Γιατί ο Αλέξης Τσίπρας έχει περισσότερες πιθανότητες γίνει Πρωθυπουργός

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Ο φόβος είναι το βασικό κίνητρο επιθετικότητας του Μητσοτάκη απέναντι στον Τσίπρα.

Περί ορέξεως ουδείς λόγος. Μπορεί σε κάποιους να αρέσει η καρτουνίστικη δημόσια παρουσία του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, η διακυβέρνηση με κοριούς της ΕΥΠ, ο αποκλεισμός δημοσιογράφων που δεν ρωτούν όσα του αρέσουν και το τσίρκο Medrano που εμφανίζει ως κυβέρνηση- και δεν καν σε θέση να αλλάξει μάλιστα.

Μπορεί άλλοι να καταπίνουν τα δημοσκοπικά προϊόντα της σειράς που «βρίσκουν» τον Μητσοτάκη, στο 27% και στον «υπολογίζουν», δια της «αναγωγής», στο 38%! Και προβάλουν στα σοβαρά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση… χάνει έδαφος και θα πάρει λιγότερο από το 32% που πήρε ως απερχόμενη κυβέρνηση, ενώ ο Μητσοτάκης που απέρχεται δεν έχει απώλειες και είναι κυρίαρχος. Παρα τα ανατριχιαστικά συμβαίνουν τελευταία στη χώρα οι «ερωτηθέντες» στα γκάλοπ θέλουν Μητσοτάκη , ενώ ο Τσίπρας υποχωρεί, παρότι όλα εξελίσσονται υπέρ του.

Ουδείς απαγορεύει να θεωρούν ορισμένοι ότι τιμά την Ελλάδα να έχει Πρωθυπουργό κάποιον που διασύρουν διαρκώς τα μεγαλύτερα ΜΜΕ του πλανήτη και αποστρέφονται στο ευρωπαϊκό κέντρο, για τις αντιδημοκρατικές πρακτικές του, τη διαφθορά και για την επιδίωξη να επανεκλέγει – με κάθε μεσο- όχι ως συνταγματικός Πρωθυπυοργος, αλλά ως ασύδοτος «Κυβερνήτης».

Στον -κουτσουρεμένο από τον Μητσοτάκη προσωπικά- κοινοβουλευτισμό της σημερινής Ελλάδας, δεν εμποδίζει κανείς τους τυφλωμένους από το αντισυριζαϊκό μίσος της φιλομητσοτακικής προπαγάνδας των ΜΜΕ που σιτίζονται στο δημόσιο πρυτανείο , να αποδέχονται ένα σύστημα διακυβέρνησης, που κανει το ψεύδος, την κλεψιά, την αδιαφάνεια και την κακοδιοίκηση επιστήμες…

Περί ορέξεως ουδείς λόγος. Αλλά κανείς σώφρων άνθρωπος δεν μπορεί να παραβλέψει ότι η στοιχειώδης πολιτική ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότερος πρωθυπουργός μετά τις εκλογές θα είναι ο Αλέξης Τσιπρας. Για συγκεκριμένους λόγους:

Πρώτο: στην αναμέτρηση «ένας εναντίον ενός» ο πρόεδρος τη ΣΎΡΙΖΑ υπερτερεί του αντίπαλου του συντριπτικά. Είναι συγκροτημένος ως πολιτικός, καλύτερος ρήτορας, συμπαθέστερος άνθρωπος, δεν έχει ηθικά στίγματα και είναι ο πρώτος που έγινε Πρωθυπουργός από το 1974, χωρίς να προέρχεται από τζάκι.

Παρά τα λάθη του – και την έλλειψη πολιτικού προσωπικού στο κόμμα του -πήρε μια χρεοκοπημένη χώρα και την κράτησε ορθια. Δεν παρέδωσε καμένη γη, αλλά γεμάτα ταμεία.

Οποιες αδυναμίες και αν του καταλογιστούν, όταν κυβερνούσε, δεν έκλεψε, δεν έκανε μεγάλη ζωή στην εξουσία αλλάζοντας συνήθειες, δεν συσπειρώνει τυχοδιώκτες και αρπακτικά γύρω του, δεν συναγελάζεται με ολιγάρχες και «νταβατζήδες», δεν είναι υποτακτικός μιντιακών και οικονομικών κέντρων, ή «συμμάχων», είναι προσγειωμένος στην κοινωνία και σε επαφή με καθημερινούς ανθρώπους.

Μεταξύ μας,: αν πρόκειται να διαλέξεις έναν απο τους δυο για να κάνεις παρέα, να πιείς ένα ποτήρι κρασιά και να πεις δυο κουβέντες, τον Τσίπρα θα διαλέξεις….

Δεύτερο: Οι συγκρίσεις της διακυβέρνησης Τσίπρα- Μητσοτάκη είναι συντριπτικές σε βάρος του Μητσοτάκη. Διάλυσε το κοινωνικό κράτος, έβγαλε ομάδες πληθυσμού στο περιθώριο, εκποιεί, ή αναδιανέμει τον εθνικό πλούτο υπέρ των ολίγων, διαλύει τη μεσαία ταξη χάριν των καρτέλ και των «αλυσίδων», καταργεί την εργασιακή νομοθεσία υπέρ των εργοδοτών, υποβαθμίζει τη δημόσια Υγεία και τη δημόσια Παιδεια για να ωφεληθούν οι σχολάρχες και οι κλινικάρχες, μοιράζει με αδιαφάνεια το δημόσιο, το τραπεζικό και το κοινοτικό χρημα σε ημέτερους, εκτίθεται με τη συμπεριφορά του διαρκώς.

Επί των ημερών του η σήψη η διαφθορά και ο κομματισμός, πιάνουν κόκκινο. Πολλοί πλουτίζουν ή καλοπερνάνε απομυζώντας πόρους που προορίζονται για την κοινωνία. Ο ίδιος προσωπικά είναι αλαζόνας, υποθάλπει το παρακράτος , καλύπτει παρανομίες και δεν σέβεται τους θεσμούς.

Τρίτο: Η παραδοσιακή υπεροχή της Δημοκρατικής Παράταξης απέναντι τη Δεξιά – με μόνη εξαίρεση τις εκλογές της Μεταπολίτευσης- συνεχίζεται κα διευρύνεται. Απονομιμοποιείται έτσι η κυβέρνηση Μητσοτάκη που προσπαθεί να επιβιώσει καταφεύγοντάς στο φαιό πολιτικό μαρκετινγκ, τους εκμαυλισμούς, τον εκβιασμό και την ευτελή προπαγάνδα κατά των αντίπαλων της, σε εναγκαλισμό με παράγοντες που χειραγωγούν το δημόσιο βίο με το χρήμα και τα ΜΜΕ.

Τέταρτο: Οι εκλογές γίνονται σε όλη την Επικράτεια ταυτόχρονα, με ψηφοδέλτια κομμάτων, ή μεμονωμένες υποψηφιότητες. Αλλά στην πράξη οι πολίτες ψηφίζουν κατά νομό.

Αυτό σημαίνει ότι όσο η πολιτική Μητσοτάκη «ρευστοποιείται» κατά περιοχή και φτάνει στο επίπεδο της οικογένειας και του κάθε πολίτη ξεχωριστά, το τόσο ακυρώνεται προκαλεί την από στροφή όσων την υφίστανται. Οποιο κλίμα και αν διαμορφώνεται από την κεντρική προπαγάνδα υπέρ της κυβέρνησης.

Οι εκλογές δεν γίνονταν με γκάλοπ, με δημοσιεύματα και εκπομπές, ή με διαδικτυακή παραπληροφόρηση. Γίνονται με ψήφους, και κρίνονται στα συμφραζόμενα της συγκυρίας.

Με βάση το κεντρικό δίλημμα στο οποίο οι ψηφοφόροι απαντούν με κριτήρια οικονομικά, ιδεολογικά, ιστορικά, προσωπικά, αισθητικά και ηθικά. Με αυτά κριτήρια το σύστημα Μητσοτάκη είναι χαμένο.

Πέμπτο: Κατά το Σύνταγμα Πρωθυπουργός δεν γίνεται ο επικεφαλής του κόμματος που το βράδυ των εκλογών ανακηρύσσεται από το εκλογοδικείο πρώτο σε ψήφους. Γίνεται όποιος μπορεί να σχηματίσει Κυβέρνηση που θα εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Αυτό σημαίνει ότι την επόμενη των εκλογών ο «νικητής» δεν σπεύδει κανείς στο μέγαρο Μαξίμου με τα αποτέλεσμα υπο μάλης.

Συνέρχεται το σώμα των 300 βουλευτών, ακούει αυτόν που έχει πάρει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον αρχηγό του κράτους και την έχει υλοποιήσει, να καταθέτει δια των προγραμματικών δηλώσεων πως θα κυβερνήσει, και στο τέλος οι βουλευτές ψηφίζουν. Αυτή η ψηφοφορία βγάζει τον Πρωθυπουργό.

Ακόμη ένας πολιτικός σαν τον Μητσοτάκη, με νομικό σύμβουλο καποιον σαν τον Γεραπετρίτη- τα γνώριζε αυτά και αντιλαμβάνεται ότι η βασιλεία του τελειώνει την επόμενη Βουλή. Ηδη βρίσκεται σε απομόνωση.

Ο αντιπερισπασμός «πάω για αυτοδυναμία» είναι περισσότερο ψυχολογικός και υποκινείται από τον φόβος του για ότι τον περιμένει αν χάσει την εξουσια. Η αντισυνταγματική μπαρούφα ότι μια ενδεχομένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα αναδείξει άλλον Πρωθυπουργό θα είναι «τερατογέννηση» συνιστά άρνησης της λαϊκής βούλησης.

Ο φόβος είναι το βασικό κίνητρο επιθετικότητας του Μητσοτάκη απέναντι στον Τσίπρα. Όχι γιατί το Μητσοτακέικο θα χάσει τα μεγαλεία της διακυβέρνησης.

Κυρίως γιατί μια άλλη Κυβέρνηση, με οποιαδήποτε σύνθεση, δεν μπορεί παρά να ανοίξει τα ντουλάπια της περιόδου μετά το 2019, ίσως και πριν. Οι σκελετοί που θα βρει, εκτός από την μπόχα τους, θα ανοίξουν λεωφόρους που οδηγούν στη Δικαιοσύνη.

Αυτό θα συσπειρώσει όσους πήραν μέρος στη νομή της νεομητσοτακικής εξουσίας. Αλλά όσο τους στρέφει τυφλά, κατά του Τσίπρα, τόσο γίνεται αντιληπτό από τη κοινωνία.

Αλλά προσοχή: υπάρχει μια προϋπόθεση ώστε ο πρόεδρος του ΣΎΡΙΖΑ να εισπράξει στην κάλπη τη λαϊκή αποστροφή προς την κυβερνηση Μητσοτάκη: να σπάσει τα όρια του στημένου παιχνιδιού που οργανώνουν οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα.

Θα το καταφέρει μόνο αν ο λαός αποφασίσει να ανατρέψει αυτό το παιχνίδι. Αλλά για να το κάνει πρέπει να είναι αποφασισμένος να αλλάξει κυβέρνηση. Και για να είναι πρέπει να βλέπει καθαρά με ποια θα την αντικαταστήσει.

Να ξέρει δηλαδή και να εγκρίνει αυτούς που θα πάρουν τη θεση των σημερινών. Αλλιώς δεν κινητοποιείται. Στοιχειώδες Γουότσον.

Συνεπώς ο Αλέξης Τσίπρας ξέρει τι πρέπει να κάνει και με ποιους να το κάνει και μάλιστα άμεσα – και να το προβάλλει σωστά – γιατί η κλεψύδρα αδειάζει. Τα υπόλοιπα στην πολιτική προκύπτουν ως φυσική εξέλιξη.

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR