Η λίρα βυθίζεται και ο Ερντογάν αλλάζει τους κεντρικούς τραπεζίτες σαν τα πουκάμισα

Του Μιχάλη Ψύλλου

Τα ξημερώματα ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απέλυσε τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας καθώς η λίρα σπάει όλα τα αρνητικά ρεκόρ έναντι του δολαρίου με οδυνηρές συνέπειες για την οικονομία της χώρας και τους πολίτες.

Χωρίς επισήμως να αναφέρει τους λόγους, ο Ερντογάν απομάκρυνε  τον κεντρικό τραπεζίτη Μουράτ Ουισάλ με προεδρικό  διάταγμα τα ξημερώματα , διορίζοντας τον πρώην υπουργό Οικονομικών Νάτσι Αγμπάλ  στη θέση του.

Ο Aμπάλα γίνεται ετσι ο τρίτος διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας σε 16 μήνες. Ο Ερντογάν ειχε απολύσει τον προκάτοχο του Ουισάλ, Μουράτ Τσετίνκαγια μόλις τον περασμένο Ιούλιο

Η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί εφέτος κατά 30% έναντι του δολαρίου -η χειρότερη απόδοση στις μεγάλες αναδυόμενες αγορές, επαναφεροντας  το φάσμα της επανάληψης της  νομισματικής κρίσης του  2018. Οι απώλειες επιταχύνθηκαν από τότε που η κεντρική τράπεζα αποφάσισε να διατηρήσει το επιτόκιο αναφοράς στο 10,25% στις 22 Οκτωβρίου.

Ο Ερντογάν αντιτίθεται στις αυξήσεις των επιτοκίων λέγοντας ότι είναι πληθωριστικές, φορτώνοντας ετσι όλες τις ευθύνες στον Αγμπαλ και όχι στην οικονομική πολιτική του γαμπρού του και υπουργού Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαιράκ

Ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι επιδιώκει ένα «ανταγωνιστικό νόμισμα» για να ενισχύσει τις εξαγωγές και την οικονομική ανάπτυξη. Αυτή την εβδομάδα, είπε στα μέλη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) ότι οι τουρκικές αρχές δεν θα επέμβουν στις αγορές συναλλάγματος εκτός εάν υπήρχε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υποστηρίζοντας οτι υψηλότερα επιτόκια πλήττουν την οικονομία.

Η κυβέρνηση Ερντογάν έχει χρησιμοποιήσει την πολιτική των χαμηλών  επιτοκίων στη χώρα για να διευκολυνει τον δανεισμό καταναλωτών και επιχειρήσεων.

Ωστόσο, η πολιτική αυτή διεύρυνε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μετά από την αύξηση της ζήτησης για εισαγωγές. Αντί να αυξήσει το επιτόκιο αναφοράς, η κεντρική τράπεζα αύξησε το μέσο κόστος δανεισμού για τις τράπεζες πάνω  από 13% από περίπου 7,5% τον Ιούλιο, καθώς η κεντρική τράπεζα ανέστειλε τον δανεισμό με χαμηλότερα επιτόκια.

Οι επενδυτές προειδοποιούν ότι η αποτυχία της κεντρικής τράπεζας να αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια θα μπορούσε να καταστρέψει  την οικονομία. Το επιτόκιο αναφοράς βρίσκεται κάτω από το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού  11,9%. Νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα, η ολλανδική τράπεζα Rabobank είπε ότι πιθανότατα θα χρειαζόταν αύξηση επιτοκίων τουλάχιστον 5 ποσοστιαίων μονάδων για τη σταθεροποίηση της λίρας.

Η λίρα κατέγραψε το αρνητικό  ρεκόρ των 8.5778 ανά δολάριο την Παρασκευή. ορισμένες από αυτές τις απώλειες καλύφθηκαν αργότερα μέσα στην ημέρα, κλείνοντας την εβδομάδα με πτώση 1 ,2% στα 8,5243 λιρες το δολάριο.

Η εταιρεία Capital Economics με έδρα το Λονδίνο δήλωσε ότι υπάρχει αυξημένη πιθανότητα επανάληψης της νομισματικής κρίσης του 2018 λόγω της αδράνειας της κεντρικής τράπεζας. Η αναταραχή πριν από δύο χρόνια, που προκλήθηκε εν μέρει από την υπερθέρμανση της οικονομίας, είχε ως αποτέλεσμα μια βαθιά οικονομική ύφεση.

«Το σκηνικό δειχνει  ότι υπάρχει μεγαλη πιθανότητα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να μην κάνουν αρκετά για να ηρεμήσουν τους επενδυτές και ετσι να ακολουθήσει μια νεα νομισματική κρίση», δήλωσε ο Τζεισον Τάβει επικεφαλής οικονομολόγος, ειδικός στις αναδυόμενες  αγορές της Capital Economics.

Ο νέος κεντρικός τραπεζίτης της Τουρκίας είναι 52 ετών και  υπηρέτησε ως υπουργός Οικονομικών μεταξύ Νοεμβρίου 2015 και Ιουλίου 2018, πριν γίνει επικεφαλής της Διεύθυνσης Προεδρικής Στρατηγικής και Προϋπολογισμού του Ερντογάν. Υπηρέτησε ως αναπληρωτής γραμματέας του ΥπουργείοΟικονομικών μεταξύ του 2009 και του 2015, κερδίζοντας την εκτίμηση  των ξένων επενδυτών βοηθώντας τη μεταρρύθμιση του υπουργείου και τη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. 

Η κεντρική τράπεζα έχει «περιορισμένη ανεξαρτησία» από την πολιτική πίεση για χαμηλότερα επιτόκια, δήλωσε ο Ντάγκλας Γουίνσλοου, αναλυτής για θέματα της Τουρκίας στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Fitch. «Το ιστορικό της αργής ανταπόκρισης στα γεγονότα αυξάνει τον κίνδυνο αστάθειας της αγοράς»πρόσθεσε ο Γούινσλοου.