Η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας και η έλλειψη εθνικού σχεδίου

Του Μελέτη Ρεντούμη

 

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε κυβέρνηση είναι η διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων καθώς η Τουρκία αποτελεί αναμφίβολα την μεγαλύτερη και πάγια απειλή για την χώρα μας όσον αφορά την κυριαρχία στο Αιγαίο και την Κύπρο.

Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές θέσεις επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να προστατευθούν τα ελληνικά συμφέροντα, φαίνεται ότι η Τουρκία εφαρμόζει μία συνδυαστική πολιτική επιθετικής διπλωματίας αλλά και στρατιωτικών κινήσεων που η Ελλάδα είτε αδυνατεί να διαβλέψει, είτε έχει άγνοια για τα ζητήματα που την αφορούν.

Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια και κυρίως με την παρούσα διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η Τουρκία έχει αποθρασυνθεί επικίνδυνα, διαμηνύοντας ότι δεν θα αφήσει κανένα να αμφισβητήσει τα δικαιώματά της στο Αιγαίο όσον αφορά τις γκρίζες ζώνες ή τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Κύπρο.

Τα μέτωπα που έχουν ανοίξει για την χώρα είναι πολλά και σύνθετα, καθώς η επιθετική στάση της Τουρκίας δεν ανακόπτεται από το όποιο διάβημα της Ελλάδος στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ ή και τις ΗΠΑ.

Αντιθέτως μάλιστα, μετά το πρόσφατο γεγονός της διεμβόλισης ελληνικού πλοίου του λιμενικού από τουρκική ακταιωρό, ναι μεν η ΕΕ προέβη δια της Κομισιόν σε δηλώσεις συμπαράστασης και καταδίκης της Τουρκίας, αλλά μέχρι εκεί χωρίς περαιτέρω πρωτοβουλίες.

Μάλιστα το ΝΑΤΟ, με βάση την συνήθη τακτική του, κράτησε ίσες αποστάσεις, ενώ οι ΗΠΑ που είναι και η κυρίαρχη δύναμη στην ΝΑ Μεσόγειο, δεν υποστήριξε την Ελλάδα αλλά ζήτησε ψυχραιμία και διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών, αγνοώντας πλήρως το γεγονός ότι η Τουρκία με το να διεκδικεί τα Ίμια και να προβαίνει σε επιθετικές ενέργειες εναντίον των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, παραβιάζει κατάφωρα τόσο το διεθνές δίκαιο όσο και την Συνθήκη της Λωζάνης.

Το ερώτημα όμως που τίθεται δεν είναι τί κάνει η Τουρκία, η οποία έχει καταστήσει σαφές ότι ακολουθεί ιδίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, μία αναθεωρητική πολιτική κατά των διεθνών συνθηκών, διεκδικώντας ό,τι μπορεί σε Αιγαίο, Κύπρο, Συρία αλλά και Βαλκάνια, αλλά πώς η Ελλάδα προσπαθεί να προασπίσει τα δικά της εθνικά συμφέροντα.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η κυβέρνηση περίμενε πρώτα να αποκλιμακωθεί η ένταση στα Ίμια και αφού συνέβη το ατύχημα, μετά από μία ολόκληρη ημέρα, προέβη σε δηλώσεις προάσπισης της εθνικής κυριαρχίας. Μάλιστα δεν διαμήνυσε σε όλους τους τόνους  από την πρώτη στιγμή σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς, ότι τα Ίμια είναι ελληνικά και ότι δεν χωρούν αμφισβητήσεις στο Αιγαίο.

Δυστυχώς, αυτό που τελικά συνέβη στο παρ΄ολίγο θερμό επεισόδιο Ελλάδας Τουρκίας, είναι η εξέλιξη των γκρίζων ζωνών που ισχύουν επί της ουσίας από την σύγκρουση του 1996 και σημαίνει την de facto οικειοποίηση ελληνικού εδάφους κατά παράβαση κάθε διεθνούς συνθήκης.

Με βάση τα τετελεσμένα που έξυπνα και μεθοδικά προωθεί η Τουρκία, η Ελλάδα δεν θα αργήσει να συρθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων επί των υποτιθέμενων γκρίζων ζωνών και μάλιστα με την ανοχή των μεγάλων δυνάμεων, που στο όνομα της διαφύλαξης της σχέσης με μία περιφερειακή δύναμη όπως η Τουρκία, θα επιλέξουν τις ίσες αποστάσεις.

Είναι πραγματικά αδιανόητο, όταν όλα τα εθνικά θέματα είναι ταυτόχρονα ανοιχτά και με την Τουρκία σε ευθεία απειλή πολέμου, η κυβέρνηση να απειλεί με σκάνδαλα, αποκαλύψεις και πυροδότηση ενός διχαστικού πολιτικού σκηνικού που δεν αφήνει περιθώρια για ενότητα και ομοψυχία.

Είναι γνωστό από διπλωματικούς κύκλους, ότι η Αλβανία θέτει ευθέως θέμα Τσαμουριάς, τα Σκόπια επιμένουν στο όνομα Μακεδονία χωρίς διάθεση αλλαγής συντάγματος και η Τουρκία διεκδικεί ελληνικά νησιά, δεσμεύοντας ταυτόχρονα ναυτικές περιοχές επί της Κυπριακής ΑΟΖ εμποδίζοντας τις γεωτρήσεις.

Τί έχει να απαντήσει η κυβέρνηση σε όλα τα παραπάνω; Ποιες είναι οι διεθνείς συμμαχίες που έχει συνάψει; Πώς θα κινηθεί στο γεωπολιτικό τοπίο; Πώς θα ενισχύσει την αποτρεπτική ισχύ της χώρας εν μέσω οικονομικής κρίσης;

Aυτά είναι μόνο μερικά από τα κρίσιμα και καίρια ερωτήματα που οφείλει τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση να πάρει θέση, ώστε να βρεθεί μία κοινή συνισταμένη άμεσα και να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι χωρίς ενιαίο σχέδιο δράσης μέσα από ένα εθνικό συμβούλιο πολιτικής, που θα συνεδριάζει σε τακτά διαστήματα για την αποτίμηση της τρέχουσας κατάστασης, αλλά και χωρίς την καλλιέργεια κλίματος σταθερότητας στο εσωτερικό, η χώρα δεν θα βρει εύκολα την πορεία της και ενδέχεται σύντομα να βρεθεί προ δυσάρεστων εθνικών εκπλήξεων.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός