Η εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ

Του Γιώργου Κατρούγκαλου

Η διεθνής θέση της Ελλάδας δεν ήταν ποτέ τόσο αναβαθμισμένη όσο σήμερα. Ποτέ άλλοτε η φωνή της πατρίδας μας δεν ήταν τόσο δυνατή και τόσο σεβαστή. Ακόμη και πριν από τη Συνθήκη των Πρεσπών, που απογείωσε το διπλωματικό της κύρος, η διεθνής κοινότητα αναγνώριζε την χώρα μας ως παράγοντα σταθερότητας σε μία ιδιαίτερα ασταθή περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ομπάμα την πατρίδα μας  επέλεξε για την τελευταία, ιστορική του ομιλία προς τον κόσμο, ούτε ότι ο Μακρόν πραγματοποίησε εδώ την πρώτη επίσημη επίσκεψη του για να μιλήσει στην Ευρώπη για το μέλλον της.

Η αναβάθμιση αυτή της διπλωματικής θέσης της χώρας μας ήταν αποτέλεσμα συστηματικής και αποτελεσματικής προσπάθειας, τόσο της διπλωματίας μας όσο και προσωπικά του πρωθυπουργού. Το πρώτο που έκανε την διαφορά είναι η νέα αξιοπιστία της χώρας, σε σύγκριση με την ιδιαίτερα αρνητική εικόνα της αμέσως προηγούμενης περιόδου της κρίσης, κυρίως λόγω του πολιτικού της συστήματος. Οι «ελληνικές στατιστικές», η αναξιοπιστία, οι στρεβλώσεις του κράτους και η πελατειακή εξάρτηση από διαπλεκόμενα συμφέροντα που δεν επέτρεπαν να εφαρμόζονται τα συμφωνημένα, είχαν διαμορφώσει το στερεότυπο ενός ιδιότυπου μαύρου προβάτου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δώσαμε τα ακριβώς αντίθετα δείγματα γραφής, κερδίζοντας το σεβασμό εταίρων και συνομιλητών.

Όμως το στοίχημα κερδήθηκε με τις πολύ συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που αναλάβαμε, ούτως ώστε να αναδειχθεί η χώρα μας σε εξαγωγέα σταθερότητας τόσο στα Βαλκάνια – με προεξάρχον παράδειγμα τη Συμφωνία των Πρεσπών – όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ορισμένες από τις πρωτοβουλίες αυτές, όπως η Σύνοδος των Επτά Μεσογειακών χωρών της ΕΕ (MED 7) δεν έχουν απλώς περιφερειακή αλλά ευρύτερη στόχευση, και συγκεκριμένα να ενισχύσουν τη φωνή του Ευρωπαϊκού Νότου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνδέοντας τα συμφέροντα της χώρας μας και της Κύπρου με αυτά των χωρών με τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωζώνη. Στην Ανατολική Μεσόγειο το σημαντικότερο εργαλείο της συστηματικής και συντονισμένης διπλωματικής προσπάθειας της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν η ενίσχυση των τριμερών σχημάτων στρατηγικής συνεργασίας με τις χώρες της περιοχής, κατ’εξοχήν δε με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Κεντρικό στοιχείο των τριμερών αυτών σχημάτων αποτελεί η ανάπτυξη μιας θετικής ατζέντας συνεργασίας με κεντρικό θέμα τα ενεργειακά.

Στο επίκεντρο της βρίσκεται ο αγωγός EastMed, ο οποίος θα μεταφέρει φυσικό αέριο από τις νέες περιοχές παραγωγής, από τη λεκάνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, προς την ευρωπαϊκή αγορά, με σημείο πρώτης εισόδου στην Ευρώπη την Κρήτη. To μεγαλεπήβολο αυτό project δεν ενισχύει μόνον τη στρατηγική μας να καταστεί η Ελλάδα κόμβος ενεργειακών οδών και πηγών, αλλά αλλάζει και τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή, ιδίως μετά την πλήρη υποστήριξη του από τις ΗΠΑ. Στο ίδιο πλαίσιο συμμετέχουμε ενεργά στο EastMed Forum, μαζί με την Αίγυπτο, την Κύπρο, την Ιταλία, την Ιορδανία, την Παλαιστίνη και το Ισραήλ.

Η κορωνίδα όμως της εξωτερικής μας πολιτικής ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών.Η συμφωνία είναι εθνικά επωφελής και ταυτόχρονα «win-win» και για τις δύο πλευρές. Έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο μια πικρή διαφορά δεκαετιών, που μπορούσε να έχει λυθεί ήδη από την δεκαετία του 1990, σταθεροποίησε την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, έστειλε ένα μήνυμα ότι μπορεί να επιλύονται οι διαφορές με πολιτικό διάλογο και με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο. Έδωσε λύση στο ονοματολογικό με σύνθετη ονομασία, erga omnes, και ταυτόχρονα, με την αναθεώρηση του Συντάγματος, ήρε κάθε υποψία αλυτρωτισμού. Με την επικύρωση της συμφωνίας μια νέα εποχή σταθερότητας άνοιξε για τα Βαλκάνια, με με την Ελλάδα σε ρόλο πρωταγωνίστριας. Ως παράγοντα λύσης και όχι δημιουργίας προβλημάτων.

Η πρόσφατη δημοσιοποίηση των επιστολών Καραμανλή αναδεικνύει την μέγιστη υποκρισία της Νέας Δημοκρατίας στο Μακεδονικό, δεδομένου ότι είχαν αποδεχθεί ως «βάση λύσης» διπλή ονομασία και μάλιστα διπλή ονομασία με εκπτώσεις. Ακόμα και σε διεθνές επίπεδο μόνο στον ΟΗΕ θα λεγόταν η γειτονική μας χώρα «Μακεδονία – Σκόπια», ενώ στις διμερείς της σχέσεις με τ’ άλλα κράτη θα έμενε το όνομα «Μακεδονία». Και, φυσικά, χωρίς αλλαγή Συντάγματος, όπως πετύχαμε εμείς. Αυτά δεν αφορούν μόνον τον ίδιο τον κ. Καραμανλή.  Τα ίδια ουσιαστικά συζητούσε με τον κ. Νίμιτς το 2008 η κα Μπακογιάννη στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, άρα και μετά το Βουκουρέστι. Κι αυτό ήταν το βασικό πρόβλημα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε στην δική μας διαπραγμάτευση, γιατί, προφανώς, η άλλη πλευρά θεωρούσε δεδομένη και δεσμευτική για τη χώρα μας την υποχώρηση αυτή.

Πρωτοστατήσαμε και στην προσπάθεια για μια πιο δημοκρατική και πιο κοινωνική ΕΕ, σε συνεργασία με τις ευρύτερες προοδευτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Διαμορφώσαμε νέες, πλατειές συμμαχίες, ιδίως με τους σοσιαλδημοκράτες και τους πράσινους. Επιδιώξαμε να ενισχυθεί η λογοδοσία των αρμόδιων οργάνων της οικονομικής διακυβέρνησης, ο ρόλος του Ευρωκοινοβουλίου αλλά και των Εθνικών Κοινοβουλίων. Αναδείξαμε το μεταναστευτικό ως ευρωπαϊκό, όχι ως εθνικό ζήτημα. Επιμείναμε στην ανάγκη να διαμορφωθεί ένα νέο Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου, το οποίο δεν θα επιβαρύνει υπέρμετρα τα κράτη πρώτης υποδοχής και θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου ψηφίζουμε πάνω από όλα για τη ζωή μας. Για μια ανάπτυξη για όλους, και όχι μόνο τους λίγους. Για να αναστραφεί η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και να έχουν όλοι οι εργαζόμενοι περισσότερα, όχι λιγότερα δικαιώματα. Για τη Δημοκρατία και τα δικαιώματα, σε μία νέα μεταπολίτευηση. Ψηφίζουμε όμως και για να συνεχίζουμε να έχουμε την ίδια αποτελεσματική, πατριωτική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Η ελπίδα πρέπει να μείνει ζωντανή!

* Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι υπουργός Εξωτερικών και υποψήφιος Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών
ΑΠΟ ΤΟ TVXS