Η εμπειρία της αναθεώρησης του Συντάγματος το 1998

Του Νίκου Σηφουνάκη

Αρχισα να γράφω αυτό το κείμενο όταν η ιστορική συμφωνία που εξήγγειλαν την Τρίτη 6 Νοεμβρίου ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος δεν ήταν γνωστή. Στόχος μου ήταν και είναι η κατάθεση μιας μαρτυρίας για την προσπάθεια που έγινε πριν από είκοσι χρόνια (1998) κατά τη συζήτηση αναθεώρησης του Συντάγματος και η οποία δεν ευοδώθηκε. Ο εικοστός αιώνας σημαδεύτηκε από την ψήφιση και ισχύ τριών Συνταγμάτων τα οποία ταυτίστηκαν με τους εμπνευστές τους και με ό,τι αυτοί πρέσβευαν ιδεολογικά και πολιτικά, ήτοι:

■ 1911 του δημιουργού του κόμματος των Φιλελευθέρων, Ελευθερίου Βενιζέλου

■ 1952 του Νικολάου Πλαστήρα και των κεντρώων κομμάτων ΕΠΕΚ, Φιλελεύθεροι

■ 1975 του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος επιθυμούσε «αυστηρό» Σύνταγμα από την περίοδο ακόμα της πρώτης θητείας του ως πρωθυπουργού (1955-1963) και που βεβαίως το επέτυχε με την επάνοδό του στη μεταπολίτευση, με ολιγότερο σαφώς «αυστηρό» πρόσημο, που όμως ταυτιζόταν με τις προσωπικές του πεποιθήσεις και επιθυμίες.

Το τι σηματοδότησε το κάθε ένα από αυτά έχει πλήρως ιστορικά καταγραφεί και ως προς τις πολιτικές αρχές που εξέφραζαν, αλλά και ως προς τα αποτελέσματα που είχαν για τη χώρα στη διαδρομή του εικοστού αιώνα. Σαράντα χρόνια διήρκεσε η ισχύς του πρώτου, είκοσι του δεύτερου και μόλις δέκα του τρίτου, δηλαδή προοδευτικά κατά το ήμισυ μειωνόταν η διάρκεια ζωής τους σε σχέση με το προηγούμενο.

Εκείνο του 1975 -αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας- είχε ως πολιτική αφετηρία το πολίτευμα της προεδρευόμενης δημοκρατίας με εκλογή από τη Βουλή του Προέδρου, κατά τα πρότυπα του ιταλικού και του γερμανικού Συντάγματος, αλλά είχε «πρόνοιες» προεδρικής δημοκρατίας, προϊόν του χαρακτήρα και της ιδεολογικής πίστης του εμπνευστή του, που είχε αναφορά τον Ντε Γκολ και την 5η Γαλλική Δημοκρατία.

Το 1985 δρομολογήθηκε η πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Περιελάμβανε εκείνα και μόνο τα άρθρα με τα οποία είχε διαφωνήσει σύσσωμη η αντιπολίτευση κατά την ψήφισή του και τα οποία αλλοίωναν το πολίτευμα της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Καταργήθηκαν τότε οι υπερεξουσίες του Προέδρου, όπως να διορίζει πρωθυπουργό χωρίς κάποιες προϋποθέσεις, και προσδιορίστηκε πώς και σε ποιον ανατίθεται ο σχηματισμός κυβέρνησης μετά τις εκλογές. Την αξία αυτών των αλλαγών τη βιώσαμε στην κρίση του 1989, οπότε και ο ηγέτης τότε του ΚΚΕ, ο αείμνηστος Χαρίλαος Φλωράκης, εκλήθη να σχηματίσει κυβέρνηση ως τρίτο σε δύναμη κόμμα.

Εκείνη η αναθεώρηση κατακρίθηκε με σφοδρότητα από τη συντηρητική παράταξη έως το 1998, όταν και ξεκίνησε η δεύτερη αναθεώρηση με πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη. Δηλαδή, δεκατρία χρόνια μετά, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας δεν έθεσε θέμα επαναφοράς των υπερεξουσιών του Προέδρου. Στην αρμόδια επιτροπή και στην Ολομέλεια υπήρξε γενικά συναίνεση σε όλα πλην του άρθρου 16 για τα μη κρατικά πανεπιστήμια.

Η μόνη σοβαρή ρήξη εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα που επιχειρήθηκε, και η οποία έφερε αναστάτωση στη Νέα Δημοκρατία αλλά και σε μερίδα του κόμματός μου, ήταν η πρόταση που συνέταξα και από κοινού με συναδέλφους βουλευτές καταθέσαμε, η οποία αφορούσε την απεμπλοκή των λειτουργιών του Κράτους από εκείνες της Εκκλησίας, την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, με τη θεμελιώδη αιτιολογία ότι ο πυρήνας του πολιτικού και συνταγματικού φιλελευθερισμού, αν μη τι άλλο, προνοεί την οριοθέτηση των δύο διαφορετικών εξουσιών σε όλη την Ευρώπη.

Η πρότασή μου συνυπογράφηκε από 52 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και έναν θαρραλέο από τη Νέα Δημοκρατία, τον Πάνο Λουκάκο. Αίφνης δημιουργήθηκε κλίμα έντονης αντιπαράθεσης που διαπέρασε οριζόντια και κάθετα τα δύο μεγάλα τότε κόμματα. Ο εισηγητής μας αλλά και ο υπουργός Δικαιοσύνης την απέρριψαν απερίφραστα και για να γίνει κατανοητό το κλίμα εκείνων των ημερών, σημειώνω ότι τρεις βουλευτές συνάδελφοί μου ζήτησαν να αφαιρεθεί η υπογραφή τους από το κείμενο και κατά την ψηφοφορία την πρόταση υπερψήφισαν μόνο 12 από τους 53 που την είχαν υπογράψει.

Επιχειρήθηκε τότε η θρησκευτική τρομοκράτηση, επιστρατεύτηκε ο σκληρός πυρήνας των συντηρητικών και ακροδεξιών στοιχείων, τα οποία έφτασαν μέχρι και σε προπηλακισμό μας. Επικεφαλής ετέθη ο τότε αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, διοργάνωσε λαοσυνάξεις με σταυροφόρους με χλαμύδες, με αποκαλούσε «γραικύλο» και εξαπέλυε κεραυνούς στους τολμήσαντες βουλευτές, καταγγέλλοντας μεταξύ άλλων: «Είναι αίσχος για τους Νεοέλληνες να υπακούουν στη βούληση των Βρυξελλών…» και άλλα ωραία.

Τέτοιο θρησκευτικό φανατισμό που ξεπερνούσε και εκείνον των ακραίων αγιατολάδων η Εκκλησία αλλά και η χώρα μας ξαναέζησαν τα χρόνια του διχασμού στα 1916, όταν ο τότε αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Μηνόπουλος, επικεφαλής ιεραρχών και βασιλικών, λιθοβολούσε το ομοίωμα του Ελ. Βενιζέλου στον Πεδίον του Αρεως. Δυστυχώς στους σταυροφόρους και εμπόρους της πίστης υπέκυψε η δημοκρατία μας πριν από είκοσι χρόνια, αιτιολογώντας την ατολμία της με τον ισχυρισμό ότι «δεν είναι ώριμες ακόμα οι συνθήκες».

Στο κενό έπεφταν τα επιχειρήματά μας, όπως ότι στη βαθύτατα θρησκευόμενη Ιταλία αλλά και στη Γαλλία, πριν από ενάμιση αιώνα, ο Καμίλο Καβούρ και ο Αριστίντ Μπριάν αφαίρεσαν από την Εκκλησία το δικαίωμα να εμπλέκεται στο Κράτος. «Ελεύθερη Εκκλησία σ’ ένα ελεύθερο Κράτος» ήταν το σύνθημα των δύο αυτών σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων.

Είκοσι χρόνια μετά, ευτυχώς δεν υπάρχει ο φονταμενταλιστής επικεφαλής αρχιεπίσκοπος και οι όποιοι εμμονικοί αρχιερείς απέμειναν δεν βρίσκουν ακροατήριο. Οι συνθήκες αλλάζουν και συνέβαλαν σ’ αυτό όσοι με τόλμη, μαχητικότητα και επιμονή βοήθησαν να ωριμάσουν και στην κοινωνία οι συνθήκες που οδήγησαν στη συμφωνία των ημερών. Η αναθεώρηση πρέπει να προχωρήσει και στην απάλειψη του προοιμίου και του άρθρου 3 και σε προσαρμογή των άρθρων 33, 59, 81, ώστε οι λειτουργοί της Πολιτείας να εγκαθίστανται δίδοντας πολιτική διαβεβαίωση και μόνο.

Η δεύτερη πρόταση που στην αναθεώρηση του 1998 κατέθεσα αφορούσε τη μη διάλυση της Βουλής κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, προέβλεπε εκείνη η πρόταση:

«Αν κανένας από τους προτεινόμενους υποψηφίους δεν συγκεντρώνει τον αριθμό των απαιτούμενων ψήφων που προβλέπει το Σύνταγμα, τότε η Βουλή δεν θα διαλύεται, αλλά θα αποσύρονται όλες οι υποψηφιότητες και τα πολιτικά κόμματα θα υποχρεούνται να υποδείξουν νέους υποψηφίους. Οι ψηφοφορίες θα επαναλαμβάνονται έως ότου επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία».

H σημερινή κυβέρνηση, και αφού ως κόμμα έκανε χρήση της διάταξης διαλύοντας τη Βουλή, κατέθεσε προς συζήτηση μια παρεμφερή, καλή πρόταση, αλλά και μια εναλλακτική με την οποία προτείνεται προσφυγή στον λαό. Για έναν Πρόεδρο ο οποίος απλώς συμβολίζει την ενότητα του λαού χωρίς να διαθέτει υπερεξουσίες, η πρώτιστη υποχρέωσή του είναι να καλλιεργεί τη θεσμική συναίνεση και να μην εμπλέκεται σε προεκλογικές διαδικασίες που θα τον καθιστούν μέρος της κομματικής διαμάχης. Η πρότασή μας εκείνη νομίζω είναι και σήμερα επίκαιρη διότι και η αυξημένη πλειοψηφία εξασφαλίζεται και η διάλυση της Βουλής αποφεύγεται.

*Πρώην υπουργός

AΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ