Η Δημοκρατική Αρχή στη λύση

Toυ Γιαννάκη Λ. Ομήρου


Εν όψει των διαβουλεύσεων και επαφών στη Νέα Υόρκη στα πλαίσια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στη διαχείριση του θέματος της «πολιτικής ισότητας» δεδομένου ότι Τουρκία και Τατάρ εγείρουν θέμα «κυριαρχικής ισότητας».  Την πολιτική ισότητα η Ελληνική Κυπριακή πλευρά την αποδέχθηκε από το 1991. Όπως την προσδιόρισαν  τα Ηνωμένα Έθνη. Όχι ως αριθμητική ισότητα αλλά ως αποτελεσματική συμμετοχή στη διακυβέρνηση. 

Ωστόσο, δεδομένης της νεοφανούς αξίωσης της τουρκικής πλευράς για την
«κυριαρχική ισότητα» που παραπέμπει ευθέως σε δισυπόστατη πολιτειακή οντότητα, δηλαδή σε δύο κράτη ή συνομοσπονδία, είναι τουλάχιστον λανθασμένη και κυρίως επικίνδυνη η διατυπούμενη συνεχώς ετοιμότητα αποδοχής της από πλευράς μας χωρίς ρητή διευκρίνηση ότι εννοούμε την ισότητα που καθορίζεται στα Ηνωμένα Έθνη. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να ερμηνεύεται από τουρκικής πλευράς αλλά και από τρίτους ως αποδοχή της τουρκικής αξίωσης και συναφούς ερμηνείας και όχι αυτής που καθόρισαν τα Ηνωμένα Έθνη.

Το θέμα συνδέεται με το κρίσιμο ζήτημα της δημοκρατικής αρχής. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα μιας λύσης στο Κυπριακό είναι η δημοκρατική της θεμελίωση. Λύση που θα παραβιάζει τους δημοκρατικούς κανόνες και θα φαλκιδεύει τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών είναι βέβαιον ότι αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει.

Το Συνταγματικό Δίκαιο και η Πολιτική Επιστήμη είναι έννοιες αλληλένδετες και συνυφασμένες. Το Σύνταγμα δεν είναι αγορανομικός κώδικας, ούτε κώδικας οδικής κυκλοφορίας. Και δεν τρέφεται με τις κυρώσεις και τον καταναγκασμό. Η ισχύς και η αποτελεσματικότητα του περνά από τη δοκιμασία μιας μεγάλης κύρωσης, που είναι η δημοκρατική νομιμοποίηση του. Σύνταγμα και πολιτική υπ’ αυτή την έννοια ταυτίζονται κατά την Αριστοτελική θεώρηση.

«Επεί δε πολιτεία μέν και πολίτευμα σημαίνει ταυτόν, πολίτευμα δ’ εστί το κύριον των πόλεων, ανάγκη δ’ είναι κύριου η ένα η ολίγοις, η οι πολλοί μας το κοινό συμφέρον άρχωσι».

«Το Δίκαιο και ιδιαίτερα το Σύνταγμα είναι η αφηρημένη έκφραση της ιστορικότητας μιας κοινωνίας» υποστηρίζει ο Δημήτρης Τσάτσος. Και συνεχίζει:

«Το εξουσιαστικό φαινόμενο μιας οργανωμένης συμβίωσης μέσα από τη λειτουργική συνένωση Δικαίου και Κοινωνίας υπερβαίνει μέσα στη δικαϊκή τάξη την αντίθεση κράτους και κοινωνίας, εξουσίας και κοινωνίας».

Γι’ αυτό υιοθετεί και τον όρο πολιτεία αντί του όρους «κράτος» γιατί απορρίπτει τη λογική μιας εξουσιαστικής ισχύος και το στοιχείο του κρατικού καταναγκασμού.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι στη Δημοκρατία, το Δίκαιο δεν αρκεί να παράγεται σύμφωνα με το Σύνταγμα και συνακόλουθα να μπορεί να επιβάλλεται.

Για να εισδύει στην κοινωνία, για να γίνεται ρυθμός και περιεχόμενο ζωής πρέπει να συνοδεύεται και από μια ελάχιστη συναίνεση της κοινωνίας.

Να αντανακλά δηλαδή τον υπάρχοντα συσχετισμό των δημοκρατικά νομιμοποιημένων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων.

Με απλά λόγια, στη Δημοκρατία δεν αρκεί η εκλογή των φορέων εξουσίας από το λαό, αλλά απαιτείται και ανταπόκριση και νομιμοποίηση τους στην απαράβατη και θεμελιώδη αρχή της πλειοψηφίας.

Ένα Σύνταγμα στη λογική σκοπιμοτήτων, αντιδημοκρατικών συμβιβασμών, που αδιαφορεί στην κατάφαση του λαού και της δημοκρατικά διασφαλισμένης του έκφρασης, αναπόδραστα και νομοτελειακά θα οδηγήσει στην σύγκρουση έννομης τάξης και ιστορίας.

Και βέβαια η αναφορά στην ιστορία δεν μπορεί να παραπέμπει στα αποτελέσματα της βίας του πολέμου, της παράνομης στρατιωτικής κατοχής και της καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως κατοχυρώνονται από τις Διεθνείς και τις Ευρωπαϊκές συμβάσεις. Ιστορία είναι αυτή που διαμορφώνεται ως διαδικασία κοινωνικής εξέλιξης κάτω από όρους ειρήνης, δημοκρατίας, ισονομίας και ισοπολιτείας.

Οι κανονιστικές αντοχές και η δοκιμασία ενός Συνταγματικού κειμένου στην πορεία του χρόνου δεν μπορούν να διαχωρίζονται από την κατάφαση της κοινωνίας, τη δύναμη του Δικαίου και τις απαιτήσεις της Δημοκρατίας. Και η αρχή της πλειοψηφίας ως πυρήνα του νοήματος της Δημοκρατίας, ενώ επιδέχεται προσαρμογών κάτω από συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα, όπως είναι η προστασία της μειοψηφίας, δεν μπορεί ταυτόχρονα να αγνοείται πλήρως η και να ανατρέπεται.

Με ακόμα πιο απλά λόγια. Όταν σε μια συνταγματική ρύθμιση μια μειοψηφία διασφαλίζει, λόγω συγκυρίας των συνεπειών της βίας και του εκβιασμού των τετελεσμένων, ίσο πολιτειακό βάρος με την πλειοψηφία, αυτή η ρύθμιση είναι νομοτελειακά αναπόδραστο ότι θα καταρρεύσει. Και ότι ένα τέτοιο Σύνταγμα θα έχει και ημερομηνία κατάλυσης του. Τα ιστορικά παραδείγματα στη Συνταγματική εξέλιξη των κρατών είναι άπειρα. Γι’ αυτό άλλωστε στο Διεθνές και το Δημόσιο Δίκαιο αποτυπώθηκε ο πλούσιος νομικός και θεσμικός πολιτισμός της Δημοκρατίας, της ελευθερίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της κοινωνικής Δικαιοσύνης, και της ισότητας των ανθρώπων.   Που συνιστούν ασφαλιστικές δικλείδες περιορισμού της εξουσίας του οποιουδήποτε συντακτικού νομοθέτη.

Για δε τα κράτη που είναι μέλη της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, αυτός ο αυτονόητος περιορισμός του συντακτικού νομοθέτη είναι ακόμα πιο επιτακτικός, αφού οι όποιες συνταγματικές ρυθμίσεις πρέπει να συνάδουν με αυτό που ονομάζεται «Ευρωπαϊκό Κεκτημένο».

Ελπίζω λοιπόν να γίνεται κατανοητό ότι ρυθμίσεις που απάδουν και συγκρούονται ευθέως με το διεθνή και τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, αν ισχύσουν, θα οδηγήσουν σ’ ένα και μόνο αποτέλεσμα.  Να καταστήσουν θνησιγενές το Σύνταγμα που θα τις υιοθετήσει.

Επί του προκειμένου, αποτελεί μέγα λάθος να υιοθετείται η πεπλανημένη άποψη ότι η ομοσπονδία ως πολίτευμα μπορεί να παραβιάζει τη δημοκρατική αρχή. Πουθενά σε ομοσπονδίες δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η ισοτιμία και όχι αριθμητική ισότητα αποτυπώνεται, κατά κανόνα, με ίσο αριθμό εκπροσώπων στην Άνω Βουλή ή Γερουσία και όχι συλλήβδην σε όλα τα πολιτειακά όργανα, Η δε εισαγωγή ευρύτατων δικαιωμάτων αρνησικυρίας –veto –οδηγεί σε αδιέξοδα και παράλυση τις κρατικές λειτουργίες.

Συμπερασματικά. Το ζήτημα της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής ουδόλως συγκρούεται με το ομοσπονδιακό πολίτευμα. Χρέος μας να διαφυλάξουμε τη δημοκρατία δηλαδή το σεβασμό της λαϊκής βούλησης αν πρόκειται να είναι η λύση βιώσιμη.

Πρώην Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων