Αξιολόγηση: Ή τώρα ή ποτέ!

ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

Του Γ. Λακόπουλου

Όπως είπε ο Πρωθυπουργός ενώπιον του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου.  

Δεν ξέρουμε τι ακριβώς εννοούσε. Αλλά, πράγματι, έπρεπε να κλείσει ακόμη και αν οι δανειστές ζητούσαν -όντως- όλο και περισσότερα  φορτώνοντας με επιπλέον πολιτικό κόστος την κυβέρνηση. Ακόμη και αν, την ίδια στιγμή που η αντιπολίτευση έπαιζε μονά-ζυγά δικά της και περίμενε απλώς από την κυβέρνηση, είτε να αποδεχθεί αυτό το κόστος, είτε να …πάει σε  εκλογές.

Γιατί δεν έκλεισε; Μια εκδοχή είναι ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έπεισαν τον Πρωθυπουργό ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη θα ευνοήσουν  την ελληνική πλευρά, άρα είχε λόγο να περιμένει. Μια άλλη είναι αυτή που παρουσίασε ο Πρωθυπουργός: πότε ο Σόιμπλε και πότε το ΔΝΤ παρέβαλαν προσκόμματα στο παραπέντε της συμφωνίας κάθε φορά.

Στην πραγματικότητα ούτε η επιβάρυνση που επιβάλουν στην κυβέρνηση οι δανειστές, ούτε οι λόγοι της καθυστέρησης έχουν αξία μπροστά στο πραγματικό ζητούμενο αυτής της υπόθεσης: τη δημιουργία προϋποθέσεων για καλές επιδόσεις εντός του 2017.

Αυτό είναι στόχος επιτεύξιμος, όπως αναγνώρισε ακόμη και ο Στουρνάρας που προέβλεπε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7% – άθλος μετά από οκτώ χρόνια ύφεσης. Σε κάθε περίπτωση όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προέβλεπαν ότι το τρέχον έτος θα ήταν καλό για την Ελλάδα και αυτό θα απελευθέρωνε δυο δρόμους: πρώτα να κλείσει το Μνημόνιο στα μέσα του  2018  και ταυτόχρονα να γίνει η χώρα ελκυστικός επενδυτικός προορισμός – ώστε το εισόδημά της να αρχίσει να ανεβαίνει και να μπορεί να επιβιώσει χωρίς δάνεια, μέχρι να  βγει στις αγορές.

Αυτό ήταν –και παραμένει– μέγεθος υπέρτερο των δυσχερειών που παρεμβάλουν οι ξένοι ή των ωφελειών που περιμένουν οι κυβερνητικοί εφόσον αυτοί καθυστερούν και πάντως εξουδετέρωνε την ελπίδα της ΝΔ ότι θα ωφελεί από την αξιολόγηση όπως και αν κλείσει.

Σ’ αυτό τα σημείο έχασε τον υπολογισμό ο Πρωθυπουργός και η στάθμιση των πραγμάτων του ξέφευγε. Στη κοινή συνέντευξη με τον Τουσκ έδειξε να το καταλαβαίνει, αν κριθεί από το δίλημμα που προσπάθησε να θέσει.

Αν τα συνυπολογίσουμε όλα αυτά η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να κλείσει την Παρασκευή την αξιολόγηση με όποιο βάρος και αν υποχρεωθεί να σηκώσει η ίδια και θα μεταφέρει στις πλάτες του ελληνικού λαού.

Έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια να βγάλει πέρα μια μετωπική σύγκρουση με την τρόικα και αυτό το αντιλαμβάνεται ο καθένας. Είναι μια χώρα που θα βρίσκεται για καιρό υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο και όσο δεν το λαμβάνει αυτό  υπόψη του ο Τσίπρας στην ουσία δεν θα απαλλαγεί από όσους την έφεραν  σ’ αυτό το σημείο.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, οφείλει να συμβιβαστεί, ακόμη και αν ρισκάρει την ενότητά του στη Βουλή ο κυβερνητικός σχηματισμός. Από εκεί και πέρα να εκμεταλλευτεί τους εννέα μήνες που μένουν για να δώσει στην οικονομία τη ώθηση που χρειάζεται και να ενισχύσει το δημοσιονομικό προφίλ της χώρας.

Όσο και αν δοκιμαστεί εξ αυτού το λόγου ενώπιον της κοινωνίας -που θα πληρώσει πάλι, έχει να περιμένει το κέρδος του απολογισμού του έτους. Αν προκύψει, θα καταστήσει περιθωριακή δύναμη την αξιωματική αντιπολίτευση, εφόσον αυτή ποντάρει στη καταστροφή για να κερδίσει.

Αν δεν κλείσει εδώ κι τώρα την αξιολόγηση ο Τσίπρας είναι διπλά χαμένος. Δεν θα έχει μόνο πολιτικό κόστος. Θα πρέπει να απολογηθεί ο ίδιος ενώπιον της ιστορίας γιατί επί των ημερών του η χώρα πήρε το δρόμο που την απομακρύνει  από την Ευρώπη.

Αυτό ακριβώς θα συμβεί αν στο τέλος του χρόνου τα στοιχεία είναι απογοητευτικά, οπότε και το Μνημόνιο θα είναι για την κυβέρνηση και τον ίδιο “δίχως κέρδος κέρατα” που θα έλεγαν και στο χωριό του.