Αντιπολίτευση και Εύκολες Υποσχέσεις

Toυ Μελέτη Ρεντούμη

Η κρίση της πανδημίας που ζούμε τόσο παγκόσμια όσο και στην χώρα μας, έχει δημιουργήσει προβληματισμό και αναστάτωση στην κυβέρνηση και γενικά στην πολιτεία, τόσο για την υγεία του πληθυσμού και την προστασία του καθώς και για τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και κυρίως για τις επιχειρήσεις που πλήττονται από τον περιορισμό του κύκλου εργασιών και την μειωμένη ρευστότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από την κρίση, ή λόγω συνθηκών έχουν αναστείλει αναγκαστικά την λειτουργία τους με αρνητικές συνέπειες και στην απασχόληση.

Ενώ λοιπόν η εφαρμογή των μέτρων με πράξη νομοθετικού περιεχομένου βρίσκεται σε πλήρη εφαρμογή και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις αναμένεται εξειδίκευση ανά κλάδο, η αξιωματική αντιπολίτευση έστω και καθυστερημένα αποφάσισε να αντιδράσει προτείνοντας το δικό της πακέτο μέτρων.

Αυτό το γεγονός, από μόνο του είναι σίγουρα θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία με βάση τον θεσμικό ρόλο του εκάστοτε κόμματος ώστε να υπάρχουν προτάσεις ικανές να τύχουν αξιοποίησης, με στόχο την επιτάχυνση της ανάκαμψης.

Παρόλ’αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, θέλησε αντί για συμπληρωματικές προτάσεις προς την κυβέρνηση στα πλαίσια του εφικτού, να προτείνει ένα πακέτο 26 δις ευρώ, το οποίο το εξειδικεύει μάλιστα στην κάλυψη των μισθών και ασφαλιστικών εισφορών όλων των εργαζομένων μέχρι τέλη Μαΐου, αναφέροντας μάλιστα την καταβολή τους για όσο θα διαρκέσει η κρίση.

Πρακτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει μια άνευ όρων χρηματοδότηση όλων των μισθωτών αορίστου διάρκειας, ενώ υποστηρίζει πακέτα ρευστότητας για τις επιχειρήσεις, χωρίς να κάνει μνεία επί της ουσίας, σε ειδικά μέτρα ανά κλάδο ώστε να υπάρξει υπεραξία για την ελληνική οικονομία.

Τέλος όσον αφορά στο θέμα της περίθαλψης και τον υγειονομικό εξοπλισμό που απαιτείται για το δημόσιο σύστημα υγείας στα πλαίσια της πανδημίας, αναφέρθηκε η πρόταση σε εθνικοποιήσεις, ώστε το κράτος να εγγυηθεί την επάρκεια των αγαθών και του παρεχόμενου εξοπλισμού.

Από τα παραπάνω συνάγεται, πως όσο καλές προθέσεις και να έχει η αξιωματική αντιπολίτευση, μπαίνει σε μια στείρα λογική αντιπαράθεσης με φόντο την κυριαρχία του κράτους στην οικονομία, ώστε να πλήξει ιδεολογικά την κυβέρνηση.

Αγνοεί όμως η αντιπολίτευση, ότι η μείωση του τζίρου και της ρευστότητας των επιχειρήσεων, ακόμα και αν επανέλθει η οικονομία σταδιακά από το καλοκαίρι και μετά με όρους προσφοράς και ζήτησης, θα έχει απωλέσει περί τα 12 δις ευρώ σε έσοδα το κράτος από την μειωμένη φορολογία.

Επίσης υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αδύνατο η ελληνική κυβέρνηση να απευθυνθεί ξανά στις διεθνείς αγορές, καθώς είναι ήδη ευάλωτη με το δημόσιο χρέος της και τα επιτόκια θα είναι απαγορευτικά.

Επιπρόσθετα, όσον αφορά την έλλειψη αγαθών στην αγορά, το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει την επίταξη επιχειρήσεων και του ιδιωτικού τομέα αν κριθεί απαραίτητο για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Αρα λοιπόν δεν κρίνεται αναγκαίο το κράτος να εθνικοποιήσει ιδιωτικές προβληματικές επιχειρήσεις και να προσθέσει άλλο ένα βαρίδι στο δημόσιο χρέος το οποίο χωρίς παρεμβάσεις θα φθάσει το 200% του ΑΕΠ, προκαλώντας σημαντικές βλάβες στην λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας.

Ήδη βρίσκονται έντονες διαβουλεύσεις στην ΕΕ για το θέμα του κορωνο-ομολόγου ή εναλλακτικά πιστωτικών γραμμών προς τα κράτη μέλη χωρίς επιβάρυνση του προϋπολογισμού τους, με στόχο την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Η κρίση που βιώνει το σύνολο της παγκόσμιας κοινότητας απαιτεί συνεργασία, προσπάθεια, διαπραγμάτευση και ευρύτερες συναινέσεις, με στόχο τον μετριασμό των επιπτώσεων από την πρωτοφανή πανδημία.

Θα ήταν προτιμότερο συνεπώς για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για κόμματα που επιτίθενται στην κυβέρνηση, να σταθμίσουν καλύτερα τα νούμερα που προτείνουν, να αναλογιστούν τις δημοσιονομικές θυσίες του ελληνικού λαού όλα αυτά τα χρόνια και να αναμένουν με υπομονή τις διεθνείς διεργασίες για χρηματοδότηση, η οποία τελικά μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη από τις όποιες προτάσεις απεριόριστης επιδοματικής πολιτικής, καθώς δεν προσθέτουν, αλλά αφαιρούν τελικά πόρους από την κοινωνία, στον τελικό στόχο να την καταστήσουν βιώσιμη ξανά.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός