Επικοινωνιακά Δερβενάκια

Του Διογένη Λόππα

Βαριά η αύρα στους διαδρόμους του Μαξίμου μαθαίνω. Long face. Και πως να μην είναι, όταν η τραγωδία αυτή τη φορά ήρθε από εκεί που κανένας δεν το περίμενε, από το ισχυρό ατού της πρωθυπουργικής ομάδας, την επικοινωνία. Σε έναν τομέα δηλαδή όπου το πάλαι ποτέ επιτελικό κράτος επέλαυνε χωρίς αντίσταση. Με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, με τους ολιγάρχες των ΜΜΕ ασπίδα προστασίας, με τις πρώην εφημερίδες της κεντροαριστεράς, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα.

Και το αποτέλεσμα την τελευταία εβδομάδα υπήρξε απογοητευτικό. Δεν είναι ότι η κυβέρνηση απώλεσε τη στήριξη ή ότι οι διαμορφωτές εγκατέλειψαν τη φαμίλια. Κάθε άλλο. Απλούστατα η κεντρική απολογητική ιδέα που μοιράστηκε δεξιά – αριστερά, δεν πείθει πια ούτε τους πιο καλοπροαίρετους. Ο λόγος είναι ότι στη μέση μιας τετραετίας η αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση δεν μπορεί να προσφέρει πια κάτι περισσότερο.

Ούτε λίγο ούτε πολύ η απολογία της κυβέρνησης βασίζεται στις εξής εικασίες:

  • Παρότι προετοιμαστήκαμε σωστά, αιφνιδιαστήκαμε από το μέγεθος των φαινομένων και παρά το ότι πράγματι οι καταστροφές είναι μεγάλες, καταφέραμε να μην έχουμε θύματα
  • Διαχειριστήκαμε πολλαπλές κρίσεις ταυτόχρονα και τα καταφέραμε περίφημα
  • Ευτυχώς που είμαστε εμείς κυβέρνηση, γιατί σε άλλη περίπτωση δεν θα είχε μείνει τίποτα όρθιο

Όμορφα όλα αυτά, έξυπνες και οι σχετικές ατάκες στις οποίες συνηθίζουν (άγνωστο γιατί) να συναγωνίζονται εντός της κοινοβουλευτικής διαδικασίας οι αρχηγοί των κομμάτων, αλλά δυστυχώς έχω άσχημα νέα για αυτούς: Οι αποδέκτες τέτοιων καθυστερημένων πρακτικών είναι μόνο οι εκατέρωθεν κομματικοί Ταλιμπάν, δηλαδή οι εξαρτημένοι που απλά έχουν ανάγκη την καθημερινή κομματική δόση τους. Συνεπώς ναι μεν είναι απαραίτητες η ”Αυγή”, και τα ”Νέα”, αλλά οι εκλογές δεν κερδίζονται από αυτούς που έτσι και αλλιώς θα σε ψηφίσουν, αλλά από μια κρίσιμη μάζα της κεντροαριστεράς που μετακινείται σαν εκκρεμές είτε εκεί που πιστεύει ότι θα εξυπηρετηθούν σωστότερα οι κοινωνικές ανάγκες, είτε εκεί που θα χρησιμοποιήσει ως μέσο για να διώξει αυτούς που θεώρησε άτολμους ή ανίκανους.

Και μια σημαντική επισήμανση προς όλους: Οι πυρκαγιές δεν καθορίζουν εκλογές. Μπορεί λίγο να επηρεάσουν τη γενική τάση, αλλά, διάολε, όλοι γνωρίζουμε ότι το κράτος είναι παράλυτο. Ότι ο συντονισμός είναι ανύπαρκτος και ότι η όποια προετοιμασία χάνεται μέσα στο λαβύρινθο μιας γραφειοκρατίας, μπροστά στην οποία η ίδια η Σοβιετική Ένωση θα έμοιαζε με την Ελβετία. Πιστέψτε με, κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν περιμένει ότι μια νέα κυβέρνηση, όσες περγαμηνές και αν έχει, θα διορθώσει παθογένειες δεκαετιών (ίσως και χιλιετιών) μέσα σε λίγους μήνες. Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν τιμωρήθηκε για την ολιγωρία της στις πυρκαγιές. Παρέλαβε ένα χάρβαλο και παρέδωσε ένα χάρβαλο, όπως όλοι οι προηγούμενοι και οι επόμενοι.

Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει ευθύνη. Αυτό είναι αυτονόητο. Και εκεί ακριβώς εδράζεται η επικοινωνιακή πανωλεθρία της κυβέρνησης, στο ότι αντί της συγγνώμης και της μεταμέλειας επελέγη η έπαρση, η αλαζονεία και ο πολιτικός αμοραλισμός (τόλμησε να εκστομίσει τη λέξη ”φέρετρα” ο ηγέτης των δεκατριών χιλιάδων νεκρών).

Στο θέμα αυτό εντοπίζεται και το κεντρικό παράδοξο των κυβερνητικών εικασιών: Μας λένε δηλαδή ότι στο θέμα των πυρκαγιών επέλεξαν με κάθε κόστος να μην υπάρξουν θύματα. Στο θέμα όμως της πανδημίας επέλεξαν να κρατήσουν ζωντανή την οικονομία στέλνοντας στο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους. Πρέπει κάποιος να αποφασίσει τι ακριβώς ισχύει, γιατί έχουμε μπερδευτεί:

Τα θύματα της πανδημίας ήταν τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού; Ή μήπως τα πιθανά θύματα των πυρκαγιών θα ήταν δυσκολότερα διαχειρίσιμα; Γιατί στην περίπτωση των πυρκαγιών η οικονομία πρόθυμα θυσιάστηκε, ενώ στην πανδημία όχι;

Για κάποιον περίεργο λόγο που μόνο αυτοί γνωρίζουν, στην κυβέρνηση και στον τύπο, ακόμα πιστεύουν ότι διαχειρίστηκαν επιτυχώς την πανδημία και βέβαια το άλλο ”έπος”, αυτό που προώθησαν στους ιθαγενείς ως εισβολή στον Έβρο. Είναι και αυτό βέβαια ένα ελάττωμα της φυλής μας. Έχουμε την τάση πολλές φορές να βαφτίζουμε την ήττα, νίκη. Είναι αυτό που ονομάζω ”σύνδρομο του ’40”.

Ως γνωστόν, ακόμα και σήμερα γιορτάζουμε και πανηγυρίζουμε για κάποια νίκη σε κάποιο ”έπος” του ’40 στα βουνά της Ηπείρου. Όμως η επίσημη ιστορία του μεγάλου πολέμου, όπως τουλάχιστον διδάσκεται σήμερα στα σοβαρά πανεπιστήμια της δύσης, έχει το γεγονός αυτό κατοχυρωμένο ως μια ήττα τραγικών συνεπειών, απόρροια μάλιστα λανθασμένων στρατηγικών επιλογών. Και εξηγώ:

Πράγματι η άμεση κινητοποίηση, η οργάνωση του ελληνικού στρατού και η αυτοθυσία του γηγενούς πληθυσμού, κατάφεραν σε πρώτη φάση να περιορίσουν τις εδαφικές απώλειες από το αναμενόμενη ιταλική επίθεση. Σε δεύτερο χρόνο, μια καλά οργανωμένη ελληνική αντεπίθεση μετέφερε το μέτωπο εντός του Ιταλικού προτεκτοράτου της Αλβανίας. Πλην όμως η αντεπίθεση αυτή δεν κατάφερε να πετύχει τον αντικειμενικό της σκοπό, ο οποίος ήταν η κατάληψη του λιμανιού του Δυρραχίου, από όπου κατέφθαναν οι ανεξάντλητες ιταλικές ενισχύσεις.

Μπροστά στον κίνδυνο να εκτεθεί ο ήδη κουρασμένος στρατός σε μια επίθεση φρέσκων ιταλικών μεραρχιών, αποφασίστηκε η άμεση υποχώρηση στις αρχικές οχυρωμένες θέσεις, δηλαδή στη γραμμή των συνόρων. Την ίδια ώρα ξεκινούσε η επίσης αναμενόμενη γερμανική επίθεση μέσω της Βουλγαρίας, η οποία επίσης αντιμετωπίσθηκε με επιτυχία στο Ρούπελ, σύμφωνα πάντα με το αμυντικό σχέδιο της χώρας και τον επαγγελματισμό των Ελλήνων στρατιωτικών.

Καθώς οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι η προέλασή τους κινδύνευε με ματαίωση, ιδίως αν μετά τα τσικό της γραμμής Μεταξά θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν στα ίσια τον μπαρουτοκαπνισμένο στρατό της Ηπείρου (και το θρυλικό πυροβολικό του), με μια κυκλωτική κίνηση κατάφεραν να βρεθούν στα νώτα του διαιρεμένου ελληνικού στρατεύματος, κόβοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού και εξαναγκάζοντας τον σε παράδοση. Η μετέπειτα σθεναρή αντίσταση των Βρετανικών αποσπασμάτων σε Θερμοπύλες και Μπράλο απέδειξε ότι πιθανότατα μια έγκαιρη σύμπτυξη του συνόλου του στρατεύματος στη Στερεά Ελλάδα, ίσως είχε αλλάξει τον ρου της ιστορίας.

Οι συνέπειες της καταστροφικής ήττας στο ”έπος” του ’40 καθήλωσαν την Ελλάδα για δεκαετίες, καθώς οδήγησαν στο ολοκαύτωμα της κατοχής, από εκεί στην εισβολή των Βρετανών και τον όλεθρο του εμφυλίου, από εκεί στη μαζική μετανάστευση και στην ερήμωση της υπαίθρου και από εκεί στη μεσαιωνική επταετία των κολονέλων και τελικά στην απώλεια της Κύπρου.

Συνεπώς η ιστορία διδάσκει ότι, όσο και αν προσπαθούμε να αυτοβασανιζόμαστε για το αντίθετο, μετράει η τελική έκβαση ενός πολέμου και όχι μια, πράγματι εντυπωσιακή, επιτυχία ολίγων εβδομάδων. Γιατί στο τέλος καί οι Ιταλοί προέλασαν και κατέλαβαν τη χώρα, καί οι Γερμανοί ύψωσαν τη σβάστικα στην Ακρόπολη, ενώ ακόμα και οι Βούλγαροι, οι Τσάμηδες (και κάθε άλλος πιθανός και απίθανος collaborator, όπως το Πριγκιπάτο της Πίνδου) όργωσαν τη χώρα ανενόχλητοι προβαίνοντας στις γνωστές σε όλους μας βαναυσότητες.

Στην περίπτωση του κ. Μητσοτάκη, η ιστορία δεν θα γράψει για την έγκαιρη αντιμετώπιση της πανδημίας, μια πρακτική άλλωστε που εφαρμόστηκε πανομοιότυπα σε ολόκληρο τον πλανήτη και δεν ήταν δική του ιδέα. Ούτε θα γράψει για ένα αυτονόητο γεγονός, ότι δηλαδή τα σώματα ασφαλείας μιας χώρας απέτρεψαν με επαγγελματισμό παράνομες εισόδους σε αυτήν. Θα γράψει όμως με συγκεκριμένα νούμερα, πόσοι άνθρωποι εισήλθαν παράνομα στη χώρα τα τελευταία χρόνια (αν όχι από τον Έβρο, ίσως παρακάμπτοντας το φράκτη μέσω Βουλγαρίας ή από τη θάλασσα). Και βέβαια στο τέλος της πανδημίας, θα γράψει πόσα φέρετρα τελικά μέτρησε αυτή η κυβέρνηση κάτω από τις οδηγίες του επιτελικού κράτους της.