Γιατί η μεγάλη αριστερά μας αφορά όλους

Του Νίκου Ξυδάκη

Oι φυσιογνωμιστές και οι μηντιοκόλακες έσπευσαν να σχολιάσουν κομμώσεις, θωπείες και αμφιέσεις από τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, αντί να αναλύσουν τι ειπώθηκε, τι δεν απαντήθηκε,  τι περιμένουμε. Μάλλον, ακριβώς για να μην ακουστεί τίποτε επί της ουσίας, τα εξαπτέρυγα επιδόθηκαν στην απεχθή σαχλαμάρα. Καμία μηντιακή χειραγώγηση όμως δεν μπορεί να κρύψει την κρισιμότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και καμία κρίσιμη πολιτική εξέλιξη που αγγίζει τις ζωές των πολιτών. 

Ο επικοινωνιακός παροξυσμός της δεξιάς κυβέρνησης, κουρδισμένος ακόμη στις αντιπολιτευτικές της τονικότητες των ύβρεων και της εχθροπάθειας, εμφανίζεται όλο και πιο ανίσχυρος να κατασκευάσει είδωλα και παραθλάσεις· οι image makers είναι ανεπαρκείς ενώπιον της ωμής πραγματικότητας των διακρατικών και διεθνών σχέσεων, ενώπιον της γεωπολιτικής διαστολής της Τουρκίας του Ερντογάν, ενώπιον του προσφυγικού, και βεβαίως ενώπιον της ογκούμενης διάψευσης που αισθάνονται σταδιακά οι πολίτες. 

Ακόμη και η ακροδεξιά ατζέντα της κατασκευής εσωτερικών εχθρών δεν θα μπορεί προσεχώς, πολύ σύντομα, να κρύψει την υποκρισία και κυρίως την ανικανότητα πλείστων όσων υπουργών της κυβέρνησης, του επιτελικού κράτους των κολλητών και των dealers, των τηλευαγγελιστών και των κληρονόμων golden boys.

Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν είναι τι πράττει η Αριστερά, τώρα και στο ορατό μέλλον. Πώς αξιοποιεί την πλούσια εμπειρία διακυβέρνησης, πώς αξιολογεί τις επιτυχίες και κυρίως τα λάθη και τις παραλείψεις, πώς ψαύει τα κοινωνικά υποκείμενα της κρίσης, πώς ανασυγκροτείται διανοητικά και πολιτικά: όχι μόνο ως δομική, σκληρή αντιπολίτευση, αλλά και ως μεγάλη αριστερά που κυβέρνησε και θα ξανακυβερνήσει. Ακριβώς δε επειδή είναι κόμμα εξουσίας, η ευθύνη είναι απείρως μεγαλύτερη: ο λαός που την ψήφισε και πολλοί άλλοι που θα την ψηφίσουν στο μέλλον, καθώς βλέπουν και συγκρίνουν διαρκώς, δεν περιμένουν απλώς μια λίγο-πολύ καλύτερη διαχείριση των τρεχόντων.

Περιμένουν πρόγραμμα, πολιτική συγκρότηση, όραμα, που θα οδηγεί σε ανακαίνιση της κοινωνίας και της οικονομίας. Περιμένουν επίσης σοβαρές, τεκμηριωμένες και υπεύθυνες τοποθετήσεις στα εθνικά θέματα, στην εξωτερική πολιτική, στα πλανητικά που είναι και τόσο εθνικά-τοπικά. Η υποκρισία και πατριδοκαπηλία του Κυρ. Μητσοτάκη στο Μακεδονικό, οι παλινωδίες και η διαφημιστική-αυτοκτονική διαχείριση του προσφυγικού και των ελληνοτουρκιών, δίνουν λαβές ασφαλώς για σκληρή αντιπολίτευση, που πρέπει να γίνει, αλλά το ζητούμενο δεν είναι η εκ των υστέρων δικαίωση, το ζητούμενο είναι η άρθρωση πειστικών και βιώσιμων εναλλακτικών. Οι πολίτες περιμένουν ουσία, προτάσεις, τόλμη και ειλικρίνεια, όχι κορώνες και ξύλινες φωνασκίες, και βέβαια όχι νωχελικούς και αδιάβαστους απαράτσνικους που τρώγονται για κομματικά στασίδια και ρουσφέτια.

Στην πορεία προς την ανασυγκρότησή του, ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεούται να αναπτυχθεί ταυτοχρόνως προς πολλές κατευθύνσεις: να αφομοιώσει την κυβερνητική εμπειρία, χωρίς τον κυβερνητισμό, να αφομοιώσει την ιδιότητα του αιρετού δημοκρατικού statesman, χωρίς να απωλέσει την ταυτότητα του σοσιαλιστή μεταρρυθμιστή, να συνεγείρει με τις ιδέες του τα πιο παραγωγικά και ανήσυχα τμήματα του πληθυσμού προς μια εθνική αναγέννηση, να πείσει ότι μπορεί να διαχειριστεί λυσιτελώς κρίσεις εν τη γενέσει, όπως το προσφυγικό ή όπως τώρα τα ελληνοτουρκικά.

Αυτός είναι ο πυρήνας της περιλάλητης διεύρυνσης-ανασυγκρότησης της κυβερνώσας αριστεράς: πώς πλοηγούμε τη χώρα στον 21ο αιώνα της επισφάλειας, της γεωπολιτικής αναστάτωσης και της κλιματικής κρίσης. Γι΄ αυτό ακριβώς, η επιτυχής έκβαση της ανασυγκρότησης αφορά όλους τους Ελληνες, είναι εγχείρημα εθνικό, με ιστορικές διαστάσεις. Μόνο μια μεγάλη κοινωνική αριστερά μπορεί να  οδηγήσει σε εθνική αναγέννηση.

ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ