Ένα Βιβλίο σε συνέχειες! (20) <Ποιός σκότωσε τον Πρωθυπουργό;>

[Συνέχεια από το προηγούμενο]

20. Η αποκάλυψη

Σε είκοσι λεπτά έμπαινε με το αυτοκίνητό του στο Μέγαρο Μαξίμου.

Κανείς από τη φρουρά δεν τον ρώτησε τίποτε. Άφησε το αυτοκίνητο με τα κλειδιά στη μηχανή και ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε κάτι σαν φόβο μέσα του. Πήγαινε να συναντήσει τον άνθρωπο που οργάνωσε μια δολοφονία, αλλά εξακολουθούσε να παριστάνει τον αμέριμνο στο γραφείο του. Ήλθε στον νου του η βραδιά που τον είδε αμέσως μετά το έγκλημα.

Πώς θα τον αντιμετώπιζε, άραγε; Από πού θα άρχιζε;

Είχε φτάσει ήδη έξω από το γραφείο του Ντελή. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε. Η πρώτη έκπληξη τον περίμενε. Ο Σταύρος Ντελής καθόταν ήρεμος στο γραφείο του και κάπνιζε ένα πούρο. Ποτέ άλλοτε δεν τον είχε δει έτσι. Φορούσε σκούρο κοστούμι και μαύρη γραβάτα, αλλά το ύφος του δεν είχε τίποτε θλιμμένο. έδειχνε απολύτως ψύχραιμος.

Ο Θεοδωρίδης κοντοστάθηκε.

«Γεια σου, Σταύρο»

«Αντώνη, γιατί στέκεσαι στην πόρτα; Έλα μέσα. Έριχνα μια μάτια στις εφημερίδες, δεν πρόλαβα από το πρωί.»

Ο Θεοδωρίδης προχώρησε.

«Ούτε κι εγώ τις διάβασα, αλλά δε βαριέσαι…»

Του έδωσε το χέρι του με κάποιο δισταγμό, που ο άλλος έδειχνε να κατάλαβε.

«Κάθησε, θα πάρεις ένα ποτό; Εγώ μόλις έβαλα ένα κονιάκ.»

«Όχι, ευχαριστώ», είπε μουδιασμένα ο Θεοδωρίδης και κάθησε.

Ο Ντελής συνέχισε να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες. Όταν τελείωσε, τις πήρε όλες μαζί και τις έριξε στο πάτωμα δίπλα του.

«Λοιπόν, Αντώνη, πού βρισκόμαστε;»

«Τι εννοείς;»

«Θα άκουσες, υποθέτω, ότι ο Αντωνιάδης όρισε ήδη τη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.»

«Όχι, δεν έχω ιδέα.»

«Για μεθαύριο.»

Ο Θεοδωρίδης δεν απάντησε και ο Ντελής συνέχισε:

«Έπρεπε να τα πούμε νωρίτερα ίσως, αλλά με τον Πρόεδρο στο νοσοκομείο καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούσα να μπω σε συζητήσεις. Εγώ τουλάχιστον. Εσείς στο κόμμα σκέφτεστε διαφορετικά. Ακούω ότι όλοι συνεδριάζουν με όλους για να αποφασίσουν τι θα κάνουν.»

Ο Θεοδωρίδης ένιωσε να τον πλημμυρίζει οργή. Είχε μπροστά του έναν άνθρωπο που δεν δίστασε να οργανώσει μια συνωμοσία που κατέληξε σε μια δολοφονία και συμπεριφερόταν σαν να μη συνέβη τίποτε. Ούτε καν το πένθος του για τον θάνατο του Κωνσταντίνου δεν έδειχνε. Κάπνιζε με άνεση το πούρο του και έκανε αδιάφορες ερωτήσεις. Ήταν εξωφρενικό.

«Λοιπόν, Αντώνη, δεν θα μου απαντήσεις;» ρώτησε ο Ντελής, και ο Θεοδωρίδης διέκρινε έναν κυνισμό στη φωνή του.

«Τι θέλει να μάθεις, Σταύρο;»

«Ποιος θα είναι ο διάδοχος του Προέδρου.»

«Αυτός που θα αποφασίσει η Κοινοβουλευτική Ομάδα.»

«Αυτό το ξέρω. Για να ακριβολογώ, ρωτάω εσύ ποιον βλέπεις.»

Ο Θεοδωρίδης ένιωσε αηδία ανάμικτη με θυμό.

«Γι’ αυτό ζήτησες να με δεις, Σταύρο; Για να κάνουμε τις καφετζούδες με προβλέψεις;»

«Μην αρπάζεσαι. Δεν σε φώναξα γι αυτό. Αν ήταν στο χέρι μου δεν θα σε φώναζα καθόλου. Ξέρεις καλά ότι κατά βάθος εμείς οι δύο δεν τα πήγαμε ποτέ καλά. Και αυτό που μας ένωνε ήταν ο Πρόεδρος. Από τη στιγμή που βγήκε από τη μέση ο Κωνσταντίνου, δεν βλέπω γιατί να συνυπάρχουμε.»

«Από τη στιγμή που τον έβγαλες από τη μέση», ήθελε να φωνάξει ο Θεοδωρίδης, αλλά ο Ντελής συνέχισε:

«Σε κάλεσα όμως γιατί πρέπει να σε ενημερώσω για μερικά πράγματα. Και να σου δώσω και μερικά έγγραφα.»

«Δεν καταλαβαίνω.»

«Από εδώ και πέρα οι δρόμοι μας θα χωρίσουν. Εσύ και οι άλλοι θα μείνετε στο κόμμα σας. Θα βγάλετε άλλον αρχηγό και θα συνεχίσετε. Εγώ δεν χωράω πλέον. Θα γυρίσω στη ζωγραφική μου – καιρό τώρα θέλω να οργανώσω μια έκθεση…»

Κόμπιασε λίγο.

«…Οπότε μπορεί να είναι και η τελευταία φορά που τα λέμε. Θα σου δώσω μερικούς φακέλους για τον επόμενο πρωθυπουργό. Και θα σου πω και μερικά πράγματα που πρέπει να ξέρεις για εδώ.»

Ο Θεοδωρίδης ούτε που είχε σκεφτεί ότι ο Ντελής θα τον καλούσε για να του παραδώσει.

«Σταύρο, δεν είμαι αρμόδιος για να παραλάβω τίποτε. Δεν είμαι στην κυβέρνηση. Αυτά είναι θέματα που πρέπει να ξέρει ο επόμενος πρωθυπουργός, όπως είπες. Οπότε θα περιμένεις να τον ενημερώσεις ο ίδιος. Ό,τι κι αν συμβεί από εδώ και πέρα.»

Τόνισε την τελευταία φράση του και περίμενε να δει την αντίδραση του άλλου. Ούτε καν έπαιξαν τα μάτια του. Πολύ ήρεμα απάντησε:

«Αυτά που θα συμβούν εμένα δεν με αφορούν. Δεν ανήκω στο κόμμα. Βρέθηκα εδώ χάρη στον Κωνσταντίνου. Χωρίς αυτόν δεν έχω θέση. Μόλις παραδώσω τα κλειδιά φεύγω.»

Ο Θεοδωρίδης ήταν τώρα ήρεμος και σκεφτόταν τι θα έπρεπε να ρωτήσει τον Ντελή. Και ο ίδιος ήξερε ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τα έλεγαν. Από τη στιγμή που θα συλλαμβανόταν ο Ντελής δεν θα είχε καμία ευκαιρία να του μιλήσει. Γι’ αυτό έπρεπε να τα πουν όλα τώρα. Να του εξηγήσει γιατί μπήκε σ’ αυτή τη συνωμοσία. Ποιος ήταν ο ρόλος του και ποιος ήταν ο ρόλος του Αναγνώστου. Και κυρίως τι κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Ποιος ήταν ο πραγματικός οργανωτής της δολοφονίας.

Δεν ήταν σίγουρος ότι θα έπαιρνε απαντήσεις, αλλά έπρεπε να επιχειρήσει. Δεν ήξερε όμως από πού να αρχίσει και προτίμησε να πει κάτι άλλο.

«Σταύρο, τις τελευταίες μέρες άκουσα και έμαθα πολλά. Για όλους. Έμαθα πράγματα που κανονικά έπρεπε να ξέρω από χρόνια. Και άκουσα όσα δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Δεν είναι του παρόντος. Από όλα αυτά όμως μου μένει μια απορία: ποιος και γιατί; Ποιος οργάνωσε τη δολοφονία του Προέδρου και γιατί το έκανε.»

«Δεν είσαι ο μόνος. Όλοι αυτή την απορία έχουμε. Και πολύ φοβάμαι ότι θα την έχουμε για πολύ καιρό ακόμη. Απ’ ό,τι ξέρω, οι έρευνες κινούνται ακόμη στο σκοτάδι.»

«Έτσι νομίζεις;» πήγε να πει ο Θεοδωρίδης, αλλά το απέφυγε. Συνέχισε ήρεμα:

«Από αστυνομικής πλευράς, ίσως είναι έτσι. Το πολιτικό θέμα όμως είναι άλλο. Ποιοι είχαν λόγους να βγει από τη μέση ο Πρόεδρος. Ποιοι ωφελήθηκαν, αν θέλεις, από τη δολοφονία.»

«Αν θέλεις τη γνώμη μου, ωφελήθηκαν πολλοί. Κυρίως μέσα στο κόμμα.»

«Δηλαδή;»

«Τι δηλαδή, ρε Αντώνη; Δεν ξέρεις τι γινόταν τελευταία; Όλοι ήθελαν να βγει από τη μέση ο Κωνσταντίνου. Ε, λοιπόν, βγήκε.»

«Θες να πεις ότι τον έφαγε το κόμμα του; Ή εν πάση περιπτώσει κάποιος που ήθελε να πάρει τη θέση του; Κάποιοι από τα στελέχη του κόμματος; Αυτό είναι εξωφρενικό…»

Ο Ντελής τον διέκοψε:

«Τι είναι και τι δεν είναι εξωφρενικό σ’ αυτό το κόμμα, εγώ μπορεί να το ξέρω καλύτερα, Αντώνη. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον Πρόεδρο. Σ’ αυτό το γραφείο έχω ακούσει πολλά. Αλλά δεν είναι της ώρας.»

«Δεν σε καταλαβαίνω. Πας να αποδείξεις ότι κάποιος από το κόμμα δολοφόνησε τον Πρόεδρο; Ποιος; Γιατί;»

«Δεν είπα τέτοιο πράγμα. Πολιτική εκτίμηση μου ζήτησες. Ε, λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι όλα έγιναν από μέσα. Τα υπόλοιπα δεν τα ξέρω.»

Ο Θεοδωρίδης αποφάσισε να ρίξει την πρώτη αιχμή:

«Κι όμως, όλοι ξέρουμε ότι εδώ και μήνες ο Κωνσταντίνου βρισκόταν σ’ έναν κλοιό που δεν είχε σχέση με το κόμμα. Άλλοι τον επηρέαζαν.»

«Αντώνη, μην επαναλαμβάνεις το ίδιο τροπάρι με το περιβάλλον του, με το Μέγαρο Μαξίμου που αγνοεί τα κομματικά όργανα και αυτές τις ανοησίες. Ο Κωνσταντίνου δεν ήταν κανένα παιδάκι.»

«Κι όμως, όλα εδώ γινόταν. Και εδώ έγινε και το μοιραίο.»

«Πού το πας; Ότι δολοφόνησαν τον Κωνσταντίνου επειδή ήταν στο Μέγαρο Μαξίμου και όχι στα γραφεία του κόμματος; Αυτά είναι αστειότητες. Οπουδήποτε θα μπορούσε να συμβεί.»

Ο Θεοδωρίδης σηκώθηκε όρθιος.

«Κάνεις λάθος. Όσοι ήσαστε εδώ μέσα εκείνο το βράδυ φέρετε ευθύνη. Δεν βάζουν έτσι στο γραφείο του πρωθυπουργού έναν άγνωστο.»

«Δεν είναι δική μου η ευθύνη, αλλά πρέπει να σου πω ότι δεν ήταν άγνωστος. Τον έστελνε ο Αναγνώστου. Και ξέρεις τι σημαίνει το όνομα του Αναγνώστου εδώ μέσα. Μην τα βάζουμε λοιπόν με την Άννα.»

Ο Θεοδωρίδης ήταν τώρα έξαλλος.

«Δεν εννοούσα την Άννα. Και δεν την ανακατεύω εγώ.»

«Δεν καταλαβαίνω, πού το πας;»

«Όταν ήλθα εδώ αμέσως μετά τη δολοφονία, μου είπες μια ιστορία, Σταύρο.»

Ο Ντελής κοίταξε κάπως φοβισμένα τώρα τον Θεοδωρίδη που συνέχισε στον ίδιο τόνο:

«Μου παρουσίασες τα πράγματα μ’ έναν τρόπο που με άφηνε να καταλάβω ότι κάτι τρέχει με την Άννα. Ότι χειρίστηκε μόνη της το ραντεβού με τον δολοφόνο. Γιατί;»

«Γιατί έτσι έγινε. Η Άννα έκλεισε το ραντεβού, μόνη της.»

«Δηλαδή, αυτή έβαλε μέσα στο γραφείο τον άνθρωπο που σκότωσε τον πρόεδρο;»

Ο Ντελής τον κοίταζε με απορία.

«Τι σου είπα που δεν είναι αλήθεια;»

Ο Θεοδωρίδης πήρε μια ανάσα και συνέχισε:

«Μίλησες και για ένα χαρτί. Για ένα ενημερωτικό σημείωμα που του έδωσε η Άννα και το διάβαζε μπροστά στον δολοφόνο του. Έτσι δεν μου είπες;»

«Όχι ακριβώς. Αλλά δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»

«Εννοώ ότι η Άννα δεν του έδωσε κανένα χαρτί. Τον είδε που διάβαζε ένα χαρτί, αλλά δεν του το έδωσε η ίδια. Τι χαρτί ήταν αυτό, Σταύρο; Γιατί μου μίλησες γι’ αυτό το χαρτί;»

Ο Θεοδωρίδης το είπε και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι είχε ξεφύγει.
Ο Ντελής τον κοίταξε για λίγο και μετά σηκώθηκε από τη θέση του. Έκανε μια μικρή βόλτα στο γραφείο και μετά τον πλησίασε.

«Αντώνη, δεν ξέρω τι λες. Εγώ δεν είπα ότι η Άννα έγραψε κανένα χαρτί. Θυμήσου τι ακριβώς είπα. Ότι το διάβαζε ο πρόεδρος, δεν είπα ότι το έδωσε η Άννα. Αυτό ήταν δικό σου συμπέρασμα.»

Ο Θεοδωρίδης έφερε στον νου τη συζήτηση και αισθάνθηκε ότι ο άλλος είχε δίκιο. Πράγματι, μόνος του είχε καταλήξει στο ότι μπορεί να έγραψε το σημείωμα η Άννα. Όμως ο Ντελής δεν το απέκλεισε.

«Άσε τα μυστήρια, Σταύρο. Τι διάολο χαρτί ήταν αυτό;»

«Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω. Η Άννα πράγματι άνοιξε την πόρτα και είδε τον Πρόεδρο να κρατάει ένα χαρτί. Φυσικά δεν το έγραψε η ίδια.»

«Δεν σε καταλαβαίνω.»

Ο Ντελής κοίταξε στα μάτια τον Θεοδωρίδη πριν συνεχίσει.

«Η Άννα είδε τον Πρόεδρο να διαβάζει ένα χαρτί που του έδωσα εγώ.»

«Εσύ;» ρώτησε ο Θεοδωρίδης, και αμέσως το μυαλό του πήγε πάλι στη συζήτηση με τη Μακράκη και όσα υπαινίχθηκε ότι έγιναν πίσω από την πλάτη της.

«Για να ακριβολογώ, δυο μέρες νωρίτερα του έδωσα ένα φάκελο που είχε φτάσει στα χέρια μου.»

«Τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω.»

«Ήλθε στα χέρια μου την Τετάρτη, πριν τα γεγονότα. Ήταν ένας κλειστός φάκελος, που απευθυνόταν σε μένα, με την ένδειξη να τον παραδώσω μόνο στον Πρόεδρο. Τον πήρα και τον έδωσα αμέσως.»

«Και λοιπόν;»

«Τον άνοιξε μπροστά μου. Και μου είπε για το περιεχόμενό του.»

«Τι έγραφε;»

«Πάλι δεν ξέρω ακριβώς. Θυμάμαι όμως πολύ καλά τι μου είπε.»

«Τι;»

«Μου είπε επί λέξει: Σταύρο, τι θα έκανες στη θέση μου αν σου ζητούσαν να παραιτηθείς; »

«Έτσι σου είπε;»

«Έτσι ακριβώς. Τα ’χασα. Τον ρώτησα τι εννοεί. Και μου έδειξε με νόημα το χαρτί. Δεν πρόλαβα να δω τίποτε περισσότερο. Θα τα πούμε άλλη φορά, μου είπε. Δεν είχα περιθώριο να ρωτήσω τίποτε άλλο.»

Ο Θεοδωρίδης ταράχθηκε. Τι παιχνίδι τού έπαιζε τώρα ο Ντελής; Και ποιον πήγαινε να μπλέξει πάλι; Έκανε πως δεν κατάλαβε και ρώτησε:

«Να παραιτηθεί είπες; Πώς να παραιτηθεί;»

«Δεν ξέρω. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι αυτός που έγραψε το σημείωμα ζητούσε ευθέως από τον Κωνσταντίνου να φύγει.»

«Μου επαναλαμβάνεις τι ακριβώς έγινε;»

«Παίρνω τον φάκελο και τον δίνω στον Πρόεδρο. Τον διαβάζει και καταλαβαίνω από την αντίδρασή του ότι είναι κάτι σαν τελεσίγραφο. Γίνεται έξαλλος, αλλά μου λέει ότι θα το συζητήσουμε άλλη φορά. Και συμπληρώνει και κάτι άλλο.»

«Τι;»

«Ότι κάτι ήθελε να εξακριβώσει εν τω μεταξύ. Μετά έγιναν όσα έγιναν. Και ακούω την Άννα να λέει ότι διάβαζε αυτό το σημείωμα μπροστά στον άνθρωπο που τον δολοφόνησε. Εκεί κόλλησα. Άρχισαν να περνάνε πολλά από το μυαλό μου.»

«Και γιατί δεν είπες τίποτε σε κανέναν; Γιατί με άφησες να πιστεύω ότι το έγραψε η Άννα;»

«Γιατί χάθηκε αυτό το χαρτί. Δεν υπάρχει πουθενά. Και από την πρώτη στιγμή άρχισα να το ψάχνω. Ποτέ δεν το βρήκα. Γι’ αυτό δεν σου μίλησα, ήθελα να καταλήξω κάπου. Πίστευα και πιστεύω ότι το χαρτί αυτό οδηγεί στο κίνητρο του εγκλήματος. Ποιος είχε λόγους να βγάλει από τη μέση τον Κωνσταντίνου. Ή, αν θέλεις, ποιος έβγαινε κερδισμένος από τη δολοφονία του.»

Ο Θεοδωρίδης αιφνιδιάστηκε. Αυτός δεν είχε σκεφθεί ως τώρα να το δει έτσι – ποιον ωφελούσε η δολοφονία. Ο Ντελής συνέχισε:

«Όλες αυτές τις μέρες εξέτασα κάθε λεπτομέρεια. Έβαλα στο μυαλό μου τα πάντα, τους υποψιάσθηκα όλους. Όλο το υπουργικό συμβούλιο, όσους είχαν σχέση με το Πρόεδρο, μέσα κι έξω από το κόμμα. Δεν κατέληξα πουθενά.»

«Την Άννα γιατί;»

«Όχι μόνο την Άννα. Ακόμη και σένα. Και πολλούς άλλους που δεν φαντάζεσαι. Ακόμη και σήμερα το πρωί πήγα για να εξακριβώσω μια υπόνοια που είχα για κάποιο πρόσωπο. Ήταν η τελευταία απόπειρα. Δεν βγήκε τίποτα και γι’ αυτό σε κάλεσα να σου παραδώσω το γραφείο.»

«Για ποιον έκανες εξακρίβωση σήμερα;»

«Να σου πω; Για τη Βούλγαρη.»

Ο Θεοδωρίδης ταράχθηκε.

«Τη Βούλγαρη γιατί;»

«Έχω κάποιον άνθρωπο στο Κανάλι 30. Την επομένη της δολοφονίας, μου αποκάλυψε ότι θα ξεκινούσαν μια καμπάνια για τη Μαρία. Ότι θα βάλει υποψηφιότητα για πρωθυπουργός με την υποστήριξή τους. Λογικό ήταν να το συνδέσω μ’ αυτό που μου είπε ο Πρόεδρος.»

«Δηλαδή;» είπε αόριστα ο Θεοδωρίδης.

«Είναι απλό. Ο Πρόεδρος δέχεται ένα τελεσίγραφο. Δεν υποκύπτει, και τον δολοφονούν. Και μετά κάποιοι που δεν έχουν καμία σχέση με το κόμμα αποφασίζουν να τη χρίσουν πρωθυπουργό. Δεν είναι λογικό να μου περάσει από το μυαλό ότι όλα έγιναν για τη Βούλγαρη;»

«Κάπως αυθαίρετο ακούγεται.»

«Μπορεί και να είναι. Εγώ έτσι το σκέφθηκα. Και προσπάθησα να βρω μιαν άκρη. Τι σχέση μπορεί να έχει η Βούλγαρη με την υπόθεση. Σήμερα το πρωί πήγα και τη βρήκα, σαν να μην ήξερα τίποτε. Και της είπα ευθέως αν θα δεχθεί μια πρόταση που θα της έκαναν.»

Ο Θεοδωρίδης θυμήθηκε τη συζήτηση που είχε με τη Βούλγαρη. Ο Ντελής τού έλεγε την αλήθεια, ή συνέβαινε κάτι άλλο;

«Ποια πρόταση;»

«Να βάλει υποψηφιότητα για την πρωθυπουργία»

«Και πως ήξερες εσύ, Σταύρο, ότι θα της έκαναν σήμερα αυτή την πρόταση;»

«Για την πρόταση γενικώς ήξερα, σου είπα πώς. Σήμερα, το είπα στην τύχη, και έπεσα μέσα. Την είχαν ειδοποιήσει ήδη ότι θα την επισκεφτούν.»

Τώρα ο Θεοδωρίδης άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Ήλθε στο μυαλό του η συζήτηση με τον Παυλάκη. Η επιμονή για τη Βούλγαρη. Δεν είπε τίποτε όμως. Ο Ντελής συνέχισε:

«Πήγα λοιπόν να την ψαρέψω. Και ευτυχώς έπεσα έξω. Δεν θέλει ούτε να ακούσει για πρωθυπουργίες, και νομίζω ότι είναι ειλικρινής. Δεν θα είναι καν υποψήφια.»

Ο Θεοδωρίδης άκουγε κάτι που το ήξερε, αλλά δεν ήταν ακόμη σίγουρος τι συνέβαινε με τον Ντελή. Αν έλεγε την αλήθεια, δεν είχε σχέση με συνωμοσία. Αν η Άννα εννοούσε αυτόν, μάλλον έκανε λάθος. Αισθάνθηκε πάντως νέα ανακούφιση που και ο Ντελής με τον τρόπο του απάλλασσε τη Βούλγαρη.

Δεν ήξερε μόνο αν έπρεπε να απαλλάξει και αυτός τον Ντελή. Άρχιζε όμως
μέσα του να αλλάζει γνώμη για τον ρόλο του.

Ο Ντελής τον κοίταξε και έδειχνε κάτι να σκέφτεται.Ο Θεοδωρίδης τον πρόλαβε:

«Σταύρο, όλα αυτά που μου λες είναι λίγο παράξενα. Δέχομαι ότι είναι έτσι, αλλά έχω μια απορία. Πού είναι τώρα αυτό το σημείωμα;»

«Δεν ξέρω, Αντώνη. Ειλικρινά δεν ξέρω. Και δεν έχω ακόμη το κουράγιο να ψάξω. Δυο μέρες τώρα θέλω να κάνω αυτό το γραφείο φύλλο και φτερό. Να μην αφήσω τίποτε, μέχρι να το βρω. Αλλά δεν το έκανα. Ούτε μπορούσα να αρχίσω να σκαλίζω τα πράγματα του Προέδρου. Και δεν θα το κάνω ούτε τώρα. Παρ’ ότι σπάω το κεφάλι μου να βρω ποιος έγραψε αυτά που μου διάβασε ο Κωνσταντίνου. Μετάνιωσα που δεν τον ρώτησα.»

«Και πού πάει το μυαλό σου;»

«Τι να σου πω… Σου είπα, εξέτασα όλα τα ενδεχόμενα. Από τους υπουργούς μέχρι το Κανάλι 30. Όλους που ενδιαφέρθηκαν για τις εξελίξεις στο κόμμα τα τελευταία χρόνια, ακόμη και ξένες πρεσβείες. Δεν έχω απάντηση.»

Ο Θεοδωρίδης είχε ήδη αρχίσει να βλέπει τον Ντελή διαφορετικά. Χωρίς να καταλαβαίνει γιατί, τον πίστευε και ένιωθε μάλλον άσχημα που τον ενοχοποίησε.

Δεν ήταν ο Ντελής ο δολοφόνος – τώρα ήταν ακόμη πιό σίγουρος ότι έκανε λάθος η Άννα.

Όμως, αν δεν είχε σχέση ο Ντελής, τότε ποιος; Έμενε μόνο ο Αναγνώστου. Μήπως σ’ αυτόν αναφέρονταν η Μακράκη; Γιατί όχι; Θυμήθηκε πάλι τη συζήτηση με τον Παυλάκη.

«Σταύρο, έχω μια ερώτηση να σου κάνω.»

«Ό,τι θέλεις.»

«Υπήρχε περίπτωση να έχει αφήσει πολιτική διαθήκη ο Πρόεδρος;»

«Τι εννοείς;»

«Κάτι που να δείχνει την προτίμησή του σε κάποιο στέλεχος για τη διαδοχή του. Ή να δείχνει ότι σκόπευε να αποχωρήσει και να δώσει το χρίσμα σε κάποιον.»

Ο Ντελής σηκώθηκε και έκανε μια βόλτα στο γραφείο.

«Αν καταλαβαίνω καλά, μιλάς για μια επιστολή προς τον Αναγνώστου που λένε ότι έχουν στο κανάλι.»

Ο Θεοδωρίδης τον κοίταξε με ανοικτό το στόμα.

«Πώς το ξέρεις, Σταύρο;»

«Σου είπα, έχω άνθρωπο μέσα. Λοιπόν, δεν υπάρχει τέτοια επιστολή. Ούτε θα μπορούσε να υπάρξει.»

«Μα πώς; Εμένα μου είπαν…»

«Μου το είπαν κι έμένα. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ ότι όλα αυτά είναι αερολογίες.»

«Μα ο Αναγνώστου…»

«Μίλησα με τον Αναγνώστου. Είχε κάποτε στα χέρια του πράγματι ένα σημείωμα – όχι ακριβώς επιστολή.»

«Είχε, είπες;»

«Ακριβώς. Είχε και τώρα δεν το έχει. Υποπτεύεται ότι του το έκλεψαν.»

«Ποιοι;»

«Δεν ξέρει. Ούτε ξέρει πώς έφτασε στο κανάλι. Είναι ένα προσωπικό γράμμα που του έστειλε παλαιότερα ο Κωνσταντίνου.»

«Και πώς θα το χρησιμοποιούσαν για πολιτικούς λόγους;»

«Τραβηγμένο από τα μαλλιά. Στο γράμμα αυτό ο Κωνσταντίνου έγραφε στον Αναγνώστου ότι μόνο μια γυναίκα μπορεί να είναι διάδοχός του. Δεν λέει κανένα όνομα. Αυτοί συμπεραίνουν ότι εννοεί τη Βούλγαρη, και νομίζουν ότι θα είναι επιτυχία τους αν το υποστηρίξουν.»

Τώρα το μυαλό του Θεοδωρίδη πετούσε αλλού. Ήξερε σε ποια αναφερόταν στο γράμμα. Στην Άννα. Ο Κωνσταντίνου έγραψε κάτι στον φίλο του τον Αναγνώστου. Ο οποίος προφανώς ήξερε όλη τη ιστορία. Το γράμμα εκλάπη από κάποιον, και τώρα λίγο έλειψε να χρησιμοποιηθεί στα πολιτικά παιχνίδια.

Μέσα του γεννήθηκε η σκέψη να μιλήσει με ανοιχτά χαρτιά στον Ντελή, να του πει όσα ήξερε και να ζητήσει τη βοήθειά του. Μπορεί να μάθαινε κάτι που του ξέφευγε. Το ζύγισε λίγο και το απέρριψε. Και ξαφνικά, χωρίς να το σκεφτεί καν, ρώτησε τον Ντελή.:

«Κάνω λάθος αν υποθέσω ότι υποψιάσθηκες και την Άννα, και ο λόγος δεν ήταν μόνο ότι έκλεισε το ραντεβού;»

«Καθόλου. Αλλά είχα άδικο.»

«Και τι ήταν αυτό που σε έκανε να την υποψιαστείς;»

«Ίσως υπερβάλλω, αλλά εδώ και πολύ καιρό κάτι δεν πήγαινε καλά ανάμεσα σε αυτήν και τον Πρόεδρο.»

«Δηλαδή;»

«Κάτι έκρυβε. Σαν κάτι να συνέβαινε μεταξύ τους. Αν δεν ήξερα καλά τον Κωνσταντίνου, το μυαλό μου θα πήγαινε ακόμη και σε ερωτοδουλειά.»

«Γιατί το λες;»

«Κλεινόταν με τις ώρες μαζί της στο γραφείο του. Αν ήταν θέμα συνεργασίας, θα έπρεπε να ενημερωθώ κι εγώ. Ποτέ δεν μου έλεγαν τίποτε, ύστερα από αυτές τις συναντήσεις.»

«Και τι φαντάζεσαι;»

«Δεν ξέρω. Υπήρξε εδώ και καιρό μια περίεργη ατμόσφαιρα μεταξύ τους. Αλλά δεν μπορώ να διακινδυνεύσω τίποτε. Εκείνο το βράδυ όμως επηρεάσθηκα. Ευτυχώς είχα άδικο.»

Ο Θεοδωρίδης ήταν σκεφτικός. Ώστε ο Ντελής δεν ήξερε. Αισθάνθηκε ότι του οφείλει την αλήθεια και δεν δίστασε:

«Σταύρο, θα σου πω κάτι που κι εγώ αγνοούσα ως τώρα. Πράγματι ο Κωνσταντίνου είχε ένα μυστικό με την Άννα.»

«Μυστικό;»

«Το ξέρουν ελάχιστοι, το έμαθα τώρα κι εγώ. Θα σ’ το πω, και κάνε ό,τι θέλεις. Κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να πάει σε άλλον. Ειδικά τώρα.»

«Δεν καταλαβαίνω.»

«Η Άννα είναι κόρη του Κωνσταντίνου.»

Ακόμη και να έπεφτε το ταβάνι, η έκπληξη του Ντελή θα ήταν μικρότερη.

«Αντώνη, τι λες τώρα;»

Του είπε όσα ήξερε. Ο άλλος τον άκουγε σιωπηλός. Όταν ο Θεοδωρίδης τελείωσε, ο Ντελής είχε συνέλθει από την έκπληξη.

«Αντώνη, σ’ ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη. Ήταν το μόνο που δεν θα μπορούσα να σκεφτώ. Τόσα χρόνια μαζί τους, και ακόμη μου φαίνεται αδιανόητο. Ίσως αυτό να εξηγεί πολλά από όσα γίνονταν εδώ μέσα. Πάντως μείνε ήσυχος. Δεν πρόκειται να το μάθει άλλος.»

Έκανε μια παύση και συνέχισε:

«Τώρα που το λες, νομίζω ότι αυτή η περίφημη επιστολή στον Αναγνώστου μάλλον στην Άννα αναφέρεται.»

Ο Θεοδωρίδης δεν είπε τίποτε. Οι δυο άνδρες έμειναν κάμποση ώρα αμίλητοι, απορροφημένοι στις σκέψεις τους. Ο Θεοδωρίδης ένιωθε ότι τα αισθήματά του για τον Ντελή είχαν αλλάξει. Αλλά τον έτρωγε μια απορία.

«Σταύρο, θα σε ρωτήσω κάτι προσωπικό.»

«Ό,τι θες.»

«Ποιος είναι ο άνθρωπός σου στο Κανάλι 30; Είπες ότι έχεις κάποιον.»

«Τον ξέρεις. Ο Παυλάκης.»

«Ποιος;»

«Ο Χάρης Παυλάκης. Είχαμε από παλιά μια συνεργασία, εγώ του έδινα πληροφορίες.»

Ο Θεοδωρίδης σκέφτηκε ότι υπό κανονικές συνθήκες αυτή την έκπληξη δεν θα την άντεχε. Ο Παυλάκης ήταν, υποτίθεται, δικός του φίλος. Και συνεργαζόταν μόνο μαζί του. Κι όμως, είχε την ίδια συνεργασία με τον Ντελή. Και ποιος ξέρει με ποιον ακόμη…

Ο Θεοδωρίδης αισθάνθηκε για πολλοστή φορά τις τελευταίες μέρες αφελής. Αλλά δεν είπε τίποτε. Ένιωσε ότι τώρα μπορούσε να ρωτήσει τον Ντελή για την κατάσταση, και το έκανε:

«Με τον νέο πρωθυπουργό τι θα κάνουμε, Σταύρο;»

«Αυτό σε ρώτησα και εγώ μόλις μπήκες.»

Μιλούσαν σαν να ήταν στενοί φίλοι. Ο Ντελής συνέχισε:

«Τι θα κάνουμε; Τι θα κάνετε, θέλεις να πεις. Σου το είπα από την αρχή, εγώ δεν έχω σχέση μ’ αυτά τα θέματα. Είναι υπόθεση του κόμματος.»

«Θα ήθελα όμως τη γνώμη σου.»

«Η γνώμη μου είναι αδιάφορη, αλλά θα σου την πω. Νομίζω ότι δεν πρέπει να ορίσετε διάδοχο του Κωνσταντίνου.»

«Τι εννοείς;»

«Από την πείρα μου τόσα χρόνια, μπορώ να σου πω ότι κάθε απόπειρα να εκλέξετε τώρα πρωθυπουργό και να συνεχίσετε να κυβερνάτε θα σας οδηγήσει σε τραγικά αδιέξοδα. Πολύ περισσότερο όσο η δολοφονία μένει ανεξιχνίαστη. Τι πρωθυπουργό θα βγάλετε όταν όλοι θα ζητούν να μάθουν τι έγινε με τη δολοφονία του Κωνσταντίνου; Τον καταδικάζετε σε αποτυχία, όποιος κι αν είναι. Του φορτώνετε ένα βάρος που δεν μπορεί να σηκώσει.»

«Και τι προτείνεις;»

«Είναι απλό. Θα ζητήσετε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να ορίσει έναν υπηρεσιακό πρωθυπουργό και θα προκηρύξετε εκλογές.»

«Δηλαδή;»

«Είναι απλό, Αντώνη. Αν θέλετε να βγάλετε τη θηλειά από τον λαιμό σας, θα ζητήσετε εσείς πρώτοι να διαλυθεί η Βουλή και να γίνουν εκλογές με υπηρεσιακή κυβέρνηση.»

Ο Θεοδωρίδης έμεινε άφωνος. Ο Ντελής είχε δίκιο.

Από εδώ και πέρα η χώρα θα έμπαινε σε πολιτική δίνη. Ανακρίσεις, φήμες, αποκαλύψεις, ποιος ξέρει τι άλλο. Σκέφτηκε ότι ο ίδιος είχε υποψιαστεί τόσους μέσα από το κόμμα και από την κυβέρνηση για τη δολοφονία. Μία στις χίλιες να είχε δίκιο, μια τέτοια αποκάλυψη θα τους τίναζε όλους στον αέρα.

Ένιωσε μέσα του να τον κυριεύει πάλι η αγωνία για το μέλλον του κόμματος. Ο Ντελής τού άνοιξε τα μάτια. Μόνο με εκλογές θα μπορούσε να κρατηθεί και το κόμμα και η χώρα. Αυτή ήταν η λύση. Και απορούσε πώς δεν την είχε σκεφθεί τόσες μέρες. Στράφηκε στον Ντελή.

«Και πώς μπορούν να γίνουν όλα αυτά, Σταύρο;»

«Απλώς θα εφαρμόσετε το Σύνταγμα. Και μάλιστα με τρόπο που θα είναι καθαρός και τίμιος από κάθε άποψη. Είναι πολύ σαφές αυτό που σου λέω.»

«Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσουν όλοι.»

«Αυτό είναι δικό σας θέμα. Μου ζήτησες τη γνώμη μου και σ’ την είπα. Και ξέρω καλά τι λέω. Και το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος εκεί οδηγούν.»

«Δεν ξέρω, δεν είμαι συνταγματολόγος για να πάρω θέση.»

«Δεν χρειάζεται να είσαι συνταγματολόγος, Αντώνη. Το Σύνταγμα είναι σαφές. Έλα μαζί μου μια στιγμή, να το δούμε τώρα αμέσως.»

Σηκώθηκε, και ο Θεοδωρίδης τον ακολούθησε. Διέσχισαν το χολ του Μεγάρου Μάξιμου και ο Ντελής τον οδήγησε κατ’ ευθείαν στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Ο Θεοδωρίδης μπήκε και ένιωσε ένα παράξενο συναίσθημα καθώς αντίκρισε το γραφείο του Κωνσταντίνου. Δεν πρόλαβε να σκεφθεί τίποτε άλλο. Ο Ντελής πήγε στη βιβλιοθήκη του Κωνσταντίνου, και χωρίς να ψάξει ιδιαίτερα τράβηξε έναν τόμο.

«Ορίστε, εδώ είναι το Σύνταγμα. Θα δούμε τι λέει ακριβώς. Δεν χρειάζονται συνταγματολόγοι.»

Πήρε τον τόμο και βγήκε πάλι από το γραφείο του Πρωθυπουργού. Ο Θεοδωρίδης σκεφτόταν ήδη την πρότασή του. Αν πράγματι το Σύνταγμα ήταν σαφές, η λύση που πρότεινε ο Ντελής ήταν η καλύτερη από πολιτική άποψη. Μπήκαν στο γραφείο του Ντελή και έκλεισαν την πόρτα. Ο Ντελής έκανε τον γύρο για να καθήσει στο γραφείο του, άνοιξε τον τόμο και άρχισε να τον ξεφυλλίζει, ενώ συνέχιζε να του μιλάει:

«Και να υπάρχει θέμα ερμηνείας, Αντώνη, δεν νομίζω ότι θα βρεθεί σοβαρός συνταγματολόγος που θα έχει αντίρρηση. Αλλά σου το ξανάλεω, το θέμα με το Σύνταγμα είναι τυπικό. Το πολιτικό θέμα έχει αξία. Και εννοώ ότι θα…»

Ξαφνικά, ο Θεοδωρίδης τον είδε να μένει με το στόμα ανοιχτό. Τα μάτια του είχαν μια τέτοια έκφραση που πίστεψε ότι κάτι έπαθε.

«Αντώνη, θεέ μου…» τον άκουσε να ψιθυρίζει.

Ο Θεοδωρίδης πετάχθηκε όρθιος.

«Σταύρο, τι συμβαίνει, είσαι καλά;»

Ο Ντελής έδειχνε σαν στήλη άλατος. Σήκωσε το χέρι του κρατώντας ένα χαρτί.

«Αντώνη, εδώ είναι, το βρήκα!»

«Τι έγινε, Σταύρο, τι βρήκες;»

«Το σημείωμα είναι εδώ!»

Ο Θεοδωρίδης τότε κατάλαβε. Το χαρτί που κρατούσε στα χέρια του ο Ντελής ήταν το χαρτί που του έλεγε προηγουμένως! Το χαρτί που είχε δώσει πριν τη δολοφονία στον Κωνσταντίνου. Το χαρτί που είχε χαθεί!

Έμεινε και ο ίδιος άναυδος. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς τα άπλωσε για να το πάρει. Ο Ντελής τού το έδωσε χωρίς να μιλάει. Ο Θεοδωρίδης το ξεδίπλωσε και διάβασε:

«Κύριε Πρόεδρε,
Θα σας επισκεφθεί στο γραφείο σας δικός μου άνθρωπος. Θα συστηθεί με το όνομα Θεοδώρου και θα δηλώσει ότι έρχεται εκ μέρους κάποιου φίλου σας για να μην κινήσει υποψίες. Ελπίζω να μην υπάρχουν περαιτέρω επιπλοκές. Άλλως, δεν μένει παρά η οδός της αποχωρήσεως.»

Ο Θεοδωρίδης δεν πίστευε αυτά που διάβαζε. Ο Κωνσταντίνου βρέθηκε μπροστά σε ωμό εκβιασμό. Κάποιος τον απειλούσε να τον θέσει εκτός πολιτικής.

Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ποιος ήταν αυτός που έστειλε αυτό το απειλητικό γράμμα; Και για ποια υπόθεση μιλούσε; Ο Ντελής τον πρόλαβε:

«Αυτό που σου έλεγα, Αντώνη. Αυτό είναι το χαρτί.»

Ο Θεοδωρίδης το κοίταξε μια φορά ακόμη.

«Σταύρο, είσαι σίγουρος;»

«Αυτό είναι.»

«Έχεις ιδέα σε τι αναφέρεται;»

«Πέφτω από τα σύννεφα. Δεν πάει πουθενά το μυαλό μου. Ίσως υπήρχε κάτι που χειριζόταν ο ίδιος.»

Κοίταξαν ο ένας τον άλλο. Και τότε στο μυαλό του Θεοδωρίδη ήλθε η συζήτηση με τον γιατρό στο νοσοκομείο. Τον γιατρό που του μετέφερε τα τελευταία λόγια του Κωνσταντίνου.

«Αντώνη, το Σύνταγμα… Να κοιτάξεις το Σύνταγμα.»

Αυτό ήταν! Ο Κωνσταντίνου εννοούσε τον τόμο με το Σύνταγμα. Πώς δεν το είχε σκεφτεί;

Άρχισε να διαβάζει πάλι το σημείωμα, όταν πρόσεξε μια χειρόγραφη σημείωση στο πίσω μέρος.

«Είναι τα γράμματα του Προέδρου. Και νομίζω ότι αυτοί οι αριθμοί είναι ένα τηλέφωνο, αριθμός τηλεφώνου.»

Το έδειξε στον Ντελή.

«Έχεις δίκιο, αυτός είναι αριθμός τηλεφώνου.»

«Τώρα εξηγούνται όλα.»

«Ποια όλα;»

«Όλες αυτές τις μέρες, Αντώνη, ένα πράγμα δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου. Για ποιο λόγο ο δολοφόνος επικαλέσθηκε το όνομα του Αναγνώστου. Δεν μου πήγαινε ότι ήταν σύμπτωση. Και νά που τώρα εξηγείται. Ήταν κάτι σαν σύνθημα. Και ο Κωνσταντίνου το ήξερε όταν τον δεχόταν. Μόνο που μάλλον άλλο πράγμα περίμενε.»

«Τι εννοείς;»

«Περίμενε ίσως έναν διαπραγματευτή. Γι’ αυτό έγραψε πίσω από το σημείωμα αυτό το τηλέφωνο. Στοιχηματίζω ότι ανήκει σε κάποιον που θα καλούσε μετά τη συνάντηση. Περίμενε έναν διαπραγματευτή και του έστειλαν έναν δολοφόνο.»

Σταμάτησε λίγο, καθώς είδε ότι ο Θεοδωρίδης είχε πάρει το χαρτί και το εξέταζε.

«Τι ψάχνεις, Αντώνη;»

«Αυτό το χαρτί δεν έχει καμία υπογραφή;»

Δεν πήρε απάντηση.

Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής. Ο Θεοδωρίδης προσπαθούσε να καταλάβει Και αυτό που ένιωθε ήταν δυσάρεστο.

«Σταύρο, νομίζω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε εξήγηση. Ο πρόεδρος παίρνει το γράμμα και δέχεται να συναντήσει αμέσως τον άνθρωπο γιατί σκοπεύει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Έχει μια διάφορα με κάποιους.»

«Λες;»

«Είμαι σίγουρος. Γι’ αυτό είπε στην Άννα ότι δεν του στέλνει ο Αναγνώστου κάποιον χωρίς λόγο. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος έχει λόγο να δεχθεί τον άγνωστο. Άλλον περίμενε όμως και άλλος του προέκυψε. Ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ τι ακριβώς. Αλλά είναι σίγουρο ότι ο άγνωστος κάτι του μετέφερε. Προφανώς έναν εκβιασμό. Τον απέρριψε και τον έβγαλαν από τη μέση.»

«Ποιοι;»

«Δεν ξέρω.»

«Και πώς έβαλαν μέσα το όπλο;»

«Αυτό είναι ένα μυστήριο.»

«Άρα υπάρχει συνεργός, από εδώ, από μέσα.»

Ο Θεοδωρίδης κοίταξε το σημείωμα σαν να διάβαζε κάποιο μυστικό πάνω του.

«Αυτή τη στιγμή δεν ξέρω. Αλλά θα μάθω. Αφού έχουμε στα χέρια μας το γράμμα έχουμε και μια άκρη. Ένας αριθμός τηλεφώνου. Ίσως αποδειχθεί αρκετή.»

Σκέφτηκε λίγο.

«Αυτό ακριβώς ήθελε να φτάσει στα χέρια μου ο Κωνσταντίνου με την προτροπή να κοιτάξω το Σύνταγμα. Ήθελε να βρω το σημείωμα. Άρα εδώ υπάρχει η λύση του μυστήριου.»

«Τι να πω, Αντώνη; Δεν πάει το μυαλό μου.»

Ο Θεοδωρίδης τον κοίταξε επίμονα.

«Αυτός ο αριθμός τηλεφώνου, που φαίνεται να έγραψε ο ίδιος, θα μας λύσει όλες τις απορίες. Πρέπει να βρούμε σε ποιον ανήκει.»

«Στον ΟΤΕ, να πάμε τώρα στον ΟΤΕ. Όχι, να πας τώρα αμέσως στον Μιχαηλίδη.»

Ο Θεοδωρίδης έδειξε να το σκέφτεται.

«Όχι. Θα καλέσω αυτόν τον αριθμό.»

«Είσαι τρελός; Μπορεί να τα χαλάσεις όλα.»

«Θα τον καλέσω. Θα τηλεφωνήσω τώρα αμέσως. Και σου αφήνω ανοικτή ακρόαση.»

Πήγε πιο κοντά στο γραφείο του Ντελή και κοίταξε πάλι τον αριθμό. Σήκωσε το ακουστικό και άρχισε να καλεί ένα-ένα τα νούμερα. Και οι δυο κρατούσαν την ανάσα τους. Ακουγόταν εκκωφαντικά ο ήχος της κλήσης. Έπιασε γραμμή αμέσως. Ακούστηκαν δυο-τρία κουδουνίσματα και μετά απάντησε μια φωνή.

«Επιτέλους, Αντώνη…»

Ο Θεοδωρίδης έκλεισε τα μάτια του σαν να μην ήθελε να ακούσει.

Ένιωσε να τραντάζεται. Όλα γύρω του άρχισαν να κουνιούνται. Η φωνή από το βάθος ακούστηκε πάλι.

«Επιτέλους, Αντώνη…»

Κόπηκαν τα πόδια του. Την ήξερε αυτή τη φωνή. Την ήξερε καλά.

«Άργησες.»

Ένιωσε να χάνεται ο κόσμος.

Ήταν η Αντιγόνη. Η φωνή της Αντιγόνης, ήταν σίγουρος.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η γυναίκα που απάντησε στο τηλέφωνο ήταν η Αντιγόνη.

Το μυαλό του άρχισε να παίρνει φωτιά. Αυτή οργάνωσε τη δολοφονία του Πρωθυπουργού. Αυτή έστειλε το γράμμα στον Κωνσταντίνου. Και αργότερα έστειλε και τον δολοφόνο. Αισθάνθηκε σαν να γκρεμίζεται στο κενό. Οι σκέψεις έτρεχαν με ταχύτητα.

Η Αντιγόνη…

Η φωνή που άκουγε στο τηλέφωνο να μιλάει με τον Κωνσταντίνου. Γι’ αυτό τον έβγαζε έξω, δεν ήθελε να την αναγνωρίσει. Γι’ αυτό η ίδια προσπαθούσε να του δημιουργήσει υπόνοιες για τον ένα και για τον άλλο.

Η Αντιγόνη σκότωσε τον Πρωθυπουργό. Γιατί; Το κενό μέσα του μεγάλωνε… Ένιωθε πάλι να τραντάζεται και άρχισε να φοβάται…
[Συνεχίζεται]