Αντώνης Ρουπακιώτης: Σκέψεις για το νομοσχέδιο για τη Χρυσή Αυγή

Τι πρέπει να γίνει στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής

1. Η εσπευσμένη, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, κατάθεση από την Κυβέρνηση στη Βουλή σχεδίου διάταξης για την ανακήρυξη κομμάτων και τη συμμετοχή τους στις εκλογές με υπόρρητη αναφορά την Χρυσή Αυγήτην χρεώνει με σκοπιμότητα, που συνδέεται με το προσδοκώμενο από την ίδια εκλογικό αποτέλεσμα και δεν την πιστώνει, βέβαια, ότι με την πρότασή της αυτήν θα δημιουργήσει θεσμικό εμπόδιο στη συμμετοχή του νεοναζιστικού αυτού μορφώματος ή άλλων, με διαφορετική ονομασία, στις προσεχείς εκλογές.

Αν ήθελε αυτό, θα είχε ενεργήσει σε ανύποπτο χρόνο και με σαφές περιεχόμενο στην πρότασή της.

2. Η Κυβέρνηση με την πρότασή της, είτε προσδοκά την συλλογή ψήφων από τον ακροδεξιό χώρο – λίαν αμφίβολο εφόσον έτσι προκαλεί αντιδράσεις από όσους θα θελήσουν να τον επιλέξουν – είτε να μειώσει τον αριθμό των κομμάτων στη Βουλή, με ενίσχυση έτσι των προσδοκώμενων πιθανοτήτων της για υψηλότερο εκλογικό αποτέλεσμα, είτε να δημιουργήσει αμιγή εικόνα κεντροδεξιού κόμματος, ώστε να επαναποκτήσει προσδοκία μετεκλογικής συνεργασίας με ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, μετά την ένταση που έχει προκληθεί μεταξύ των δύο πολιτικών χώρων, εξαιτίας του σκανδάλου των υποκλοπών και της παρακολούθησης του Ν. Ανδρουλάκη από τον σκοτεινό μηχανισμό της ΕΥΠ, είτε για όλους αυτούς τους λόγους.

3. Νομίζω, με εκτίμηση στις γνώμες – προτάσεις που έχουν ήδη διατυπωθεί από συνταγματολόγους και άλλους νομικούς, ότι θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια πρόταση νόμου, απαλλαγμένη, κατά το δυνατόν, από αντιθέσεις προς το Σύνταγμα, στη βάση του άρθρου 29 παρ. 1 αυτού («η οργάνωση και η δράση (του κόμματος) οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος»).

Είναι ακριβές, βέβαια, ότι κατά το άρθρο 51 περιπτ. 3 Συντάγματος, προβλέπεται η αποστέρηση του εκλογικού δικαιώματος, εκλέγειν ή εκλέγεσθαι, μεταξύ άλλων, «ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης» για ορισμένα εγκλήματα, όπως αυτά ορίζει ο νόμος.
Έτσι με δεδομένο, ότι τα στελέχη ή όποιοι άλλοι είχαν συμμετοχή στις εγκληματικές δράσεις, ή σε κινδυνώδη για τη δημοκρατία προβολή των ιδεών της Χ.Α., έχουν καταδικαστεί πρωτοδίκως, γεννάται το ερώτημα εάν μπορούν να συμμετάσχουν με κομματικό σχηματισμό στις εκλογές.

Σχετικώς εκτιμώ, ότι με τη συσχέτιση των δύο παραπάνω άρθρων του Συντάγματος και παρά την κατά τη συνταγματική θεωρία ισοκυρία μεταξύ συνταγματικών διατάξεων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν προσκρούει στη συνταγματική τάξη η ανάδειξη ως πρωταρχικής σημασίας της διασφάλισης του δημοκρατικού πολιτεύματος με κόμματα, των οποίων τα προγράμματα και οι δράσεις υπηρετούν απαρεγκλίτως την ελεύθερη λειτουργία αυτού. Θα λέγαμε ότι αυτός είναι ο πρώτιστος θεμελιώδης σκοπός μιας παρόμοιας διάταξης. Αυτόν θέλει να υπηρετήσει το άρθρο 29 Σ. και δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου, που είναι κατά το νόμο αρμόδιο να κρίνει για τη συμμετοχή κομμάτων στις εκλογές, υπό την προϋπόθεση, επαναλαμβάνεται, ότι αυτά να υπερασπίζονται την ελευθερία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν έχει τη θεσμική πρόβλεψη διεξαγωγής αποδεικτικής διαδικασίας ως προς την ανάδειξη στοιχείων από δράσεις κομμάτων, εκτιμώ ότι δεν είναι επιτρεπτό να μην αξιολογηθούν όσα είναι κοινώς γνωστά ή ορατά, έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση ως προς τη δράση ενός κόμματος και τα ιδεολογικά –πολιτικά χαρακτηριστικά του.

Αυτό συμβαίνει με τα στελέχη – μέλη της Χ.Α. που καταδικάστηκαν μάλιστα μετά μακρά και εξαντλητική διαδικασία από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Αν δεν έχει τη δυνατότητα αυτή το αρμόδιο δικαστήριο, εκτιμώ ότι το άρθρο 29 παρ. 1 Σ. θα έμενε κατ’ ουσίαν και σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστο, ο δε Άρειος Πάγος θα περιοριζόταν σε ρόλο διεκπεραιωτικό για τον έλεγχο και μόνο των τυπικών στοιχείων ενός κόμματος, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη καταστατικού κ.ά. Στην περίπτωση όμως αυτή ο εφαρμοστικός νόμος (εκλογικός νόμος π.δ. 26/2012) θα βρίσκεται σε πλήρη απόκλιση από τη συνταγματική επιταγή.

Ή, με διαφορετικά λόγια, εάν ο συντακτικός νομοθέτης ήθελε να επιμείνει στην προϋπόθεση μόνο του άρθρου 51 περιπτ. 3 της «αμετάκλητης ποινικής καταδίκης», για ποιο λόγο θα διατύπωνε σε τέτοιο εύρος το άρθρο 29 παρ.1, παρά μόνον έχοντας ως υπέρτατη φροντίδα την υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Άλλο είναι το ζήτημα ότι σε προσεχή συνταγματική αναθεώρηση θα πρέπει να αναθεωρηθούν ενδεχομένως τα άρθρα που μας απασχολούν.

Ως προς αυτά, χωρίς να επιχειρώ αναλογική εφαρμογή, αλλά σχετική αναφορά, υπενθυμίζω, ότι κατά το άρθρο 25 Συντάγματος, με την επίκληση της ανάγκης υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος, που κρίνεται από τα δικαστήρια, μειώνεται το εύρος εφαρμογής άλλων δικαιωμάτων που το Σύνταγμα κατοχυρώνει, όπως μισθοί, συντάξεις, κ.ά., κατά συνέπεια, γιατί να μην αναχθεί ως πρωταρχική ανάγκη το μέγιστο, η υπεράσπιση, δηλαδή, της ελευθερίας του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά την εφαρμογή του άρθρου 29 παρ. 1 Σ.

Κατά συνέπεια εκτιμώ ότι έχει τη θεσμική δυνατότητα το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου να μην ανακηρύξει ως κόμμα τη Χ.Α. ή άλλα με διαφορετική ονομασία και με στελέχη που έχουν καταδικασθεί, πρωτοδίκως έστω, για σειρά εγκλημάτων.

4. Ειδικότερα ως προς αυτά η πρόταση της Κυβέρνησης αποφεύγει, σκοπίμως βέβαια, να αναφερθεί σε απαγόρευση ανακήρυξης κομμάτων, τα οποία, με το πρόγραμμα και τη δράση τους, προβάλλουν και πραγματώνουν ιδέες νεοναζιστικές, νεοφασιστικές και ρατσιστικές, αλλά διευρύνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον αριθμό εγκλημάτων, έτσι που δημιουργείται κίνδυνος ενδεχόμενης και κατά πρόσχημα παρεμπόδισης διάφορων άλλων σχηματισμών στην πολιτική ζωή της χώρας.

Με άλλα λόγια ένας νόμος αντιστοιχεί στα φαινόμενα που δημιουργούνται στις κοινωνίες και στους κινδύνους που προκαλούν αυτά.

Έτσι σήμερα η δημοκρατία στις χώρες της Ευρώπης – και όχι μόνο – δοκιμάζεται από την ανάπτυξη και δράση νεοναζιστικών – ρατσιστικών κομμάτων – υπάρχουν πολλές αιτίες γι’ αυτό – κατά συνέπεια και ο νόμος που πρόκειται να ψηφιστεί στη Βουλή, αυτήν την ανάγκη οφείλει να υπηρετήσει.

(Ο Αντώνης Ρουπακιώτης είναι Δικηγόρος)

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR