FRESH

Δώδεκα Διηγήματα Περιπλανώμενα του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες

Της Σώτιας Παπαμιχαήλ

 

Δώδεκα Διηγήματα Περιπλανώμενα του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, εκδόσεις Λιβάνη. Δώδεκα ιστορίες που πετάγονται μέσα από πετσέτες κι αντιηλιακά, τρυπώνουν μέσα στην άμμο, γλιστράνε πάνω στην ψάθα και δε σε αφήνουν να κάνεις ούτε βουτιά. Δώδεκα Διηγήματα που δεν σε αφήνουν να τα αφήσεις και σου θυμίζουν τις πρώτες εκείνες φορές που έπιασες στα χέρια σου ένα βιβλίο του. Πόσα χρόνια πίσω αλήθεια;

Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες για μένα σημαίνει εφηβεία. Σημαίνει καλοκαίρι, μεσημέρι. Είναι Ιούλιος κι είναι δροσερός. Είμαι δεκατέσσερα και μισό και δεν έχω σχολείο και δε θα έχω για άλλες πενήντα μία ημέρες. Γιούπι! Φυσικά και τις μετράω μία-μία και δεν τις χορταίνω. Έχω φάει είκοσι παγωτά κι έχω κάνει δέκα μπάνια. Κι αυτά τα μετράω κι ούτε αυτά τα χορταίνω. Μόλις γύρισα από τη θάλασσα και αδειάζω την τσάντα για να τινάξω την άμμο στην αυλή. Τινάζω την ψάθα, την πετσέτα, τινάζω και το βιβλίο μου. Τα Δώδεκα Διηγήματα Περιπλανώμενα, του αγαπημένου μου. Τον κοιτάζω στο οπισθόφυλλο να χαμογελάει και προσπαθώ να τον φανταστώ χαμένο μέσα σε χαρτιά, μολύβια, σημειώσεις, να γράφει, να σβήνει, να ξαναδιαβάζει τις τελευταίες σελίδες που έγραψε. Αυτές για τον εξόριστο Πρόεδρο που βρέθηκε στην παγωμένη Γενεύη για να γιατρέψει τον πόνο του. Να δίνει στον Ομέρο ό,τι έχει και δεν έχει για να τα πουλήσει. Δύο φυλαχτά, ένα μενταγιόν, έντεκα δαχτυλίδια, μανικετόκουμπα χρυσά, έξι παράσημα κι ό,τι άλλο είχε κουβαλήσει από την Καραϊβική. Η εγχείρηση πρέπει να γίνει. Του υποσχέθηκε το πρωί ο γιατρός πως επιτέλους θα γίνει καλά. Πρέπει να βρεθούν τα χρήματα. Πρέπει.

«Μπες να κάνεις μπάνιο, το φαγητό είναι έτοιμο.» Η φωνή της μαμάς από την κουζίνα ίσα που ακούγεται γιατί ο απορροφητήρας αγκομαχάει να μαζέψει μυρωδιές κι υδρατμούς.

Η άμμος έχει κολλήσει ανάμεσα στις σελίδες. Φυσούσε τόσο πολύ σήμερα. Πήρε δύο ομπρέλες κι ένα στρώμα χάθηκε στα βαθιά. Αν δεν ξεφουσκωσε τότε σίγουρα θα ταξιδεύει για Άνδρο. Φυσάω τις σελίδες όσο μπορώ μα δεν ξεκολλάει η άτιμη.

«Μπαίνω τώρα.»

Το νερό χλιαρό πέφτει στα μπλεγμένα μου μαλλιά. Η άμμος και το αλάτι τα έχουν κάνει κουβάρι ενώ στα μαλλιά της μικρής αγίας της κόρης του Μαργαρίτα Ντουάρτε, ο Μάρκες ζωγράφισε μικρά τριαντάφυλλα. Έφτιαξε με τις λέξεις του ένα θαύμα. Ένα κορίτσι που χωρούσε σε μια ξύλινη θήκη από πευκόξυλο. Ένα κορίτσι που άφησε την τελευταία του πνοή από καιρό μα η δροσιά των εφτά χρόνων της δεν την άφησε ποτέ. Ο καημένος πατέρας θέλει να φτάσει στο Βατικανό. Η μικρή του αγία πρέπει να γίνει αγία όλων. Τα θαύματα πρέπει να τα μοιράζεσαι.

Με το νερό να τρέχει από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά μου κάθομαι να φάω. Το βιβλίο ανοιχτό πάνω στα πόδια μου γιατί δε χωράει πάνω στο τραπέζι. Έχει πιάσει όλο το χώρο η αδερφή με το Σούπερ Μίκυ που μόλις αγόρασε.

«Μα τι σου αρέσει από αυτά τα βιβλία που έχουν μόνο μικρά γράμματα; Δεν έχουν ούτε μία εικόνα.»

Προσπαθώ να της εξηγήσω. Να της μιλήσω για την ωραία κοιμωμένη που ταξίδευε ψηλά στα σύννεφα, σκεπασμένη με μια λεπτή κουβερτούλα ως τη μέση και πλάι της εκείνος, ο ανώνυμος συνεπιβάτης, να την κοιτάζει και να μη χορταίνει, μα να μη την ξυπνά. Ήξερε πως δεν ήταν ο πρίγκιπάς της. Πώς να τολμήσει να απλώσει το χέρι του στα μαλλιά της; Της είπα και για τη Νένα Δακόντε από την Καραϊβική, σφοδρά ερωτευμένη με τον άντρα που μόλις είχε παντρευτεί κι αιμορραγούσε αργά αλλά σταθερά σε σε όλο το πρώτο τους ταξίδι. Το δάχτυλό της τρυπημένο από ένα τριαντάφυλλο άφηνε τη ζωή της να γλιστράει σταγόνα τη σταγόνα μέσα στο καινούριο τους αυτοκίνητο που βιαζόταν να φτάσει στο Παρίσι.

«Καλά, αυτά είναι παραμύθια. Παραμύθια διαβάζεις ακόμη; Και μας το παίζεις και μεγάλη. Έκανες κι αυτά τα χάλια μαλλιά σα να είσαι αγόρι. Για πες μου, θα έγραφε για σένα καμιά ιστορία ο παραμυθάς σου;»

«Τρώμε τώρα. Κλειστε βιβλία και περιοδικά.»

Και τρώμε ιμάμ μπαϊλντί με μπόλικη φέτα. Ο Μάρκες έχει πάντα τη γεύση της μελιτζάνας και της ντομάτας, με μπόλικο κρεμμύδι στο φούρνο. Κι ας μαγειρεύονται στις σελίδες του σούπες με θαλασσινά, και χιονάτα κρέατα ψημένα στα κάρβουνα.

«Να πέσετε να ξαπλώσετε νωρίς το απόγευμα, θα πάρουμε το λεωφορείο να ανέβουμε στο κάστρο.»

Δε θέλω, αλλά τι να πω, πως έχω αφήσει τη Μαρία δε λα Λους Σερβάντες σε ένα σαραβαλιασμένο λεωφορείο μέσα στη νύχτα; Για ένα τηλέφωνο ανέβηκε. Να ενημερώσει. Χάλασε το αμάξι της στην ερημιά. Τι να έκανε; Μα το λεωφορείο μοιάζει να έχει πάρει δρόμο χωρίς επιστροφή. Πού πάνε; Αυτή την ιστορία θα την αφήσω για το τέλος. Δε θέλω να μάθω από τώρα τι θα γίνει. Θα διαβάσω καλύτερα την ιστορία της, την ιστορία της Μαρίας δος Πρασέρες που προσπαθεί να εκπαιδεύσει τον μικρό της σκύλο να πηγαίνει στον τάφο που αγόρασε και να δακρύζει γι’ αυτήν. Και τα κατάφερε κι ο Νόι έμαθε το δρόμο, έμαθε και τα δάκρυα. Όχι, δεν είναι ετοιμοθάνατη είδε όμως όνειρο σημάδι και δεν μπορεί να αφήσει το τέλος της στην τύχη. Θέλω να συνεχίσω μα δεν αντέχω. Τα μάτια κλείνουν, είναι κι αυτά τα τζιτζίκια που με ζαλίζουν. Δεν πειράζει όμως. Θα το πάρω μαζί μου. Τι θα κάνω τόσες ώρες μόνη μου; Η αδερφή μου δεν πιάνεται είναι μικρή…

Κάθε, μα κάθε φορά που πέφτει στα χέρια μου ένα βιβλίο του Μάρκες, γυρίζω πίσω. Γυρίζω σε εκείνα τα καλοκαίρια στην Κάρυστο, με το ραδιοφωνάκι στην παραλία και τη λουλουδάτη ομπρέλα με τα κρόσσια. Με το κομμένο καρπούζι πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι. Με τα δροσερά σεντόνια του μεσημεριού και τις βαρετές βόλτες τα απογεύματα. Γυρίζω και θέλω να μείνω εκεί. Να ανέβω στο παλιό λεωφορείο και να φτάσω ζαλισμένη στο κάστρο. Η μαμά να κουβεντιάζει με τις φίλες της. Η αδερφή μου να γκρινιάζει πως θέλει να φύγει κι εγώ να διαβάζω στη σκιά μιας συκιάς πάλι για εκείνα τα δύο αδέρφια που ήθελαν βάρκα με κουπιά, για να κάνουν βαρκάδα μέσα στο ίδιο τους το σπίτι κάθε Τετάρτη βράδυ. Μα γίνεται; Όλα γίνονται γιατί το φως είναι σαν το νερό. Ανοίγεις τη βρύση και τρέχει. Όπως κι ο χρόνος. Κι αυτός τρέχει και θες ένα διάλειμμα, μια στάση εδώ ανάμεσα στη σελίδες του κι ας έχουν πάντα λίγη άμμο κρυμμένη.

ΑΠΟ ΤΟ  FRAGILE MAG