Η διαλεκτική της Επανάστασης του 1821

ΘΕΟΦΙΛΟΣ - Στο λημέρι του Κατσαντώνη
 Του Σωκράτη Αργύρη 

Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα  βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. – Καρλ Μαρξ

Στο μακρινό Μίσιγκαν υπάρχει μια πόλη που πήρε το όνομα της από τον αδελφό του αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας, Δημήτριο Υψηλάντη αφού πρώτα λεγόταν  Γούντραφ’ς Γκρόουβ  μέχρι το 1829. 

Μία προτομή του Δημητρίου Υψηλάντη, πλαισιούμενη από μία ελληνική  και μία αμερικανική σημαία, βρίσκεται στη βάση του υδατόπυργου του Υψηλάντι, τοπόσημου για την περιοχή.

Για να καταλάβουμε όμως την διαλεκτική της Επανάστασης του 21, πρέπει να δούμε τι συνέβη  στο Συνέδριο του  Λάιμπαχ, την σημερινή δηλαδή Λιουμπλιάνα, που ήταν τότε πρωτεύουσα του Δουκάτου της Καρνιόλας, το οποίο ανήκε στην Αυστρία. 

Το Συνέδριο του Λάιμπαχ έχει ιδιαίτερη σημασία για την υπόθεση του ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας επειδή διεξήχθη το 1821 (από τις 26 Ιανουαρίου ως τις 12 Μαΐου), που ενώ κρατούσαν οι εργασίες του συνεδρίου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ξεκίνησε την Ελληνική επανάσταση στις 24 Φεβρουαρίου 1821 από το Ιάσιο. Ίσως η χρονική στιγμή να ήταν η χειρότερη που θα μπορούσε για την Επανάσταση, γιατί  οι τότε μεγάλες δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας συνεδρίαζαν για το πώς θα καταπνίξουν τις εξεγέρσεις στην Ισπανία και Ιταλία. 

Η επανάσταση τότε στην Ισπανία (1820) ξεκίνησε από στρατιωτικές μονάδες που στασίασαν κατά του αυταρχικού βασιλιά Φερδινάνδου Ζ‘ απαιτώντας την επαναφορά του συντάγματος του 1812 που είχε επιβληθεί από τον Ναπολέοντα. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος μέχρι το 1823, οπότε, μετά από σχετική απόφαση και εντολή της Ιερής Συμμαχίας, γαλλικός στρατός κατέπνιξε την επανάσταση. 

Οι επαναστάσεις στην Ιταλία (1820-1821), που τότε ήταν χωρισμένη σε πολλά μικρά κράτη, οργανώθηκαν από καρμπονάρους, ξεκίνησαν από το βασίλειο της Νεάπολης και της Σικελίας το 1820, στρέφονταν κατά της αυστριακής κυριαρχίας και διεκδικούσαν εθνική ελευθερία και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Ο επαναστατικός αναβρασμός συνεχίστηκε μέχρι το 1821, οπότε η επέμβαση αυστριακού στρατού, που ενεργούσε με εντολή της Ιερής Συμμαχίας, είχε ως αποτέλεσμα την καταστολή της επανάστασης. Σχεδόν ταυτόχρονα, στο βασίλειο του Πεδεμοντίου (σημερινή βορειοδυτική Ιταλία) ξέσπασε επανάσταση με τα ίδια αιτήματα, που είχε, όμως, και την ίδια τύχη

Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι το Συνέδριο του Λάιμπαχ αποτέλεσε  καμπή στην ιστορία των Διεθνών Σχέσεων των χωρών της Ευρώπης με δεδομένο την ελεύθερη πλέον επέμβαση ξένων δυνάμεων σε  επίλυση εσωτερικών ζητημάτων άλλων χωρών, ενώ ταυτόχρονα  προσδιορίζονταν και οι πρώτες σφαίρες επιρροής των Μεγάλων  Δυνάμεων, προοΐμιο της Γιάλτας

Και ενώ συνέβαιναν αυτά στο συνέδριο  έφθασαν επιστολές του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου και του Αλεξ. Υψηλάντη στον Τσάρο. Ο Υψηλάντης έγραφε στον Τσάρο Αλέξανδρο: «Πάσαι αι ευγενείς των εθνών ορμαί πηγάζουν από Θεού και αναμφιβόλως εκ θείας εμπνεύσεως εγείρονται σήμερον οι Έλληνες αθρόοι, όπως αποσείσουν βδελυρόν ζυγόν, όστις βαρύνει επ’ αυτών από τεσσάρων αιώνων…» (Επιστολή 24 Φεβρουαρίου 1821).

Στο περιβάλλον του Τσάρου συγκρούονταν δύο αντίθετες τάσεις: Οι δύο υπουργοί του, ο Νέσελδορ και ο Καποδίστριας, ήταν υπέρ της διάλυσης της Τουρκίας. Ο Καποδίστριας ήθελε την άμεση (την ταχείαν) διά πολέμου διάλυση. Ο Νέσελροδ ήθελε την αργή με τη φυσική αγωνία. Οι αντιδραστικές δυνάμεις μπήκαν τότε σε κίνηση, για να ξεριζώσουν τις κρυφές συμπάθειες προς τους Έλληνες του Τσάρου και για να εξουδετερώσουν την επιρροή του Καποδίστρια.

Με εντολή του Τσάρου ο Καποδίστριας συντάσσει επιστολή αποκηρύσσοντας το κίνημα του Υψηλάντη, ώστε να καθησυχάσει τους συμμάχους, αλλά και να πείσει τους Τούρκους ότι το κίνημα του Υψηλάντη ήταν κάτι μεμονωμένο και η Ρωσία δεν βρισκόταν από πίσω. Η Επανάσταση εν τω μεταξύ μεταδίδεται και στην Πελοπόννησο. Ο Μέτερνιχ κατέθεσε πρόταση για την καταστολή όλων των επαναστάσεων στην Ελλάδα, τον Μάιο του 1821. Ο ίδιος θριαμβολογώντας έγραφε: «Μέσα σε έξι εβδομάδες τελειώσαμε δύο πολέμους και καταπνίξαμε δύο επαναστάσεις. Ας ελπίσουμε ότι και η τρίτη, αυτή που ξέσπασε στην Ανατολή, δεν θα έχει καλύτερη τύχη».

Και ενώ η Ελληνική Επανάσταση φαίνεται χαμένη και ενώ τα στρατεύματα των συμμάχων είχαν εντολή να καταπνίξουν κάθε εστία εξέγερσης ο Καποδίστριας καθησύχασε τους συμμάχους και κατόρθωσε στη διακήρυξη των συνέδρων (12 Μαΐου 1821) στην οποία καταδικάζονταν όλα τα επαναστατικά κινήματα, να μην συμπεριληφθεί η Ελληνική Επανάσταση.

ΘΕΟΦΙΛΟΣ – “Ο Ιάκωβος Τομπάζης πυρπολεί το τουρκικό τρίκροτον”, καζεΐνη, 1912

Ήταν μία από τις δυσκολότερες – και ίσως η μεγαλύτερη – διπλωματικές επιτυχίες του Καποδίστρια. Ήταν μία από τις μεγαλύτερες προσφορές του στο Ελληνικό Έθνος, αν μάλιστα σκεφτούμε τις δυσμενείς συνθήκες και το ανθελληνικό πνεύμα που επικρατούσε ανάμεσα στους συνέδρους. Ο Καποδίστριας με τους διπλωματικούς του χειρισμούς έσωσε την Ελληνική Επανάσταση εν τη γενέσει της.

Ο Μέττερνιχ στο «Υπόμνημα» του έγραφε ότι η Ελληνική εξέγερση δεν είναι προϊόν εθνικού κινήματος ή συνέπεια της τουρκικής καταπίεσης, αλλά αποτέλεσμα από πολύ χρόνο προπαρασκευασμένου σχεδίου και έχει σκοπό να διαταράξει τις αγαθές σχέσεις μεταξύ των μοναρχιών της Ρωσίας και Αυστρίας, των οποίων ο σύνδεσμος είναι τόσο φοβερός στους ανατρεπτικούς της Ευρώπης. Για τους Έλληνες ο Μέττερνιχ έγραφε: «Πώς είναι εν γένει δυνατόν, να εκκινήθη η Ελληνική Επανάσταση του Ελληνικού έθνους, αφού το έθνος αυτό εξέπεσε κατά τους τελευταίους αιώνες εις τας εσχάτας βαθμίδας της εθνικής υποστάσεως;» (Υπόμνημα της 25 Απριλίου 1821).

Οι διπλωμάτες της Ευρώπης νόμισαν ότι ήταν δυνατό να αγνοήσουν την Ελληνική Επανάσταση. Αλλά, οι βιαιοπραγίες των Τούρκων εκκίνησαν την αγανάκτηση των λαών της Ευρώπης και αυτός ο αυτοκράτορας της Αυστρίας καθώς και ο Μέττερνιχ θορυβήθηκαν, όταν έφθασε η είδηση για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, διότι φοβόταν τη ρωσική επέμβαση. Πράγματι, η κακούργος αυτή πράξη προξένησε αγανάκτηση μεγάλη σε όλη τη Ρωσία.

Η ρωσική φιλοπόλεμη μερίδα και ο Καποδίστριας εκμεταλλεύτηκαν τη στιγμή και έπεισαν τον Τσάρο να στείλει τελεσίγραφο στην Τουρκία. Η ρωσική διακοίνωση, την οποία έγραψε ο Καποδίστριας, έδινε στις ρωσικές απαιτήσεις όψη γενικότερου ανθρώπινου και πανευρωπαϊκού συμφέροντος. Διαμαρτύρονταν για τη θανάτωση των εκκλησιαστικών και κοσμικών αρχηγών των Ελλήνων και για τις ύβρεις κατά της Χριστιανικής θρησκείας και έθετε το περίφημο δόγμα της συνύπαρξης της Τουρκίας με τα Χριστιανικά κράτη της Ευρώπης. Ως όρο της συνύπαρξης έθετε την εγγύηση για το απαραβίαστο της Χριστιανικής θρησκείας και τη διάκριση αθώων και ενόχων.

Αλλά η Τουρκία στάθηκε ανυποχώρητη και ο Ρώσος πρεσβευτής εγκατέλειψε την Κων/πολη στις 15 Ιουλίου 1821. Η αναχώρηση του θεωρήθηκε ως προμήνυμα πολέμου,  λόγω του τουρκικού φανατισμού που είχε ξεσπάσει σε βιαιοπραγίες μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε’, όπου στις 6 Μαΐου 1821 φονεύεται ο Νικόλαος Μουρούζης, δραγουμάνος του στόλου. Ακολούθως απαγχονίζονται οι αρχιερείς που είχαν συλληφθεί ως όμηροι, ο Εφέσου Διονύσιος στην κεντρική αγορά του Πέρα, το Μπαλούκπαζαρ, ο Αγχιάλου Ευγένιος στον Γαλατά, ενώ ο Νικομήδειας Αθανάσιος πέθανε από τις κακουχίες της φυλακίσεως του και τα βασανιστήρια.

Στις 19 Απριλίου είχαν γίνει μαζικοί απαγχονισμοί λαϊκών. Στις 3 Ιουνίου απαγχονίσθηκαν στη δυτική ακτή του Βοσπόρου ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος στο Μέγα Ρεύμα, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ στο Νιχώρι, ο Δέρκων Γρηγόριος στα Θεραπειά. Την ίδια ημέρα εξορίζονται στην Ανατολία ο Αλέξανδρος και ο Σκαρλάτος Καλλιμάχης, που είχε διορισθεί ηγεμόνας της Βλαχίας μετά την έκρηξη της Επανάστασης εκεί. Κατά τα νέα, αληθινά ή χαλκευμένα, που καταφθάνουν από το Μοριά, δημιουργείται στην Κωνσταντινούπολη, κατάσταση τρομοκρατίας εναντίον των Ρωμιών. Τα θύματα της εποχής εκείνης στην Πόλη υπολογίζονται σε δέκα χιλιάδες. 

Ο Μέττερνιχ όμως συνέχισε να αναπτύσσει όλη την τέχνη του και συνεργαζόμενος με τον τουρκόφιλο Άγγλο υπουργό Λονδόνδερρυ παρουσίασε στον Τσάρο ότι η ανάμειξή του στα ελληνικά πράγματα θα έδινε το σύνθημα σε ατελείωτες δημαγωγικές ανατροπές. Ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος έγραψε επίσης φιλική επιστολή στον Τσάρο Αλέξανδρο συμβουλεύοντας τον: «Να φυλάγεται από τους άνδρες εκείνους, οι οποίοι υπερασπίζονται μεν με πολύ ζήλο τα Χριστιανικά δήθεν συμφέροντα, αλλά ούτε στον Θεόν πιστεύουν, ούτε στις εντολές αυτού, ούτε τους ανθρώπινους νόμους σέβονται». Με όλα αυτά εννοούσε τον Καποδίστρια. Ο Τσάρος υποχώρησε επειδή δεν ήθελε να αναλάβει πόλεμο κατά της Τουρκίας στον οποίο θα είχε εχθρούς δύο μεγάλες δυνάμεις. Συγχρόνως φοβόταν εξέγερση στην Πολωνία. Αρκέστηκε λοιπόν να απαιτήσει την εκκένωση μόνο της Μολδοβλαχίας. Έτσι ατόνησε η δύναμη των φιλοπόλεμων στην Πετρούπολη. Ο Καποδίστριας ζήτησε απεριόριστη άδεια και αποχώρησε από τη ρωσική υπηρεσία και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη.

Το καλοκαίρι του 1822 ο Μέττερνιχ και οι Άγγλοι συντηρητικοί εξακολουθούσαν να τηρούν την ίδια στάση στον ελληνικό αγώνα. Αλλά είχε ήδη αρχίσει να γίνεται σημαντική αλλαγή στην Ευρώπη. Ο Ελληνικός Αγώνας άρχισε να γίνεται συμπαθέστερος, ιδίως μετά την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη όλη η Ευρώπη αντηχούσε από τις διηγήσεις των ελληνικών κατορθωμάτων στην ξηρά και για την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στο λιμάνι της Χίου, οι σφαγές δε της Χίου αφύπνισαν τα φιλάνθρωπα αισθήματα όλων των λαών.

Μετά από αυτό η γνώμη ότι η Τουρκία δεν ήταν δυνατό να ζήσει με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη στην Ευρώπη, η λεγόμενη έννοια της συνυπάρξεως της Τουρκίας, κατακτούσε συνεχώς έδαφος. Ο ίδιος ο Μέττερνιχ κατά τον Ιούλιο του 1822 μετά τις ελληνικές επιτυχίες έγραψε στον Άγγλο πρεσβευτή στην Κων/πολη ότι: «Το ελληνικό ζήτημα έπρεπε να λυθεί σε ευρωπαϊκό δικαστήριο». Εδώ βλέπουμε ότι υπάρχει μεγάλη μεταβολή προς το καλύτερο για τον Ελληνικό αγώνα. Αλλά και η Αγγλική διπλωματία αναγκάζεται από την πίεση της κοινής γνώμης, πολύ ερεθισμένης, να αλλάξει τακτική και να συνηθίσει στην ιδέα της ευρωπαϊκής επέμβασης. Οι Τούρκοι όμως αντέταξαν οργισμένη αντίδραση: «Θέλετε την κατάπαυση της επανάστασης; Πολύ καλά, μην αναμειγνύεστε σ’ αυτήν ούτε φανερά, ούτε κρυφά», έλεγε η τουρκική διακοίνωση του Αυγούστου 1822.
Στο μεταξύ έγινε σημαντική μεταβολή στις διαθέσεις της Αγγλίας. Ο στύλος της συντηρητικής μερίδας Κάσλρεϊ που υπήρξε ο επινοητής της Ιεράς Συμμαχίας και της λεγόμενης “πολιτικής του Κογκρέσου”, αυτοκτόνησε, που ο Λόρδος Βύρων σε κάποιο ποίημά του καταλήγει:

“Εδώ βρίσκονται τα οστά του Κάσλρεϊ / Ταξιδιώτη, σταμάτα και κατούρησε”, ενώ ετοιμάζονταν να πάει στη συνδιάσκεψη της Βερόνας, στην Ιταλία. 

Τη θέση του κατέλαβε ως υπουργός εξωτερικών ο φιλέλληνας Γεώργιος Κάννιγκ, ο οποίος έδωσε φιλελεύθερη τροπή στην πολιτική της Αγγλίας.

Το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς στο Συνέδριο της Βερόνας ένα από τα κύρια θέματα ήταν και το ελληνικό ζήτημα. Αλλά νωρίτερα, τον Ιούνιο 1822, είχε προηγηθεί η ρωσική διακοίνωση προς την Αγγλία και τη Γαλλία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Το συνέδριο της Βερόνας το 1822, ήταν το τέταρτο κατά σειρά συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας -είχαν προηγηθεί τα συνέδρια της Αιξ-λα-Σαπέλ (Aix-La-Chapelle-1818), του Tρόπαου (Troppau-1820) και του Λάιμπαχ (Laibach) -1821 και ουσιαστικά αποσκοπούσε στην κατάπνιξη κάθε επαναστατικής εστίας στην ευρωπαϊκή, αλλά και στην αμερικανική Ήπειρο με πρωτεργάτες τον Σιμόν Μπολιβάρ και τον Χοσέ Φρανσίσκο δε Σαν Μαρτίν Ματόρρας και στην στήριξη των παλαιών, αυτοκρατορικών ή φεουδαρχικών καθεστώτων, κάτι που αποτελούσε και το λόγο δημιουργίας της Συμμαχίας. 

Δυστυχώς απαγορεύτηκε η παρουσία εκπροσώπων των Ελλήνων επαναστατών δηλαδή του Παλαιών Πατρών Γερμανού , του Γεώργιου Μαυρομιχάλη και του Ανδρέα Μεταξά που στάλθηκαν κατ’ εντολήν της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να παρουσιάσουν στους συνέδρους τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς. 

Το καταδικαστικό ανακοινωθέν σε βάρος της ελληνικής επανάστασης εκδόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1822 και έχει ως εξής:

«Μέγα πολιτικόν γεγονός εξερράγη περί τα τέλη της τελευταίας συνελεύσεως (του Συνεδρίου του Λάιμπαχ). Ό,τι το ανατρεπτικόν των κοινωνιών πνεύμα ήρχισεν εν τη δυτική χερσονήσω, ό,τι εδοκίμασε να πράξη εν τη Ιταλία, το κατώρθωσεν εις τας ανατολικάς εσχατιάς της Ευρώπης. Καθ’ ον καιρόν κατευνάσθησαν αι εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και της Σαρδηνίας στρατιωτικαί επαναστάσεις διά της δυνάμεως, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν’ απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ’ οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου, ασχολούμενοι δε αμεταθέτως εις το έργον της κοινής φροντίδος των, αντέκρουσαν παν ό,τι εδύνατο να τους παρεκτρέψη της οδού των. Αλλ’ ακούοντες και την φωνήν της συνειδήσεως και του ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων ασυνέτου και εγκληματικού επιχειρήματος. Αι πολλαί και φιλικαί των πέντε αυλών προς αλλήλας διακοινώσεις διαρκούσης της εποχής ταύτης, μιας των σημαντικωτέρων της συμμαχίας των, έφεραν εις σύμπνοιαν όλας ως προς το ζήτημα της Ανατολής, απέκειτο δε εις την εν Βερώνη συνέλευσιν να καθιερώση και επιβεβαιώση τα ορισθέντα. Αι δε σύμμαχοι της Ρωσίας αυλαί ελπίζουν ότι διά των κοινών προσπαθειών θα εξομαλυνθούν τα μέχρι τούδε εμπόδια διά την ευόδωσιν των ευχών αυτών».

Ο Κάννιγκ όμως αναγνώρισε τον ελληνικό αποκλεισμό, ο δε διοικητής των Ιονίων νήσων διατάχτηκε να συμπεριφέρεται προς τους Έλληνες σαν εμπόλεμο κράτος και να παραχωρήσει το νησί Κάλαμος ως άσυλο στους καταδιωκομένους από τους Τούρκους,

Οι Έλληνες ενθαρρυνθέντες από αυτά ζήτησαν επίσημα την υποστήριξη της Αγγλίας (Ιούλιος 1823) και αργότερα (8 Αυγούστου 1823), ο Αλέξ. Μαυροκορδάτος με εύστοχο υπόμνημά του υποδείκνυε στον Κάννιγκ ότι το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος θα ήταν στήριγμα της Αγγλίας κατά των ρωσικών σχεδίων στην Ανατολή: «Η ανεξαρτησία της Ελλάδας είναι ο μόνος τρόπος να ιδρυθεί ο φραγμός, τον οποίον απαιτεί η σωτηρία της Ευρώπης κατά της κολοσσιαίας ρωσικής δυνάμεως».

 Η Μεγάλη Βρετανία αφού αναγνώρισε τους Έλληνες ως εμπόλεμη δύναμη. Με αυτόν τον τρόπο ο αγώνας των Ελλήνων απέκτησε «νομιμότητα …δια της πλαγίας οδού».

 Πώς όμως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έγινε ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας όπως το διηγείται ο Ξάνθος  που στη συνάντηση μαζί του στην Πετρούπολη στις 11 Απριλίου 1820, ο Υψηλάντης τον δέχθηκε με ευγένεια και, ύστερα από κάποιες ερωτήσεις για την καταγωγή του και διάφορες άλλες υποθέσεις, του ζήτησε να μάθει πώς περνούν οι Έλληνες. Ο Ξάνθος του απήντησε ότι οι Τούρκοι τους τυραννούν και η τυραννία αυτή έχει γίνει πλέον αφόρητη. Στη συνέχεια ακολούθησε ο εξής δραματικός διάλογος:

  • – Υψηλάντης: «Γιατί οι Έλληνες δεν προσπαθούν να ενεργήσουν ώστε, αν δεν δύνανται να ελευθερωθούν από τον ζυγόν, τουλάχιστον να τον ελαφρώσουν;»
    – Ξάνθος: «Πρίγκιψ, με ποία μέσα και με ποίους οδηγούς να ενεργήσωσιν οι δυστυχείς Έλληνες την βελτίωσιν της πολιτικής των καταστάσεως; Αυτοί έμειναν εγκαταλελειμμένοι από εκείνους, οίτινες εδύναντο να τους οδηγήσωσι, διότι όλοι οι καλοί ομογενείς καταφεύγουν εις ξένους τόπους και αφήνουν τους ομογενείς των ορφανούς. Ιδού ο Κόμης Καποδίστριας υπηρετεί τη Ρωσίαν, ο μακαρίτης πατήρ σας κατέφυγε εδώ και ο Καρατζάς εις την Ιταλίαν, υμείς ο ίδιος υπηρετούντες την Ρωσίαν εχάσατε υπέρ αυτής την δεξιάν χείρα σας, και άλλοι ίσοι καλοί καταφεύγοντες εις την χριστιανικήν Ευρώπην μένουν εκεί, χωρίς να φροντίζουν δια τους δυστυχείς αδελφούς των.»
    – Υψηλάντης: «Αν εγώ εγνώριζον ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ και εστοχάζοντο, ότι εδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σου λέγω εντίμως, ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου, και τον εαυτόν μου θα εθυσίαζον υπέρ αυτών».
    – Ξάνθος (σηκώνεται όρθιος και συγκινημένος): «Δος μοι Πρίγκιψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε».
    Κοιτάζοντάς τον κατάματα ο Υψηλάντης με θαυμασμό τού έδωσε το χέρι του. 
  •  

Υ. Γ. : Η αιχμαλωσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Αυστρία