Γιατί όχι κι ένας Παπανδρέου;

Του Θάνου Καμήλαλη

Μητσοτάκη έχουμε. Μπακογιάννη έχουμε. Οικογένειες ολιγαρχών – ιδιοκτητών της χώρας έχουμε. Υπουργούς που υπέγραψαν αιματηρά μέτρα, το κάναν με καμάρι και είναι πάλι Υπουργοί, έχουμε. Πρώην περιθωριακούς ακροδεξιούς σε υπουργικές θέσεις – κλειδιά έχουμε. Υπουργό Καραμανλή έχουμε. Μικρότερου βεληνεκούς πολιτικά τζάκια (Βαρβιτσιώτης, Κεφαλογιάννης) έχουμε. Προηγούμενη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που υπέγραψε μνημόνιο χωρίς αντιδράσεις έχουμε ως κόμμα εξουσίας. Γιατί να μην ξαναγυρίσει και ο Γιώργος Παπανδρέου; Γιατί να την πληρώσει μόνο αυτός για τα πρώτα δέκα, πριν τα επόμενα πενήντα, χρόνια κρίσης; Κρίμα δεν είναι

Ανακοίνωσε λοιπόν την υποψηφιότητά του για το ΚΙΝΑΛ ο Γιώργος Παπανδρέου. Επίσης είναι 2021, είναι ένα βράδυ Τρίτης και γίνεται θέμα ο Γιώργος Παπανδρέου. Μάλιστα προβάλλεται από αρκετούς ως «προοδευτική λύση». Όχι απλά για το ΚΙΝΑΛ, που εντάξει, ΚΙΝΑΛ είναι, ο βασικός του αντίπαλος είναι ένας τύπος που διώκεται για το σκάνδαλο Novartis και πριν από αυτό διαπομπεύτηκαν οροθετικές, μέσω υγειονομικής διάταξης που υπέγραψε λίγες μέρες πριν τις εκλογές. Αλλά ως λύση για την «προοδευτική διακυβέρνηση» δηλαδή για μία συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΙΝΑΛ. Σου λέει «θα γίνει αντιδεξιό μέτωπο με τον ΓΑΠ και τον Τσίπρα, να φύγει ο Μητσοτάκης». Realpolitik.

Έχει το παράπονό του ο Γιώργος Παπανδρέου και αισθάνεται την αδικία. Είναι ο μόνος κληρονόμος της χώρας που πετάχτηκε στα αζήτητα. Για να γίνει βέβαια αυτό, έπρεπε να υπογράψει την καταστροφή της. Μία καταστροφή πρωτοφανή σε καιρό ειρήνης, που προπαγανδίστηκε απλά ως «το μεγαλύτερο δάνειο στην παγκόσμια ιστορία». Οι τότε προπαγανδιστές είναι ακόμα στις ίδιες θέσεις τους, σήμερα μας λένε νυχθημερόν πόσο πετυχημένος είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Στην εξουσία πάντα κολλημένοι, σαν τσίχλα σε παπούτσι.

Βασικά, όλοι είναι στις θέσεις τους. Πρωθυπουργός είναι ένας Μητσοτάκης. Δήμαρχος Αθηναίων ένας Μπακογιάννης. Οικογένειες ολιγαρχών παραμένουν ιδιοκτήτες της χώρας, κανείς δεν τους λέει όχι σε τίποτα. Πολιτικά τζάκια συνεχίζουν να έχουν δεσπόζουσα θέση στο προσκήνιο. Και το κόμμα του επωφελήθηκε από την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ επί Γ.Παπανδρέου (και στη συνέχεια του ανεπανάληπτου Ε.Βενιζέλου), ο ΣΥΡΙΖΑ, ανέβηκε τελικά στην εξουσία, είπε «συγγνώμη λάθος» και κυβέρνησε με τις επιταγές της τρόικας. Έσκισε το μνημόνιο εφαρμόζοντάς το και έφερε και μία συμφωνία λιτότητας μέχρι το 2060. Τότε που, προ πανδημίας, συμφωνήσαμε να εξυπηρετούμε το χρέος για να το φτάσουμε στα προ ΓΑΠ επίπεδα. Για τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ, επανήλθε ένα κόμμα με πρωτοπαλίκαρα σαν τον Άδωνη Γεωργιάδη, που δεν ήθελε να του κλέβει τη δόξα η τρόικα όταν κάνει περικοπές στα νοσοκομεία.

Πραγματικά, δεν είναι κρίμα; Δεν θέλει και η «κανονικότητα» τον Παπανδρέου της; Αφού η κυρίαρχη αφήγηση λέει εδώ και χρόνια ότι «δεν γίνεται τίποτα» και επιχειρείται ένας αναθεωρητισμός της ιστορίας, γιατί να μην ξεπλυθεί και το διάγγελμα στο Καστελόριζο; Η απώλεια του 25% του ΑΕΠ της χώρας. «Έσκασε απλά η βόμβα στα χέρια του», ήταν μία άτυχη στιγμή, προχωράμε. Κι ας του έδωσαν το φυτίλι να το βάλει μόνος του, όταν δεν διαπραγματεύτηκε τίποτα, σε μία πολύ ευαίσθητη στιγμή για όλη την Ευρωζώνη, με τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες υπερεκτεθειμένες στην Ελλάδα. Όταν όποιος ευρωπαίος αξιωματούχος συνταξιοδοτείται και ομολογεί ότι «στην Ελλάδα σώσαμε τις τράπεζες αντί των φορολογουμένων», κυρίως αυτές τις τράπεζες εννοεί, οι ελληνικές παραμένουν στην τεχνητή υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το πρώτο μνημόνιο ήταν η σφαγή μιας χώρας για να περιοριστεί η κρίση μόνο στον ευρωπαϊκό Νότο, μαζί με το ξεκίνημα της μαζικής εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, μέσω του ΤΑΙΠΕΔ. Μέχρι το 2ο, το 2012, οι γαλλογερμανικές τράπεζες είχαν σχεδόν αποσυρθεί και η Ελλάδα χρειαζόταν μία νέα ανακεφαλαιοποίηση.

Αλλά γιατί να τα θυμόμαστε όλα αυτά, περασμένα ξεχασμένα. Μήπως έχει νόημα να διδάσκεται ένας λαός από την ιστορία του, για να μην την επαναλαμβάνει; Ειδικά όταν την επαναλαμβάνει κατά συρροή.

Μικρό ζήτημα οι εκλογές του ΚΙΝΑΛ, θα μπορούσε να πει κάποιος. Σύμφωνοι. Οι μάχες των επτά υποψήφιων προέδρων γίνονται ουσιαστικά για το ερώτημα «τίνος συνιστώσα θα είναι το ΚΙΝΑΛ». Ποιο δηλαδή από τα δύο κόμματα εξουσίας θα προσεταιρίσει, για να επανέλθει στην κυβέρνηση. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ παρακολουθούν με ενδιαφέρον για το πού θα κάτσει η μπίλια. Από τη μία μήπως βρουν συνομιλητή, από την άλλη μήπως, αν βρουν εχθρό, απορροφήσουν τους εσωκομματικούς δυσαρεστημένους. Τους «αντισύριζα» ή τους κεντρώους αντίστοιχα.

Αλλά θα μπορούσαμε να δούμε την επανεμφάνιση Παπανδρέου ως μία αλληγορία, ή ένα τεστ. Πού φτάνουν τα όρια του πολιτικού «ρεαλισμού»; Πόσους συμβιβασμούς είναι κανείς διατεθειμένος να κάνει για να «αποφύγει τα χειρότερα»; Πόσα πράγματα μπορούν να ξεπεραστούν με ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία; Πότε στην πολιτική πρέπει κάποιος να πηγαίνει επιτέλους σπίτι του;

Και πότε θα απαλλαγούμε επιτέλους από κάθε πορφυρογέννητο κληρονόμο;

ΑΠΟ ΤΟ THE PRESS PROJECT