναι μεν σε καλύτερη μοίρα από τις χώρες αυτές αλλά με πολύ εύθραυστα χαρακτηριστικά. Το Ταμείο Ανάκαμψης της προσφέρει μια άνετη δυνατότητα σοβαρής χρηματοδότησης υποδομών τα επόμενα χρόνια, ενώ οι ρυθμίσεις χρέους που έγιναν το 2018 θα αποτρέπει για άλλη μια δεκαετία την εμφάνιση αξιόλογων πιέσεων στην αποπληρωμή του. Επίσης η εισροή ξένων επενδύσεων εξασφαλίζει προς το παρόν απρόσκοπτη ρευστότητα και ο δανεισμός του δημοσίου έχει εξελιχθεί να είναι σαν «ψάρεμα σε λίμνη»: ασφαλές και επαρκές.
Απέναντι σε αυτά τα καθησυχαστικά χαρακτηριστικά, καλό θα είναι όμως η κυβέρνηση να αρχίσει να βλέπει και όσα είναι λιγότερο ελεγχόμενα και μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητες εξελίξεις. Πρώτη δοκιμασία θα είναι η απότομη προσαρμογή του πρωτογενούς ελλείμματος από το ερεβώδες 7,3% του ΑΕΠ που θα δούμε φέτος, σε άνω του 1% του ΑΕΠ του χρόνου και σε μικρά πλεονάσματα από εκεί και πέρα. Θα μπορέσει άραγε η ελληνική οικονομία να αντέξει ένα περιορισμό της δημόσιας ζήτησης κατά 6% του ΑΕΠ σε μία μόνο χρονιά και ακόμα περισσότερο την μεθεπόμενη; Εμπειρία τόσο μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είναι συνήθης στην Ελλάδα και τα προβλήματα που θα παρουσιαστούν ίσως ξεπερνούν μια εύκολη διαχείριση. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που το ίδιο το ΔΝΤ, (ναι! μάλιστα το ΔΝΤ), συμβούλευε πέρυσι την Ελλάδα να μην κάνει απότομη δημοσιονομική διόρθωση γιατί ακόμα δεν έχει επανέλθει η κανονικότητα (εφημερίδες, 14/10/2020).
[Παρένθεση: Μην ξεχνάμε μάλιστα ότι αυτή είναι η πιο αισιόδοξη εκδοχή των πραγμάτων. Πέρυσι είχε προβλεφθεί ότι το πρωτογενές του 2021 θα ήταν μηδενικό και τώρα βλέπουμε ότι κλείνει ελλειμματικό άνω του 7% του ΑΕΠ. Προφανώς αυτό συμβαίνει λόγω συνέχισης της πανδημίας, αλλά από κακά μαντάτα δεν είχαμε ποτέ έλλειψη στην Ελλάδα. Σε ανάλογη περίπτωση για το 2022, τα δημοσιονομικά θα βγουν εκτός ελέγχου και το χρέος θα ανέβει περαιτέρω].
Δεύτερο αγκάθι η διατήρηση και επαύξηση του ιδιωτικού χρέους που κανείς ακόμα δεν ξέρει πώς θα το αντιμετωπίσει η κυβέρνηση. Το γεγονός ότι το ίδιο πρόβλημα έχουν πολλές οικονομίες σημαίνει ότι κάποιοι διεθνείς οργανισμοί μπορεί να ενσκήψουν για να το αντιμετωπίσουν πριν γίνει εκρηκτικό, αλλά και πάλι η Ελλάδα πρέπει να έχει κάνει την δική της προετοιμασία.
Τρίτο πρόβλημα είναι ότι η δημοσιονομική περιστολή γίνεται σε συνθήκες εισαγόμενου πληθωρισμού. Αυτό σημαίνει ότι οι περικοπές δαπανών και ενισχύσεων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις θα συνδυάζονται με την μείωση της αγοραστικής τους δύναμης εξαιτίας των ακριβότερων εισαγωγών και το κοκτέιλ αυτό μπορεί να γίνει δυναμίτης στην πορεία της ανάκαμψης.
Παρομοίως η διαφαινόμενη άνοδος των επιτοκίων λόγω του αυξημένου χρέους και του συνεπαγόμενου δανεισμού, θα περιορίσει τις επιλογές των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και θα τις θέσει σε διαρκή αναζήτηση περικοπών και εξοικονόμησης. Το αποτέλεσμα θα είναι μειωμένη συνολική ζήτηση και συμπίεση των ρυθμών ανάπτυξης αισθητά κάτω από τα αισιόδοξα ποσοστά που ακούγονται σήμερα.
Για όλους αυτούς τους λόγους το (υπερ)αισιόδοξο προσχέδιο Προϋπολογισμού για το 2022 μάλλον θα αποδειχθεί ότι μικρή σχέση θα έχει με την πραγματικότητα και η τελική Έκθεση που αναμένεται θα είναι πιο ρεαλιστική. Ίδωμεν.
ΑΠΟ ΤΟ NEWS 247