Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ

Toυ Αιμίλιου Κομίνη      

Όταν υπηρετούσα στο πολεμικό ναυτικό, ως έφεδρος αξιωματικός, έτυχε να εορτασθεί μία από τις επετείους της προσχώρησης της χώρας μας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, που μας είναι περισσότερο γνωστή, ως ΝΑΤΟ .

Από τον διοικητή της ναυτικής βάσης, στην οποία ολοκλήρωσα την στρατιωτική μου θητεία, διαρκείας περίπου τριών ετών, έμαθα από τον σχετικό λόγο που εκφώνησε, ότι το ΝΑΤΟ ήταν τότε ένας αμυντικός οργανισμός, ο οποίος θα μας προστάτευε από τις επιβουλές των κοινών εχθρών των χωρών μελών αυτού του συνασπισμού . Δεν μας διευκρίνισε όμως, ο στρατιωτικός αυτός, αν θα μας προστάτευε το ίδιο και από μία ενδεχόμενη επίθεση από κάποια χώρα σύμμαχο, κατά το καταστατικό του, είτε γιατί δεν το γνώριζε ούτε αυτός, είτε γιατί θέλησε να μας το αποκρύψει .

Τα γεγονότα όμως ( το Κυπριακό και οι συνεχείς προκλήσεις και απειλές της γειτονικής χώρας ), μας έδειξαν σαφώς, ότι η συμμαχία αυτή δεν μας εξασφαλίζει τέτοια προστασία . Όσο για τον προσδιορισμό του σε «αμυντικός», ίσως εν τη γενέσει του να ήταν, αλλά η ιστορία των τελευταίων εξήντα ετών, μας αποκάλυψε ότι, ο οργανισμός αυτός, γρήγορα μεταμορφώθηκε και από αμυντικός έγινε επιθετικός .

Η χώρα μας προσχώρησε, ως γνωστόν, σ’ αυτή τη συμμαχία το 1952 με κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα . Δεν είμαι ιστορικός, ούτε πολιτικός, για να κρίνω τις ικανότητες αυτού του πολιτικού . Όμως, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα, ως απλός Έλληνας πολίτης, να διερωτώμαι : Γιατί είχε αποδεχθεί τότε, να υπογράψει αυτό το Σύμφωνο, χωρίς να εξασφαλίσει και την προστασία της χώρας μας, από τυχόν επιθετικές βλέψεις ενός μέλους της ίδιας συμμαχίας ; Και επειδή δεν αμφισβητώ καθόλου τον πατριωτισμό αυτού του πολιτικού, μπορώ να υποθέσω ότι πιέστηκε αφόρητα από τον μεγαλύτερο σύμμαχό μας, δεδομένου ότι ή εθνική κυριαρχία μας ήταν από τότε εξαρτώμενη αυτής της μεγάλης χώρας, η οποία έκρινε ότι έπρεπε να διατηρείται πάντα μία πολεμική ένταση μεταξύ αυτών των δύο γειτονικών χωρών, προκειμένου να ευνοήσει την δική της βιομηχανία όπλων και λοιπών πολεμικών εξοπλισμών .

Ας δούμε όμως τώρα και τις σχέσεις μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που δεν την είχα ξεχάσει, αλλά έκρινα ότι έπρεπε να τις σχολιάσω δευτερευόντως . Είναι γνωστό, στους περισσότερους, αν όχι σε όλους τους Έλληνες πολίτες, ότι η χώρα μας προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το έτος 1979 και εντάχθηκε επισήμως πλέον σ’ αυτή, ολοκληρωτικά, τον Ιανουάριο του 1981 . Δεν θα κρίνω ούτε στην περίπτωση αυτή, την αναγκαιότητα ή μη της χώρας μας, να συνδεθεί μαζί της . Θα περιοριστώ μόνο, να σχολιάσω την εισδοχή της και στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, την οποία υπέγραψε, κατ’ επέκταση της συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πραγματοποίησε η κυβέρνηση Σημίτη το έτος 2000, με αυτή την γνωστή σε όλους μας, δόλια μεθόδευση, αν και δεν ήταν υποχρεωμένη να το κάνει, όπως δεν το έκαναν άλλες χώρες αυτής της Ένωσης.

Αν δεχθούμε τελικά, ότι η συμμετοχή της χώρα μας στην Ε.Ε ήταν, εν γένει, ωφέλιμη για τον λαό της, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την πιο πρόσφατη σύνδεσή της στην ΟΝΕ, όταν γνωρίζουμε πόσο άθλια είναι η συμπεριφορά των ευρωπαίων ετέρων μας, όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια . Πάντως η απόφαση της κυβέρνησης εκείνης να μας οδηγήσει στο ευρώ, ήταν ολέθρια κατά την προσωπική μου άποψη, γιατί το εθνικό μας νόμισμα, που ήταν τότε η δραχμή, ήταν πολύ ισχυρό. Αλλά υπάρχουν και άλλες πολλές δυσμενείς επιπτώσεις, που δεν θα αναφέρω εδώ, γιατί τις έχω αναπτύξει και σε ένα άλλο σχετικό άρθρο.

Συμπερασματικά λοιπόν πιστεύω, ότι δεν έχει ωφεληθεί ουσιαστικά η χώρα μας, από την παραμονή της σ’ αυτούς τους δύο οργανισμούς, αλλά θεωρώ ότι την κρίσιμη αυτή στιγμή, που διέρχεται σήμερα το έθνος, από τις διαρκείς απειλές των ανατολικών και δυτικών γειτόνων μας, είναι αναγκαίο κακό . Αν και δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος, ότι σε περίπτωση ανάγκης, θα σπεύσουν να μας βοηθήσουν.