«Είναι πολύ αργά, το λάθος έχει γίνει»: Γιατί φτάσαμε σε τέτοιο σημείο εκφυλισμού των ελληνικών ΜΜΕ;

Toυ Δημήτρη Χριστόπουλου

Ο καθηγητής του Παντείου Δ. Χριστόπουλος γράφει για την εικόνα

της εγχώριας δημοσιογραφίας με αφορμή το βιβλίο

«Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας» του Γ. Παντελάκη 

Kάτι πήγε λάθος, πολύ λάθος, από τότε που, στα τέλη της δεκαετίας του 80, κάποιοι καλοπροαίρετοι φιλελεύθεροι συμπολίτες μας συνηγορούσαν υπέρ της απαλλαγής από το κρατικό μονοπώλιο της ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.   Το 1986, στο βιβλίο του Κράτος και Ραδιοτηλεόραση ο Ν. Αλιβιζάτος έβρισκε απολύτως φυσικό το ότι ο συντακτικός νομοθέτης της μεταπολίτευσης έθεσε την ραδιοτηλεόραση υπό τον έλεγχο του κράτους καθώς δεν θα μπορούσε να εμπιστευθεί τον ανταγωνισμό των ιδιωτικών φορέων στο τομέα αυτό. Ο Αλιβιζάτος δεν ήταν κρατιστής, αλλά ένας αριστερός φιλελεύθερος δημοκράτης. Τους κινδύνους τους έβλεπε.

Σε λίγα χρόνια από τότε που δημοσιεύθηκε το παραπάνω βιβλίο είχαμε την απόλυτη ανατροπή, της οποίας τα αποτελέσματα βιώνουμε σήμερα. Εδώ νομίζω πως έχουμε να κάνουμε με μια κλασική περίπτωση ετερογονίας των σκοπών, της περίφημης εγελιανής «πανουργίας του Λόγου». Για την περίφημη αυτή αρχή, ο Ε. Παπανούτσος έγραφε το 1961 σε μια επιφυλλίδα του στο Βήμα:  

«Παρά τις προθέσεις των φορέων της μεταβολής και παρά το πρόγραμμά τους, το φανερό ή το αφανές, το ευθύ ή το πλάγιο, το συνεπές ή το ασυνεπές, κ.ο.κ., ενεργούν κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων άπειροι άλλοι σταθμητοί και προβλεπτοί ή αστάθμητοι και απρόβλεπτοι παράγοντες που δίνουν άλλη κατεύθυνση στο ρεύμα της ιστορίας και το βγάζουν από την προσχεδιασμένη κοίτη του. Είναι ο περίφημος νόμος στον οποίο ο W. Wundt έδωσε το όνομα της «ετερογονίας των σκοπών». Ο Hegel θα τον έλεγε «Λόγο της ιστορίας» (σοφία ή πανουργία της)¹.

Κοινώς, στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο βάλαμε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα με αποτέλεσμα η αρχική παρεκτροπή να καταλήξει στον πλήρη εκτροχιασμό της ενημέρωσης. Έτσι σήμερα είναι αφελές -κουτό μάλλον- να μιλάμε για την ελευθερία των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ χωρίς να τη συμπληρώνουμε από τη σύστοιχη σε αυτήν ελευθερία απέναντι σε αυτά τα ΜΜΕ. Μια τέτοια ελευθερία προϋποθέτει τον δημόσιο έλεγχό τους, στο κανονιστικό περιεχόμενο του οποίου μόλις πριν λίγο καιρό καταλήξαμε με οδυνηρή καθυστέρηση.  

Από το βιβλίο του Παντελάκη αναδεικνύεται με θλιβερό τρόπο πώς αυτές οι πρακτικές δοκιμάζουν τις αντοχές μας, τον εθισμό μιας κοινωνίας στην έξη και στη διαπόμπευση. Σε τελευταία ανάλυση, δοκιμάζουν το πολίτευμα. Εκεί ποντάρουν, εκεί έχουν κερδίσει, εκεί πιθανώς και να χάσουν… Όσο τις αποδεχόμαστε ή τις ανεχόμαστε, ο κανιβαλισμός – του Μάκη, της Αυριανής, των ριάλιτι, της Ράγιου και τόσων άλλων – θα νικάει την πολιτική μας κοινότητα.   Τουλάχιστον, εφεξής κάτι έχουμε που μπορεί να υλοποιεί τη ρυθμιστική οδό που ακολούθησε το Σύνταγμα του 2001, διακρίνοντας σαφώς τις εφημερίδες από την ραδιοτηλεόραση. Οι εφημερίδες είναι ελεύθερες (Άρθρο 14) ενώ η ραδιοτηλεόραση υπάγεται ρητά στον άμεσο έλεγχο του κράτους υπό την έννοια της εποπτείας που ασκείται για λογαριασμό του (Άρθρο 15) από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης.

Ο έλεγχος αυτός κρίθηκε απαραίτητος προκειμένου να διασφαλισθούν τρεις βασικές και ρητά αναφερόμενες συνταγματικές αρχές: η ισότητα, η αντικειμενικότητα και η ποιότητα. Αυτή η διάκριση αποδίδεται αφενός στον πιο άμεσο και επιδραστικό χαρακτήρα του μέσου της τηλεόρασης αλλά και αφετέρου στο ότι η συχνότητα από την οποία εκπέμπεται ο λόγος θεωρείται κατεξοχήν δημόσιο αγαθό.   Με άλλα λόγια, κατά το Σύνταγμα μας, οι εφημερίδες μπορούν ως και προπαγάνδα να ασκούν διότι έτσι επιβάλλει η ελευθερία της έκφρασης. Τα κανάλια όμως, δεσμεύονται για την τήρηση των παραπάνω συνταγματικών αρχών. Εδώ λοιπόν η αποτυχία είναι παταγώδης! Γιατί όμως φτάσαμε εδώ που φτάσαμε;

Νομίζω ότι με αν κάποιος συνδύαζε την καλή προαίρεση με την αρετή της σωφροσύνης και της προνοητικότητας, τότε στα τέλη της δεκαετίας του 80 όταν όλα ξεκίνησαν, θα προέβαινε σε διαφορετικές σταθμίσεις σε βάρος της καλής προαίρεσης και της πίστης στην ιδιωτική ελευθερία. Και αυτό διότι ένας καπιταλισμός με τα χαρακτηριστικά του ελληνικού κυρίως σε ό,τι αφορά στις σχέσεις ιδιωτικού και δημοσίου δύσκολα θα μπορούσε να βολευθεί με άλλη έκβαση από τον εκτραχηλισμό που ακολούθησε. Η ετερογονία των σκοπών ως προς την ίδρυσης της ιδιωτικής τηλεόρασης αποδίδεται σε παράγοντες απολύτως “σταθμητούς και προβλεπτούς” και όχι “αστάθμητους και απρόβλεπτους” για όσους είχαν επίγνωση της επερχόμενης τερατογέννεσης, όπως ακριβώς ο Αλιβιζάτος του ’86.

Τα πράγματα, εντός της δεκαετίας του 90, αλλάξανε και μάλιστα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πλέον είχε γίνει σαφές ότι το κρατικό μονοπώλιο στην ραδιοτηλεόραση δεν θα μπορούσε να αντέξει στις πιέσεις του ιδιωτικού τομέα. Ανήκει στις σφαίρα των απρόσφορων ιστορικών υποθέσεων, “τι θα είχε γίνει αν” οι εξελίξεις είχαν προετοιμαστεί διαφορετικά. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι, όπως δρομολογήθηκαν, δύσκολα θα είχαν καταλήξει αλλού. Ο Γιάννης Παντελάκης στο βιβλίο του Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας – 20+1 ιστορίες κιτρινισμού (Εκδ. Θεμέλιο, 2018) ανθολογεί αυτή την πορεία του δραστικού εκφυλισμού με περιστατικά που, αν μη τι άλλο, δείχνουν τη θλιβερή συνέχεια του φαινομένου. Θέλει σκέψη πόσο χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει ορθολογικά για όλα αυτά που παρουσιάζει στο βιβλίο του ο Παντελάκης. Από τη μια πλευρά παρέλκει, διότι το αίσχος ξεχειλίζει· από την άλλη όμως είναι αναγκαίο. Διότι αυτές οι ιστορίες κιτρινισμού δεν είναι μόνες τους ή μεμονωμένες, ούτε ακριβώς ενημερωτικά υποπροϊόντα.

Από την εκπομπή ενός Μάκη Τριανταφυλλόπουλου – πρόσωπο που έχει εύλογα την τιμητική του στο βιβλίο – έχουν σουλατσάρει πολλά και υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη, αριστεροί και δεξιοί. Κάποιοι έπιασαν στασίδι εκεί. Αριστεροί και δεξιοί. Κάπως δημιουργήθηκε ο «Μάκης» στον ιδιωτικό τηλεοπτικό ορίζοντα της δεκαετίας του ’90. Ο «Μάκης» έγινε, δεν γεννήθηκε. Από το βιβλίο του Παντελάκη αναδεικνύεται με θλιβερό τρόπο πως αυτές οι πρακτικές δοκιμάζουν τις αντοχές μας, τον εθισμό μιας κοινωνίας στην έξη και στη διαπόμπευση. Σε τελευταία ανάλυση, δοκιμάζουν το πολίτευμα. Εκεί ποντάρουν, εκεί έχουν κερδίσει, εκεί πιθανώς και να χάσουν… Όσο τις αποδεχόμαστε ή τις ανεχόμαστε, ο κανιβαλισμός – του Μάκη, της Αυριανής, των ριάλιτι, της Ράγιου και τόσων άλλων – θα νικάει την πολιτική μας κοινότητα. Αλλά, πού ακριβώς θα δοκιμαστούμε; Αν διαμαρτυρόμαστε μόνο δείχνοντας αλληλεγγύη στους “δικούς μας”, τότε είμαστε αναξιόπιστοι, καθώς αποδεχόμαστε με συγκατάβαση την διαπόμπευση των αντιπάλων. Στη διαπόμπευση αυτών, των αντιπάλων, θα δοκιμάσουμε την ειλικρίνειά μας, τη δύναμή μας να τελειώνουμε με τους ανθρωποφάγους.

Όταν, στις δημοτικές εκλογές του 2014, ο Μ. Τριανταφυλλόπουλος απείλησε με τη δημοσιοποίηση βίντεο του Γ. Σακελλαρίδη, υποψηφίου της Ανοιχτής Πόλης, παράταξης που υποστήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ για τον Δήμο Αθηναίων, η αντίδραση ενός σημαντικού τμήματος του πολιτικού φάσματος ματαίωσε τα σχέδια του εκβιαστή.   Το όχι μακρινό 2008, τα τότε φιλαράκια, Θ. Αναστασιάδης και Μ. Τριανταφυλλόπουλος δημοσιοποίησαν στην εφημερίδα τους ερωτικές περιπτύξεις του γενικού γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού Ζαχόπουλου. Ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το διοικητικό συμβούλιο της οποίας είχα τότε την τιμή να προεδρεύω, είχαμε εκδώσει ένα δελτίο Τύπου με τίτλο «Φτάνει πια!».

Λέγαμε πως “σε δικαιοκρατούμενες χώρες είναι ανεπίτρεπτη η διαπόμπευση οποιουδήποτε ανθρώπου. Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της προσωπικότητας, της τιμής, της αξιοπρέπειας και της προσωπικής του ζωής. Καμία σκοπιμότητα, κανένα ‘δημοσιογραφικό ενδιαφέρον’ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον δημόσιο εξευτελισμό του”. Φτάνει πια με την εξαχρείωση του δημόσιου βίου και την εξοικείωση του κόσμου με τις ευτελέστερες και πιο νοσηρές πρακτικές διαπόμπευσης και ωμού εκβιασμού.   

Ο εκβιαστής όμως θα ξαναρχόταν, αν έβρισκε αυτιά ανοιχτά. Ξαναχτύπησε το 2016, δημοσιοποιώντας υποκλαπέντα σπαράγματα συνομιλιών ερωτικού περιεχομένου ανώτατου δικαστή ο οποίος διόλου τυχαία φυσικά, την εποχή εκείνη θεωρούσε αντισυνταγματική την προτεινόμενη τότε ρύθμιση περί των τηλεοπτικών. Και βρήκε δυστυχώς αυτιά ανοιχτά και ανταπόκριση, σε (μικρή μεν αλλά ιστορική) εφημερίδα της Αριστεράς, η οποία τα χρησιμοποίησε, αναδεικνύοντας το υποτιθέμενο”σκάνδαλο. Και ακόμα χειρότερα, θεσμικά, βρήκε ευήκοον ους όταν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης όχι μόνο διαβίβασε στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τα στοιχεία για να διερευνηθεί αν τελέστηκαν αξιόποινες πράξεις με τη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων, ως όφειλε, αλλά ταυτόχρονα, ως μη όφειλε, διέταξε και πειθαρχική έρευνα, εις βάρος του δικαστικού, δικαιώνοντας ουσιαστικά τον «Ζούγκλα».  

Το 2013, ένας μεγάλος Αυστραλός ιστορικός, ο Christopher Clark, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Υπνοβάτες: πώς η Ευρώπη πήγε στον πόλεμο το 1914. Στο βιβλίο αυτό, ο Clark περιγράφει την αμεριμνησία των Ευρωπαίων ενώπιον του κακού σπυριού που σωρεύονταν και έσπασε μολύνοντας τη Γηραιά Ήπειρο και τον κόσμο ένα χρόνο αργότερα. Κάπως έτσι νιώθω κι στο προκείμενο: το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς τα υπο-προϊόντα ως τέτοια. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι ηδονοβλεψίες, είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των υπνοβατών. Αυτών που κοιμούνται όρθιοι κι αμέριμνοι περπατώντας προς τον εκφασισμό. Τότε η νόσος δείχνει τις διαστάσεις της: ενταγμένη σε μια κοινότητα η οποία με συγκατάβαση την έχει φυσικοποιήσει.

Να το πω αλλιώς: όσο στην Κέρκυρα σκοτώνεται ηλικιωμένος Αλβανός από Έλληνα με τατουάζ τη σβάστικα και τηλεοράσεις κι εφημερίδες σφυρίζουν αδιάφορα, όσο η δολοφονία Κατσιφά προκαλεί τέτοια ανεμπόδιστη εθνικιστική φρενίτιδα που φτάνει ως και το σημείο ενός λεπτού σιγής στο Κοινοβούλιο μας, τόσο τα φαινόμενα που χρησιμοποίησε ο Παντελάκης ως πρώτη ύλη για το βιβλίο του δεν θα είναι συμπτώσεις, αλλά συμπτώματα μιας κοινωνίας που απλώς από την ηδονοβλεψία γλιστρά ανώδυνα στην υπνοβασία απέναντι στον εκφασισμό της.

Το βιβλίο του Παντελάκη δεν είναι λοιπόν μόνο μια μαρτυρία απέναντι στον εκφυλισμό της δημοσιογραφίας, είναι και μια πρόσκληση να ανοίξουμε τα μάτια μας ανοιχτά διότι υπνοβατώντας πάμε κατά διαόλου. “Είναι πολύ αργά, το λάθος έχει γίνει” έγραψε σε ένα από τα απαισιόδοξα έξοχα τραγούδια του ο Άκης Πάνου που τραγούδησε ο Μενιδιάτης το 1976. Μάλλον έχει δίκιο, επί του προκείμενου. Από την άλλη, δεν βλέπω πάντως τι άλλο μπορούμε να κάνουμε από το να παλεύουμε. Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας είναι ένα όπλο στη φτωχή μας φαρέτρα.

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Πηγή: www.lifo.gr