Η επόμενη μέρα

Του Πολυμέρη Βόγλη

Αυτό που προέχει και επείγει είναι η ανάδειξη εκείνων των προγραμματικών ζητημάτων που συνθέτουν το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την ελληνική κοινωνία και, παράλληλα, η ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας στην επεξεργασία τους και τη μετατροπή τους σε πεδία πολιτικής διεκδίκησης.

Η συζήτηση για το μέλλον της Αριστεράς δεν μπορεί πλέον παρά να ξεκινά από το παρελθόν, δηλαδή τη διακυβέρνηση της Ελλάδας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατ’ αρχάς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρέθηκε στην εξουσία σε μια εποχή ανόδου της δύναμης της Αριστεράς στην Ευρώπη, το αντίθετο μάλιστα, καθώς μετά το 2015 η Ευρώπη συνολικά στράφηκε όλο και πιο δεξιά.

Η «μοναξιά» της ελληνικής κυβέρνησης δεν ήταν το μόνο πρόβλημα, αλλά πάντως ήταν το σοβαρότερο στο κρίσιμο διάστημα της διαπραγμάτευσης το πρώτο εξάμηνο του 2015. Στη συνέχεια βέβαια, το πιο σοβαρό πρόβλημα της κυβέρνησης της Αριστεράς ήταν ότι κλήθηκε να εφαρμόσει μνημονιακές, νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι οποίες έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση τόσο με τις εξαγγελίες της όσο και με την ιδεολογία της, ενώ σε άλλα ζητήματα που δεν σχετίζονταν με τα μνημόνια επέδειξε ατολμία (π.χ. σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας).

Η σταδιακή βελτίωση της οικονομικής κατάστασης και τα θετικά μέτρα των τελευταίων μηνών προς όφελος των λαϊκών τάξεων μπορεί να άμβλυναν κάπως τις επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών αλλά δεν αντέστρεψαν τη δυσαρέσκεια που είχε συσσωρευθεί. Εντούτοις, στις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξαερώθηκε, παρά την πρωτοφανή αντι-ΣΥΡΙΖΑ εκστρατεία που ενορχήστρωσαν τα ΜΜΕ. Αντίθετα, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, παρά τις επιφυλάξεις του, είδε τον ΣΥΡΙΖΑ ως τη δύναμη που μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που προμήνυε η επάνοδος της Ν.Δ. στην εξουσία και με αυτόν τον τρόπο εδραιώθηκε ως ο αντίπαλος πόλος απέναντι στη Ν.Δ.

Στην παρούσα φάση το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο… εαυτός του. Αφενός θα πρέπει να αναμετρηθεί με τις πολιτικές που ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση εφάρμοσε σε αρκετούς τομείς, πολιτικές που τώρα η Ν.Δ. λίγο ώς πολύ θα συνεχίσει, π.χ. στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις ή στο προσφυγικό. Για να είναι αξιόπιστη η αντιπολίτευση στη Ν.Δ., ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εξηγήσει πειστικά τις όποιες διαφορές και, κυρίως, να αναθεωρήσει τις λανθασμένες επιλογές του. Αφετέρου, ως κόμμα θα πρέπει να επανασυνδεθεί με την κοινωνία.

Γνωρίζουμε από την Ιστορία ότι όποτε η Αριστερά έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτό οφειλόταν στο ότι μπόρεσε να οργανώσει, να κινητοποιήσει, να εκφράσει ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στον αντίποδα. Σταδιακά (ιδιαίτερα μετά τις αποχωρήσεις του 2015), το κόμμα απορροφήθηκε από το κράτος και είχε αναιμική παρουσία στους κοινωνικούς χώρους. Ολα τα παραπάνω σημαίνουν ότι η φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε δραματικά τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια και άρα το ζητούμενο είναι ποιος θα πρέπει να είναι ο προσανατολισμός του τα επόμενα χρόνια που θα εφαρμοστούν οι πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που γνώρισε ποτέ η χώρα.

Αυτό που προέχει και επείγει είναι η ανάδειξη εκείνων των προγραμματικών ζητημάτων που συνθέτουν το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την ελληνική κοινωνία και, παράλληλα, η ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας στην επεξεργασία τους και τη μετατροπή τους σε πεδία πολιτικής διεκδίκησης. Τρία είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτά τα προγραμματικά ζητήματα. Το πρώτο είναι η καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. με τις μεγαλύτερες κοινωνικές ανισότητες, στην οποία το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού είχε 6,5 φορές περισσότερα εισοδήματα από το φτωχότερο 20%.

Η κοινωνική ανισότητα δεν σχετίζεται μόνο με τις εισοδηματικές διαφορές αλλά επεκτείνεται στην πρόσβαση που έχει ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας στην εκπαίδευση και την περίθαλψη. Η καταπολέμησή τους δεν θα έλθει από την «ισχυρή ανάπτυξη» αλλά από την αύξηση των μισθών, τη δημιουργία νέων, αξιοπρεπών θέσεων εργασίας και την προστασία των λαϊκών τάξεων από τη φτώχεια.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας και των δημόσιων αγαθών. Το σχέδιο της Ν.Δ. για συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας θα διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες και θα κλονίσει την κοινωνική συνοχή, ενώ η περαιτέρω διείσδυση του ιδιωτικού τομέα στα δημόσια αγαθά και τα «κοινά» θα επιτείνει την εμπορευματοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Το τρίτο ζήτημα είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη (αυτό που, κατ’ ευφημισμόν, ονομάζεται κλιματική αλλαγή). Η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι ήδη σε εξέλιξη, εκδηλώνεται με τα λεγόμενα «ακραία καιρικά φαινόμενα» (πυρκαγιές, πλημμύρες, κ.λπ.) και η αντιμετώπισή της προϋποθέτει μια συνολική αλλαγή του μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης τόσο σε πλανητικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Αυτά τα ζητήματα είναι κομβικά από πολλές απόψεις: εμπεριέχουν ένα σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, απευθύνονται στις ανάγκες των πολλών, αναδεικνύουν αιτήματα που μπορούν να ενεργοποιήσουν τις λαϊκές τάξεις και τη νεολαία και θέτουν ένα πλαίσιο για τον διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ με άλλες δυνάμεις στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

* Αναπληρωτής καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ