Για το καλό της Βρετανίας, η Τερέζα Μέι πρέπει να φύγει

Του Joseph Harker (*)

Τώρα ξέρουμε λοιπόν. Με το ρολόι να πλησιάζει ταχύτατα προς τις 29 Μαρτίου, το Brexit της Τερέζα Μέι ηττήθηκε – και με καταστροφικό τρόπο. Αυτή ήταν η χειρότερη κυβερνητική ήττα στη βρετανική ιστορία.

Οι αντιφάσεις και οι συγκαλύψεις που χαρακτήρισαν την πρωθυπουργό τα δύο τελευταία χρόνια στράφηκαν επιτέλους εναντίον της. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επιβεβαίωσε τις χειρότερες προβλέψεις.

Η ήττα – ακόμη και με μία ψήφο, πόσο μάλλον με 230 – θα ήταν πάντα καταστροφική. Αυτή η συμφωνία είχε γίνει σημαία για τη Μέι, σε ένα θέμα που κυριαρχεί στην ατζέντα της από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε την εξουσία. Και απέτυχε να αντλήσει υποστήριξη για τη συμφωνία αυτή από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, από τους κυβερνητικούς της εταίρους, από το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP) και, κυρίως, από ένα πολύ μεγάλο μέρος του ίδιου του κόμματός της.

Θα μπορούσε να έχουν γίνει όλα πολύ διαφορετικά. Την πρώτη ημέρα που ανέλαβε την εξουσία είπε ότι θα εργαζόταν για την εθνική ενότητα. Οσο περνούσαν οι ημέρες όμως, άρχισε να κολακεύει τη σκληρή Δεξιά του κόμματός της με φράσεις όπως «Brexit σημαίνει Brexit» και «κόκκινο, λευκό και γαλάζιο Brexit». Η γλώσσα της σκλήρυνε, οι πιθανοί σύμμαχοί της στις Βρυξέλλες άρχισαν να απομακρύνονται και οι περίφημες κόκκινες γραμμές που χάραξε έδωσαν τέλος στις επιλογές της τελωνειακής ένωσης και της ενιαίας αγοράς.

Κι ύστερα, ενώ προηγείτο στις δημοσκοπήσεις με 20 μονάδες, προκήρυξε εκλογές. Έκανε μια καταστροφική προεκλογική εκστρατεία, έχασε την πλειοψηφία της και μαζί τη δυνατότητα να κάνει τις δικές της συμφωνίες.
Οι 30 μήνες της Τερέζα Μέι στην εξουσία χαρακτηρίστηκαν από μια ανικανότητα εξίσου μεγάλη με την ψευδαίσθησή της πως, όποιον εξευτελισμό και αν υφίσταται, «τίποτα δεν αλλάζει».

Πολλοί θεωρούν ότι αυτό αποτελεί μια αίσθηση καθήκοντος. Το πιθανότερο όμως, όπως συμβαίνει με όλους τους ηγέτες οι οποίοι παραμένουν πεισματικά στην καρέκλα τους όταν όλα δείχνουν πως πρέπει να φύγουν, είναι ότι η Μέι απλώς δεν αντέχει την ιδέα να πάει στο σπίτι της.

Έχουμε λοιπόν μια πρωθυπουργό σε παράλυση. Μια πρωθυπουργό που δεν μπορεί να διαπραγματευθεί με την Ευρώπη επειδή αδυνατεί να περάσει από το κοινοβούλιο οποιαδήποτε συμφωνία. Που δεν μπορεί να ανατραπεί από το κόμμα της, έστω κι αν το ένα τρίτο των μελών του δεν τη θέλουν. Που δεν μπορεί να προκηρύξει εκλογές επειδή γνωρίζει ότι το κόμμα της θα τις χάσει (και η ίδια έχει δεσμευτεί ότι δεν θα θέσει ξανά υποψηφιότητα).

Επί διακυβέρνησης Μέι, η Βρετανία έγινε περίγελος σε όλο τον κόσμο. Οι δισταγμοί της, οι υποχωρήσεις της, το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να εμπιστευθεί τα λεγόμενά της, έχουν προκαλέσει την κατάρρευση του κύρους ολόκληρου του έθνους. Όσο περισσότερο μένει στην εξουσία, τόσο χειρότερη θα γίνεται η κατάσταση.

Μετά την καταστροφική της ήττα, η Τερέζα Μέι προσπαθεί να καθορίσει την ατζέντα της για τις επόμενες εβδομάδες. Για το καλό της Βρετανίας, το μοναδικό της σχέδιο θα έπρεπε να είναι η αποχώρησή της από την εξουσία. Για να λυθεί το σημερινό αδιέξοδο, θα πρέπει να υπάρξει ένας άλλος ηγέτης, που θα διαπραγματευθεί ξανά με την Ευρώπη και θα προκηρύξει εκλογές με την ελπίδα να κερδίσει μια πλειοψηφία για οτιδήποτε συμφωνηθεί. Το κύρος της Μέι έχει καταρρακωθεί. Πρέπει να φύγει.

(*) Ο Τζόζεφ Χάρκερ είναι αρθρογράφος της Guardian

(Πηγή: The Guardian- ΑΠΕ ΜΠΕ)