Η αλλαγή και οι νέοι, 39 χρόνια μετά

Του Παναγιώτη Α. Τζανετή

39 χρόνια πέρασαν από τις εκλογές της ΑΛΛΑΓΗΣ, όταν μεταξύ πολλών άλλων πρωτοτυπιών, τριαντάρηδες πήραν την τύχη της χώρας στα χέρια τους.

Όταν δυσκολεύεται πια ο ΣΥΡΙΖΑ να πείσει τις νέες γενεές ότι είναι ικανός να αλλάξει την Ελλάδα, τι μπορεί να σκέπτονται αυτές για το ΠΑΣΟΚ; Μάλλον ό,τι σκέπτονται και για την ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού ή για την Ένωση Κέντρου του Γέρου Παπανδρέου, για να μην πω και για το Κόμμα Φιλελευθέρων των Βενιζελικών. Το κολόβωμα του ΚΙΝΑΛ το αγνοούν. 

Επιπλέον οι νέοι δεν αντιλαμβάνονται περί ποια ισχνότατη πελατεία μονομαχούν οι Μεγάλοι, δια των «προσχωρήσεων» ανθρώπων που έχουν κάνει πια τον κύκλο τους. Ακόμη περισσότερο για όσους, εκ των πραγμάτων, ταυτίστηκαν με τα ύστερα του καθεστώτος της παρακμής. Θεωρούν μάλιστα ότι το πλεονέκτημα μιας έντιμης κυβερνητικής πενταετίας ίσως θολώνει με την προσθήκη τόσων ανθρώπων που υπηρέτησαν σε υπουργικά συμβούλια του ύστερου ΠΑΣΟΚ.

Χαζεύουν λοιπόν τα τεκταινόμενα, πχ περί το μέλλον της κας Άννας Διαμαντοπούλου, σαν κάτι ξεχασμένα πληκτικά δράματα με το Νίκο Ξανθόπουλο που κάποτε … σπάγανε ταμεία. Εκδηλώνουν είτε απέχθεια για κάτι που αρνείται να αποδεχθεί τον θάνατο του και να παραμερίσει, είτε στην καλύτερη περίπτωση κάποια συμπάθεια προς το πολιτικό γήρας. Το άλμα της ακρίδας για πολλούς από τα περίπου 20.000 στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ενεπλάκησαν με την εξουσία, έστω και για λίγο, απωθεί είτε επιτελείται προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά. Όλα αυτά εμπεριέχουν και άδικες γενικεύσεις αλλά έτσι είναι συνήθως η νεολαία. Πολύ περισσότερο αγνοεί ότι «από κάτω» μετακινήθηκαν εκατομμύρια ανθρώπων.

Η γενεά των γονιών τους, αντιθέτως, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν αποτελεί πιά την πολλά υποσχόμενη γενεά του Πολυτεχνείου, της Μεταπολίτευσης ή της Αλλαγής. Επιμένει να επιβάλλει ακόμη την ατζέντα της, των Βαμπίρ έναντι των κανιβάλων, όπως θα έλεγε και ο κ. Μίμης Ανδρουλάκης. Στις ηλικίες αυτές οφείλει όμως κανείς να έχει ψυχολογικά προσγειωθεί, όσον αφορά το πόσα μπορεί να πετύχει προσωπικά, και να επενδύει τις προσδοκίες του κυρίως στα επιτεύγματα των «δικών» του απογόνων, φυσικών ή όχι, τους οποίους υποτίθεται ότι ανέθρεψε.

Στο κορυφαίο πολιτικό επίπεδο τα πράγματα διαφέρουν αισθητά. Το ψυχολογικό αυτό στοίχημα των μεγάλων ηλικιών δεν δεσμεύει πολιτικά κανέναν και δικαίως. Η δε δυναμική και ασφυκτιώσα νεολαία που πλεονεκτεί κατά τα άλλα πολλαπλά, πολιτικά απουσιάζει. Όποιος αμφιβάλει, ας προσπαθήσει να θυμηθεί τα ονόματα των επικεφαλής των νεολαιών των έξι κοινοβουλευτικών κομμάτων. Remaining Time-0:01FullscreenMute

Ο κ. Τσίπρας (46) παραμένει μακράν ο νεότερος όλων των πολιτικών αρχηγών ενώ αριστερότερα του βρίσκονται οι «Νέστορες», κκ Κουτσούμπας (65) και Βαρουφάκης (59). Η ανάδειξη του επηρέασε ωστόσο καθοριστικά την εσωτερική ζωή της ΝΔ με τον κ. Μητσοτάκη (52) να προκρίνεται ως αρχηγός, μόνο και μόνον προκειμένου να τον αντιμετωπίσει, επιφέροντας την δική του ανανέωση. Το παράδειγμα του ΚΙΝΑΛ, που δεν το επιχείρησε όσο μπορούσε, υπήρξε διδακτικό. 

Και οι δύο πρωταγωνιστές όμως, εκφράζοντας μια μακρά πολιτική παράδοση, συνοδεύονται από μια ηγετική ομάδα ανθρώπων αρκετά πιο ηλικιωμένων από αυτούς. Πρέπει να συμπορευτούν με αυτούς, αν και όλοι ξέρουν πως όσοι ηγέτες σφράγισαν την εποχή τους ανέδειξαν τελικά μια γενιά στελεχών γύρω στα 15 χρόνια νεότερους. Δεν πάει βέβαια κι ανάποδα. Όποιος επενδύει σε νεότερους υποστηρικτές δεν εξασφαλίζει μια θέση στην ιστορία.

Σε κάθε περίπτωση, τα περισσότερα κόμματα είναι πλέον ΚΑΠΗ, σε πρόσωπα και νοοτροπίες. Η απαλλαγή της πανεπιστημιακής ηγεσίας από την φοιτητική συμμετοχή, αποστέρησε τα κόμματα από νέες γενιές μηχανορράφων. Για την αριστερά δεν έχει υπάρξει, ακόμη, η παραδοσιακή λύση της οικογενειοκρατίας. Οπότε, η ανάδειξη αυτών των ανθρώπων μπορεί να επέλθει μόνο από την λεγόμενη κοινωνία των Πολιτών. 

Για αυτούς όμως οι διάλογοι των σημερινών επιτελείων, πχ εγώ ήμουν στην Αριστερή Πρωτοβουλία ή με τον Σημίτη ή στο Ρήγα με τον Χρύσανθο ή στην ΚΝΕ με τον Θεοδωρικάκο, κι απέναντι εγώ ήμουν στη ΠΟΛΑΝ με τον Σαμαρά, στην ΕΛΙΑ με τον Βαγγέλη Βενιζέλο ή στην Ραφήνα με τον Καραμανλή, είναι τόσο συναρπαστικοί όσο υπήρξαν για τους σημερινούς συγκλητικούς οι ιερές παρακαταθήκες του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Ευάγγελου Παπανούτσου ή του Μάρκου Αυγέρη κι άλλων πολλών, με τους οποίους μάλιστα δύσκολα θα αποτολμούσαν να συγκριθούν πνευματικά.

ΑΠΟ ΤΟ TVXS