«Ασκήσεις αντι-μεταρρύθμισης και Διαφωτισμού»

 

Του Σπύρου Δανέλλη*

Οι καλές παραδόσεις της αριστεράς συνέδεαν πάντα την κοινωνική προκοπή με τη μάθηση και την ποιότητα της γνώσης. Φωτισμένοι ηγέτες, οργανικοί διανοούμενοι, όπως ο αξέχαστος Γρηγόρης Φαράκος, ωθούσαν την ανήσυχη νεολαία προς τα μπρος, με το «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα».

Αντιθέτως, η σημερινή αριστερά, μπολιασμένη με το ποπουλίστικο όραμα της δεκαετίας του ’80, διεκδίκησε την ελάσσονα προσπάθεια και την ισοπέδωση του «δημοκρατικού πέντε», και εν πολλοίς το πέτυχε.

Ο Υπουργός Παιδείας κ. Φίλης, συνεχίζοντας το έργο του προκατόχου του κ. Μπαλτά, αντιμεταρρυθμίζει με μεγάλη σπουδή και γοργούς ρυθμούς ό,τι επιχειρήθηκε με το ν. Διαμαντοπούλου. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, με ό,τι προέβλεπε ο νόμος αυτός, μετά τις απονευρωτικού χαρακτήρα επεμβάσεις του κ. Αρβανιτόπουλου.

Η αριστεία απαξιώνεται με κάθε τρόπο, ενώ η αξιολόγηση λοιδορείται και εξοστρακίζεται από παντού. Στην Α’θμια και την Β’θμια εκπαίδευση τα Πειραματικά Σχολεία αντί να πολλαπλασιαστούν, ουσιαστικά καταργούνται. Εντείνεται η κομματικοποίηση στην επιλογή των διευθυντικών στελεχών. Στην Γ’θμια εκπαίδευση οι αιώνιοι φοιτητές επανέρχονται. Τα Συμβούλια Ιδρυμάτων διαλύονται. Για να τακτοποιηθούν οι «κλώνοι» μας, επιστρέφουμε στην εποχή όπου το βοηθητικό προσωπικό (ΕΔΤΠ), εν μια νυκτί βαφτίζονταν και οι ίδιοι καθηγητές. Ο τρόπος διοίκησης και οργάνωσης των ΑΕΙ επανασχεδιάζεται με γνώμονα την επιστροφή στην κομματοκρατία και την συνδιοίκηση με τους φοιτητές – πελάτες. Τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών στραγγαλίζονται.

Η εξίσωση προς τα κάτω που επιχειρείται στο όνομα της ισότητας και της ταξικής αναβάθμισης των οικονομικά ασθενεστέρων, προφανώς, επιτυγχάνει το αντίθετο.

Στο θέμα όμως των θρησκευτικών που έχει προκύψει, όλες οι προοδευτικές δυνάμεις θα πρέπει να είναι ξεκάθαρες. Ακόμη και αν φαίνεται ότι η συγκεκριμένη συζήτηση άνοιξε σε μια δύσκολη για την κυβέρνηση συγκυρία, για επικοινωνιακούς σκοπούς και με στόχο κυρίως το εσωκομματικό ακροατήριο και ας ανέκρουσε στη συνέχεια πρύμναν το Μαξίμου.

Δεν αμφισβητεί κανείς πως η Ορθοδοξία και κατοχυρώνεται συνταγματικά και κατέχει ξεχωριστή θέση στην παράδοση και στην καθημερινότητα του λαού μας. Ωστόσο, η αρμοδιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής ασκείται αποκλειστικά από την εκάστοτε κυβέρνηση. Το δε περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων αποτελεί μέρος αυτής της αρμοδιότητας. Και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) με την συμμετοχή έγκριτων θεολόγων έχει επίπονα εργαστεί τα τελευταία χρόνια, για την αναδιαμόρφωση ενός μαθήματος που όπως διδάσκεται σήμερα, δεν χρησιμεύει σε τίποτα και σε κανέναν.

Η εκκλησία δεν έχει κανένα θεσμικό ρόλο στο μάθημα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελεί τον θεσμικό συνομιλητή του Υπουργού. Οι φορείς που αποκλειστικά πρέπει να  εμπλέκονται είναι το Υπουργείο, το ΙΕΠ και οι θεολόγοι. Γιατί θα πρέπει να καταστεί κοινός τόπος πως δεν είναι δουλειά του σχολείου να κάνει κατήχηση. Και αυτό το αντιλαμβάνονται τόσο οι προοδευτικοί θεολόγοι, όσο και οι εκφραστές της ζώσας εκκλησίας που δεν αρνούνται τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν. Οι ίδιοι αυτοί τονίζουν το πόσο αδιέξοδα υποκριτικό είναι να δίνεται μια ψευδεπίγραφη μάχη για «ένα πουκάμισο αδειανό».

Αλλά  και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ενθυμούμενος τη μετριοπάθεια και ορθοφροσύνη που κατά το παρελθόν έχει επιδείξει θα πρέπει την ερχόμενη Τρίτη, κατά την συζήτηση του θέματος στην Ιερά Σύνοδο, να αποστασιοποιηθεί πλήρως από την εμπάθεια και τον σκοταδισμό του Αμβρόσιου και όσων ακραίων αρχιερέων τον ακολουθούν.

Οι φωτισμένοι Ιεράρχες ας αναλογιστούν το κόστος για την εκκλησία, αλλά και για την κοινωνία της στάσης Χριστόδουλου στη «μάχη των ταυτοτήτων», στα τέλη της δεκαετίας του ‘90.  Ο ρόλος του μισαλλόδοξου ζηλωτή ώθησε σε μια βαθιά συντηρητική στροφή μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, καθιστώντας το ευεπίφορο στην επέλαση του εθνολαϊκισμού που ακολούθησε.

Οι ανοιχτοί ορίζοντες και η πνευματικότητα της ορθοδοξίας κάθε άλλο παρά την καθιστούν αντίθετη με τις αξίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Είναι ανάγκη πλέον, η συνεχής μάχη χαρακωμάτων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας να δώσει τη θέση της σε ένα νηφάλιο, ειλικρινή και ουσιαστικό διάλογο. Γιατί η οριοθέτηση των ρόλων κράτους και εκκλησίας, αναμφίβολα, θα είναι επ’ ωφελεία και των δύο.

 

 

*Ο Σπύρος Δανέλλης είναι βουλευτής Ηρακλείου και Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του Ποταμιού.