Από την πανδημία στην πανδημία των μνημονίων

Του Γιάννη Μπράχου·

Κρίσιμη παράμετρος στην απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης το 2010 για το αίτημα υπαγωγής της χώρας σε μνημόνιο ήταν η υπέρβαση του 120% στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Υπενθυμίζεται ότι για την επίτευξη αυτού του στόχου, η τότε ελληνική κυβέρνησε συμφώνησε το 2012 στο δεύτερο μνημόνιο με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα: 2014-2017: 4.5%, 2017-2020: 4.3% και έως το 2030: μ.ο. 3.5% πρωτογενές πλεόνασμα.

Το δεύτερο μνημόνιο οδήγησε σε συνεχείς περικοπές δημοσίων δαπανών στην υγεία, παιδεία και συντάξεις επιτείνοντας την πολιτική και οικονομική κρίση. Σημειώνεται ότι από το 2009 έως το 2013, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας ετησίως ανέρχονταν ετησίως πάνω από το 25% του ΑΕΠ. Ενδεικτικά, το 2009 ήταν 27,4%, το 2010  26,8%, το 2012 29,9%, το 2013 33% του ΑΕΠ.

Στο τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής ο ESM υποστήριξε ότι καθώς το μεγαλύτερο χρέος ανήκει σε επίσημους δανειστές της ευρωζώνης δεν έχει σημασία τόσο το ποσοστό του χρέους πλέον, όσο οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους, οι οποίες σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup της 24/5/2016, θα πρέπει να μην υπερβαίνουν βραχυχρόνια το 15% του ΑΕΠ. Με αυτή την συμφωνία το ελληνικό χρέος κρίθηκε βιώσιμο.

Με βάση την ανάλυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτήθηκε από την επίτευξη ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος 3.5% την περίοδο 2017-2022 και κατά μέσο όρο 2.2.% για την υπόλοιπη περίοδο έως το 2060.

Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί έγιναν με την υπόθεση εργασίας ότι το ΑΕΠ της χώρας μας θα αυξάνει ετησίως με ρυθμό 1.5% κατά μέσο όρο την περίοδο 2017-2024 και 1.25% την υπόλοιπη. Με αυτό το σενάριο η Ελλάδα έχει υποχρέωση καταβολής ετησίως μεσοσταθμικά 14 δισ.€ για την αποπληρωμή του χρέους της έως το 2030.

Κατά την εφαρμογή των δύο τελευταίων ετών του τρίτου μνημονίου και έως το τρίτο τρίμηνο του 2019, η ελληνική οικονομία συνέχισε με ρυθμούς ανάπτυξης σύμφωνα με τις προβλέψεις. Η πορεία όμως ανακόπηκε από το τελευταίο τρίμηνο του 2019 και ακολούθησε η πανδημία. Η εξέλιξη αυτή της ελληνικής οικονομίας αμφισβητεί τον στόχο της μέσης ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ κατά 1.5% την περίοδο 2017-2022 και το ΑΕΠ να διαμορφώνεται πλέον οριακά άνω των 165 δισ.€ το 2020 (σε τιμές 2015).

Με την κρίση του κορωνοϊού και την οριακά άνω του 10% μείωση του ΑΕΠ το 2020, το αποτέλεσμα θα είναι σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις το δημόσιο χρέος θα κινηθεί στο 204-206% του ΑΕΠ και σύμφωνα με την Ευρ. Επιτροπή στο 207.1%. Πρόχειροι υπολογισμοί υποδεικνύουν ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας το 2020 θα είναι άνω του 15% του ΑΕΠ και εφόσον η τάση συνεχισθεί το προσεχές έτος τότε η χώρα θα κληθεί σε δημοσιονομική προσαρμογή το 2022.

Την τρέχουσα περίοδο η ελληνική κυβέρνηση δανείζεται με χαμηλά επιτόκια λόγω του ειδικού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (PEPP- Pandemic Emergency Purchase Programme), το οποίο αποτελεί προσωρινό μέτρο νομισματικής πολιτικής για την περίοδο της πανδημίας.

Η κυβέρνηση λόγω των έκτακτων συνθηκών έχει ήδη υπερβεί τον αρχικό στόχο δανεισμού το 2020, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Επιπρόσθετα, λόγω της πανδημίας η Ελλάδα θα δανεισθεί 2.7 δισ.€ από το πρόγραμμα Sure και άλλα 12 δισ.€ έως το 2023 στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάπτυξης. Στην απευκταία περίπτωση ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με επιπρόσθετα 11 δισ.€ με κρατικές εγγυήσεις ή με την κατάπτωση των κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος «Ηρακλής», το δημόσιο χρέος της χώρας θα εκτοξευθεί.

Αυτά τα δεδομένα επαναφέρουν στον δημόσιο διάλογο τον φόβο υπαγωγής της χώρας σε νέο μνημόνιο μέσω της προσφυγής σε Προληπτική ή Ενισχυμένη Πιστωτική Γραμμή του ESM, που συνεπάγεται μνημόνιο.

Το ενδεχόμενο αυτό θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από την πορεία των επιτοκίων διεθνώς και θα αποφεύγεται όσο η ΕΚΤ διατηρεί το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την πανδημία. Βέβαια με την σταδιακή αντιμετώπιση της πανδημίας αναμένεται η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και η πιθανότητα του δυσμενούς σεναρίου για την χώρα θα αυξάνει, καθώς τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου στην αγορά χαρακτηρίζονται ακόμα «σκουπίδια» (junk bonds).

Ακόμα και αν δεν προσφύγει η Ελλάδα στον ESM, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη της ευρωζώνης υπάγονται στον προληπτικό μηχανισμό δημοσιονομικής διόρθωσης σε περίπτωση δυσμενούς εξέλιξης του χρέους, όπως άλλωστε ρητά υπενθυμίζει η ανακοίνωση του Eurogroup τον Ιούλιο του 2018. Αυτός ο μηχανισμός είναι ο περιβόητος «κόφτης» κοινωνικών δαπανών του προϋπολογισμού σε περίπτωση δυσμενούς εξέλιξης του χρέους. Ο «κόφτης» ενεργοποιείται αυτόματα σε περίπτωση σημαντικών υπερβάσεων στο χρέος.

Η Ευρ. Επιτροπή και ο ESM διακριτικά έχουν προειδοποιήσει την κυβέρνηση για τις εξελίξεις, άλλωστε στην τελευταία έκθεση της (Νοέμβριος 2020) για το σχέδιο προϋπολογισμού του 2021 η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενές έλλειμα 1.1% του ΑΕΠ για το 2021 και η Ευρ. Επιτροπή τουλάχιστον 3.4% στο καλύτερο σενάριο.

Πριν οδηγηθεί η χώρα σε νέες περιπέτειες, η ελληνική κυβέρνηση έχει ακόμα σημαντικά περιθώρια να αποφύγει την πορεία αυτή, με την κατάρτιση και υλοποίηση σοβαρού προγράμματος δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων σε πράσινες και ψηφιακές υποδομές, αξιοποιώντας τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Υπάρχει όμως μία προϋπόθεση εκμετάλλευσης αυτού του παραθύρου ευκαιρίας, να επιλέξει την χρηματοδότηση έργων με υψηλό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία και όχι την κατανομή κονδυλίων στο πελατειακό σύστημα των ημετέρων.

Είναι ερώτημα κατά πόσον η κυβέρνηση την κρίσιμη στιγμή θα ανταποκριθεί στα καθήκοντα της ή θα αποδράσει των ευθυνών της μέσω εκλογών. Αν η κυβέρνηση αποτύχει στο έργο της τότε μετά την πανδημία η χώρα θα βιώσει την πανδημία των μνημονίων, όπως και αν ονομαστεί.


· Οικονομολόγος (Msc, PhD Econ)-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών. Οι απόψεις αυστηρά προσωπικές.