Διορθώνεται πλέον η φήμη του Ευρωκοινοβουλίου;

Του Νίκου Χριστοδουλάκη

Το τελευταίο δεκαήμερο, η υπόθεση Qatargate έχει συγκλονίσει την ελληνική, ευρωπαϊκή και διεθνή κοινή γνώμη με τις χρηματικές εξαγορές μιας σκοτεινής ομάδας εκλεγμένων ευρωβουλευτών, αστραφτερών ΜΚΟ και πρώην μαχητικών συνδικαλιστών, τους οποίους επιχείρησαν να εξαγοράσουν ένα ή περισσότερα κράτη με βεβαρημένο μητρώο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εργασιακών σχέσεων. Προφανώς τώρα όλοι εξορκίζουν το κακό και είναι βέβαιο ότι οι ευρωπαϊκές αρχές θα λάβουν μια σειρά από κατασταλτικά μέτρα ελέγχου για να τιμωρηθούν οι πρωταίτιοι και να αποθαρρυνθούν επίδοξοι μιμητές τους.

Όμως αυτό είναι μόνο το ορατό σημείο μιας ευρύτερης παθογένειας που φαίνεται να υπάρχει στο πολιτικό εποικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ίσως χρειάζεται να αντιμετωπιστεί με ένα πιο ρηξικέλευθο τρόπο. Το συνολικότερο πρόβλημα είναι διπλό:

Αφενός μεν όλη πλέον η κοινή γνώμη έχει γίνει καχύποπτη και φοβάται τόσο ότι το συγκεκριμένο σκάνδαλο είναι βαθύτερο όσο – και αυτό είναι το σπουδαιότερο – ότι παρόμοιες πρακτικές ευδοκιμούν σε πολλά άλλα ζητήματα με τα οποία καταπιάνονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Αφετέρου πολλοί έχουν μείνει έκπληκτοι ότι τόσο στρατηγικά θέματα, όπως οι σχέσεις με τρίτες χώρες δεν προσδιορίζονται από μία κεντρική στρατηγική που θα έπρεπε να επεξεργαστεί η Κομισιόν μαζί με τις εθνικές κυβερνήσεις, αλλά αφήνονται να μανιπουλάρονται  από ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου στα οποία ούτε καν καταγράφονται ποιοι τα εγκρίνουν αλλά ούτε και κανείς λογοδοτεί πουθενά για την ψήφο που δίνει. Και στα δύο αυτά ζητήματα η αντιμετώπιση πρέπει να γίνει με ριζική επαναξιολόγηση και σχεδιασμό των μέχρι σήμερα ευρω-κοινοβουλευτικών πρακτικών. Ας τα πάρουμε χωριστά:

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ιδρύθηκε και λειτουργεί μέχρι σήμερα με όρους εξαιρετικά γενναιόδωρους στον οικονομικό τομέα και εξαιρετικά χαλαρούς (ή ανύπαρκτους) στο πολιτικό πεδίο. Ακόμα και σε γεωγραφικό επίπεδο υιοθέτησε με περισσή largesse την εναλλάξ λειτουργία του σε δύο πόλεις (Βρυξέλλες,  Στρασβούργο), καθώς και την παρουσία αρκετών υπηρεσιών στο Λουξεμβούργο με την προσδοκία ότι έτσι θα πλησιάσει περισσότερο τις τοπικές κοινωνίες! Αν και το ίδιο το ΕΚ το 2013 ζήτησε να καθιερωθεί μία μόνο πόλη λειτουργίας, οι αρχές της ΕΕ εμμένουν ακόμα στην τριπλή και πανάκριβη επιλογή τους, αδιαφορώντας για τις εντυπώσεις που προκαλούν στην κοινή γνώμη εν μέσω οικονομικής δυσπραγίας.

Ούτε όμως οι άλλες δύο εξαιρετικά προνομιακές ρυθμίσεις είχαν το δέον αποτέλεσμα. Οι υπερβολικά υψηλές αμοιβές δόθηκαν με την προσδοκία ότι οι ευρωβουλευτές θα μείνουν απερίσπαστοι από βιοτικές ανάγκες και απρόσβλητοι από πιέσεις πολιτικής εξαγοράς ώστε να επιδοθούν αφοσιωμένοι στο έργο της ευρωπαϊκής συνεργασίας και ολοκλήρωσης. Βεβαίως υπήρξαν πολλές σπουδαίες προσωπικότητες από όλες τις χώρες (και την Ελλάδα) που με την δράση τους και την ακεραιότητα τους λάμπρυναν το αξίωμα του ευρωβουλευτή. Όμως αυτό το έκαναν επειδή έτσι εκλάμβαναν την αποστολή τους και όχι επειδή είχαν μεγάλες απολαβές. Αντιθέτως, όσοι είχαν προδιάθεση πολιτικού εκμαυλισμού εξέλαβαν τους υψηλούς μισθούς και τα υπερβολικά προνόμια ως μία ευκαιρία να πλασάρουν τον εαυτό τους ως δήθεν κάτι πιο σημαντικό από ότι ήταν και έτσι να ανεβάζουν την ταρίφα της αντιπαροχής.

Πρώτη ενέργεια πρέπει να είναι ότι όλο το πακέτο απολαβών και προνομίων του Ευρω-κοινοβουλίου μοιραία θα μειωθεί δραστικά για όλους και για όλα – αν και φυσικά έτσι μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Είναι πασίδηλο βεβαίως ότι δεν υπήρξαν όλοι ούτε επιλήσμονες του καθήκοντος ούτε προτίμησαν την λούφα πολυτελείας. Αλλά έτσι γίνεται όταν ένας οργανισμός περιπίπτει σε γενικευμένη ανυποληψία έναντι της κοινωνίας και δεν έχει αξιόπιστους μηχανισμούς να ξεχωρίσει υπαίτιους και αναίτιους σε σύντομο χρονικό διάστημα. (Ανάλογο παράδειγμα, η απαίτηση της κοινωνίας το 2008 να καταργηθούν όλα ανεξαιρέτως τα μπόνους των τραπεζικών στελεχών για την κρίση που είχε τότε ενσκήψει).

Μια δεύτερη ενέργεια θα ήταν να επανεξεταστεί ο τρόπος ορισμού των ευρωβουλευτών. Σήμερα αρκετοί προτείνουν να επανέλθει η λίστα ώστε να ορίζονται πιο σοβαρά και αξιόπιστα πρόσωπα ως εθνικοί εκπρόσωποι, απαλλαγμένοι από την σαγήνη της τηλεοπτικής δημοφιλίας. Όμως ούτε αυτό το σύστημα είχε αποφύγει κάμποσες περιπτώσεις που αποδείχτηκαν άχρηστες να προωθήσουν το ευρωπαϊκό πρότζεκτ, και απλώς έβλεπαν την θέση ως αποκούμπι στην πολιτική τους κλιμακτήριο.

Μια πιο ριζική προσέγγιση θα ήταν να καταργηθεί εξ ολοκλήρου το σημερινό σύστημα εκλογής/επιλογής, και στο Ευρωκοινοβούλιο να στέλνονται βουλευτές από τα εθνικά κοινοβούλια, ας πούμε σε μία τρίμηνη ή εξάμηνη ρότα. Με την διαδικασία αυτή ενισχύεται άμεσα η σύνδεση μεταξύ ευρωπαϊκών θεσμών, διευκολύνοντας την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όταν επιστρέφουν στην πατρίδα, οι συμμετέχοντες θα λογοδοτούν στους ψηφοφόρους τους για το τι ψηφίζουν στο ΕΚ, πράγμα που τώρα ουδέποτε γίνεται θεσμικά.

Επειδή μάλιστα θα εναλλάσσονται ανά έξι μήνες θα είναι σαφώς πιο δύσκολο να εμπλακούν σε κυκλώματα λόμπι και οι πιθανότητες διαφθοράς θα είναι σαφώς χαμηλότερες. Επίσης δεν θα προλαβαίνουν να προσλαμβάνουν τους φίλους τους ως αδρά αμειβόμενους συνεργάτες, και έτσι θα βασίζονται σε μόνιμο προσωπικό του ΕΚ το οποίο θα είναι καλύτερα εκπαιδευμένο αλλά και θα έχει μεγαλύτερο κόστος εάν παρανομήσει. Τέλος και καθόλου αμελητέο, το κόστος μισθοδοσίας θα είναι απείρως χαμηλότερο αφού η εθνική αμοιβή των εντεταλμένων ευρωβουλευτών θα προσαυξάνεται μόνο κατά τα (πραγματικά) έξοδα μετάβασης και διαμονής.

Μένει ακόμα το μέγα θέμα αρμοδιοτήτων και το εύρος των παρεμβάσεων του ΕΚ, ιδιαίτερα σε θέματα εξωτερικών σχέσεων και γεωπολιτικής. Ως γενική κατεύθυνση αμφότερες οι δράσεις οφείλουν να είναι συνεχώς διευρυνόμενες ώστε το Ευρωκοινοβούλιο να αποκτά όλο και περισσότερο την υπόσταση και το κύρος μιας ανεξάρτητης νομοθετικής εξουσίας, καθ’ οδόν προς την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Και σε αυτή την περίπτωση όμως υπάρχουν προαπαιτούμενα: ένας όρος είναι η απευθείας λογοδοσία προς τους πολίτες που σήμερα δεν υπάρχει αλλά μπορεί να διασφαλιστεί καλύτερα με την λύση που προτάθηκε παραπάνω. ΄Ενας άλλος όρος είναι ότι ένα νομοθετικό σώμα για να έχει αξιοπιστία, εκτός από δημοφιλείς αποφάσεις ενίοτε υποχρεούται να λαμβάνει και αντιδημοφιλείς, όπως για παράδειγμα η αύξηση της φορολογίας. Και εδώ ο δρόμος είναι μακρύς ακόμα…

*Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός

ΑΠΟ ΤΟ TVXS