Γιατί είναι αδύνατον να γίνουν προβλέψεις για τις βρετανικές εκλογές

Του Chris Hanretty (*)

O Μπόρις Τζόνσον, στο πλαίσιο της αποστολής του να ολοκληρώσει το Brexit, χάρισε στο Ηνωμένο Βασίλειο τις πρώτες εκλογές του τον μήνα Δεκέμβριο από το 1923.

Οι εκλογές αυτές έχουν στόχο να δώσουν τέλος στην αβεβαιότητα που κυριαρχεί στη χώρα μετά το δημοψήφισμα του 2016.

Το Συντηρητικό Κόμμα του Τζόνσον λαμβάνει στις τελευταίες δημοσκοπήσεις 37%, 13 μονάδες περισσότερες από τους Εργατικούς, και ελπίζει σε μια άνετη πλειοψηφία.

Το πρόβλημα για τους Τόρις είναι ότι τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων δεν μεταφράζονται αναγκαστικά σε ψήφους. Το κατά πόσον το κόμμα θα μπορέσει να διατηρήσει αυτή τη διαφορά μέχρι τις εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου, και κατά πόσον η διαφορά θα μεταφραστεί σε έδρες, είναι κάθε άλλο παρά βέβαιο.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να προβλεφθεί το αποτέλεσμα των εκλογών.

Πρώτον, σήμερα είναι πιθανότερο από ποτέ να αλλάξουν κόμμα οι ψηφοφόροι. Στις τελευταίες δύο εκλογές, το 2015 και το 2017, αυτό συνέβη με το ένα τρίτο έως τα δύο πέμπτα των ψηφοφόρων. Το 2010, για παράδειγμα, οι Εργατικοί θεωρούσαν τη Σκωτία προπύργιό τους. Το 2015, όμως, ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του επέλεξε το SNP.

Οι σημερινές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι που αλλάζουν άποψη είναι πολλοί. Ενώ το 2017 οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί κέρδισαν μαζί το 84% των ψήφων, το αθροιστικό τους ποσοστό σήμερα μόλις και μετά βίας υπερβαίνει το 60%. Το υπόλοιπο 40% κατανέμεται μεταξύ των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και του κόμματος Brexit.

Με δεδομένο ότι οι ψηφοφόροι αλλάζουν πιο εύκολα κόμμα, είναι και πιο ανοιχτοί σε άσκηση πολιτικής επιρροής. Το 2017, η εκστρατεία των Συντηρητικών ήταν τραγική: η διαφορά των 20 μονάδων που είχαν στις δημοσκοπήσεις περιορίστηκε μέσα σε έξι εβδομάδες σε δύο μονάδες. Ο Τζόνσον είναι καλύτερος από τη Μέι σε αυτόν τον τομέα. Αλλά η συμφωνία που έκλεισε με τις Βρυξέλλες θα δεχθεί το επόμενο διάστημα σφοδρή κριτική.

Αν είναι δύσκολο να προβλεφθεί πόσες ψήφους θα λάβει κάθε κόμμα στις εκλογές, είναι ακόμη πιο δύσκολο να πει κανείς πού θα τις λάβει.

Οι Βρετανοί εκλέγουν τους βουλευτές τους σε μονοεδρικές περιφέρειες, όπου ο υποψήφιος με τις περισσότερες ψήφους κερδίζει την έδρα. Ένα κόμμα μπορεί να λάβει μεγάλο ποσοστό, αλλά καμιά έδρα: αυτό αναμένεται να συμβεί και με το κόμμα Brexit, που λαμβάνει στις δημοσκοπήσεις 11-13%.

Ένας άλλος παράγων αβεβαιότητας είναι το γεγονός ότι περισσότεροι ψηφοφόροι ταυτίζονται με το Leave ή το Remain παρά με ένα πολιτικό κόμμα. Επιπλέον, κανένα κόμμα δεν συγκεντρώνει όλες τις ψήφους υπέρ του Leave ή του Remain. Είναι έτσι πιθανό πολλοί Βρετανοί να ψηφίσουν «τακτικά» και να επιλέξουν το κόμμα που είναι πιθανότερο να νικήσει στην περιφέρειά τους.

Το 2017, οι Συντηρητικοί τα πήγαν πολύ καλύτερα σε περιοχές που ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ και οι Εργατικοί τα πήγαν καλύτερα σε περιοχές που ψήφισαν υπέρ της παραμονής. Είναι άγνωστο αν το φαινόμενο αυτό θα επαναληφθεί και τώρα. Το κόμμα Brexit θα προσπαθήσει να κερδίσει ψηφοφόρους του Leave από τους Τόρις. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα προσπαθήσουν να πείσουν ψηφοφόρους του Remain ότι η πολιτική των Εργατικών για το Brexit δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη των Συντηρητικών.

Οι ψηφοφόροι που θα στραφούν προς αυτά τα μικρότερα κόμματα θα θελήσουν να μάθουν αν έχουν μια ρεαλιστική πιθανότητα να κερδίσουν μια έδρα. Αλλιώς, θα ψηφίσουν τη δεύτερη επιλογή τους. Οι εκτιμήσεις της «τακτικής ψήφου» στις προηγούμενες εκλογές δείχνουν ότι ως και το ένα τρίτο των ψηφοφόρων κάνουν μια «μη συμβατική» επιλογή, ψηφίζοντας το δεύτερο κατά προτίμηση κόμμα ακόμη κι αν το πρώτο σε προτίμηση έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει.

Αντί να προσφέρουν λοιπόν σταθερότητα, οι εκλογές αυτές δεν αποκλείεται να προσθέσουν στη Βρετανία ακόμη περισσότερη αστάθεια.

(*) Ο Κρις Χανρέτι είναι καθηγητής πολιτικής στο Royal Holloway του University of London

(Πηγή: Politico- ΑΠΕ ΜΠΕ)