Η γενιά των τραυματικών εμπειριών, των αδικημένων και των «αουτσάιντερς» ως κύριος ρυθμιστής του πολιτικού σκηνικού

Του Παναγιώτη Κατσαρούπα


Βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Η πανδημία μας έχει ήδη στερήσει πολλά, όπως το δικαίωμα να βλέπουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε και να τους εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας. Το πιο σημαντικό όμως που μας έχει στερήσει είναι τους συνανθρώπους μας που έχουν χαθεί στο πέρασμά της.

Το πρώτο και το δεύτερο lockdown αντίστοιχα στοίχισαν και εξακολουθούν να στοιχίζουν σε ένα σημαντικό ποσοστό των πολιτών τη ψυχική τους ηρεμία. Η αβεβαιότητα γέννησε το άγχος και εκείνο με τη σειρά του την ευερεθιστότητα και το φόβο. Κι αυτά τα αρνητικά συναισθήματα στο σύνολό τους συνέτειναν στην έξαρση φαινομένων όπως η ενδοοικογενειακή βία, η χρήση ουσιών και η εκδήλωση ψυχικών διαταραχών με χαρακτηριστικότερη τη κατάθλιψη. 

Η πολιτική αντιπαράθεση αναφορικά με το χειρισμό της πανδημίας είναι αναμενόμενη. Κι αν η διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας είχε δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα βάσει των αποτελεσμάτων, ο εφησυχασμός και η πιθανώς μη επαρκής προετοιμασία για το δεύτερο κύμα συνέβαλαν στις επώδυνες επιπτώσεις του στην υγεία και την οικονομία. 

Δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει με την αναγκαιότητα περαιτέρω ενίσχυσης του ΕΣΥ, τον πληρέστερο έλεγχο των εστιών υπερμετάδοσης και τη καταστροφική επίδραση του δεύτερου lockdown στην οικονομία με κυριότερους αποδέκτες την εστίαση, το λιανεμπόριο και τις μικρές επιχειρήσεις. Όπως δεν μπορεί κανείς να συμφωνήσει με τις διάφορες θεωρίες συνομωσίας οι οποίες είναι εξαιρετικά επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία. 

Στη πολιτική αυτή αντιπαράθεση  κυβέρνηση και αντιπολίτευση μετρούν δυνάμεις. Στα θετικά της κυβέρνησης πιστώνεται, εάν κρίνει κανείς βάσει των δημοσκοπήσεων, το γεγονός ότι με τα έως τώρα δεδομένα δείχνει να απορροφά τους πολιτικούς κραδασμούς από τη διαχείριση της πανδημίας χωρίς πολύ μεγάλες “φθορές”, οι οποίες στο βαθμό που υπάρχουν δεν είναι ξεκάθαρο προς ποια κατεύθυνση κινούνται. Καλείται όμως στο άμεσο μέλλον να διαχειριστεί τις συνέπειες της πανδημίας και σε επίπεδο οικονομίας κι εκεί οι προβλέψεις είναι επίσης πολύ δυσοίωνες.

Στον αντίποδα το πρώτο μεγάλο πλεονέκτημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ο πρόεδρός του, ο Αλ. Τσίπρας και η επαφή του με τη κοινωνία η οποία ενισχύεται από τη προσπάθεια διεύρυνσης που επιχειρεί να πραγματοποιήσει. Το δεύτερο και εξίσου σημαντικό, είναι το μεγάλο μέρος των δημοκρατικών προοδευτικών πολιτών προερχόμενων κατά κύριο λόγο από το χώρο της κεντροαριστεράς που κουβαλά μαζί του ως παρακαταθήκη και τον τίμησαν με ένα καλό ποσοστό, δεδομένων των συνθηκών στη τελευταία εκλογική διαδικασία. 

Ο παράγοντας x όμως που θα κρίνει πολλά στο πολιτικό προσκήνιο είναι μια νέα γενιά ανθρώπων που οι τραυματικές εμπειρίες έχουν γίνει κομμάτι του dna της. Είναι οι άνθρωποι αυτοί που όντας ακόμα παιδιά ήρθαν αντιμέτωποι με την οικονομική κρίση και τις μνημονιακές πολιτικές. Είδαν τις συνέπειές τους στα πρόσωπα των οικείων τους. Κάποιοι αφιερώθηκαν στην επιστήμη κι έμειναν με αυτήν εφόδιο να προσπαθούν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα, κάποιοι αναζήτησαν ένα καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό και κάποιοι άλλοι μπήκαν από νωρίς στον εργασιακό στίβο. Η πανδημία και οι επιπτώσεις της στο παρόν αλλά και στο άμεσο μέλλον έρχονται να συμπληρώσουν ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ των προαναφερθέντων βιωμάτων. 

Πρόκειται αναμφίβολα για μια ταλαιπωρημένη γενιά που οι δυσκολίες έχουν δομήσει και τις άμυνές της. Αδικημένη αλλά όχι παραδομένη, αουτσάιντερ στον αγώνα αλλά με μέταλλο νικητή. Δεν πείθεται πια από υποσχέσεις αλλά από πράξεις. Αναζητά όραμα και θα εμπιστευτεί αυτόν που θα της το δώσει μέσα από ένα πλήρες πολιτικό πρόγραμμα και από την ανάδειξη νέων σε ηλικία και ιδέες στελεχών με σοβαρό και υπεύθυνο πολιτικό λόγο εναρμονισμένο με τις ανάγκες της κοινωνίας. 

Αυτοί οι προοδευτικοί άνθρωποι ίσως τελικά να αποτελέσουν τον παράγοντα που θα κρίνει τον επόμενο νικητή στη πολιτική σκηνή, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Το μεγάλο στοίχημα είναι ποιος θα τους κερδίσει και ποιος θα τους χάσει.