Η μέθοδος του Έστερναχ και το μονοπάτι που κόβει δρόμο

Του Μάκη Ανδρονόπουλου

Το 698 μ.Χ. ένας Βενεδικτίνος ιεραπόστολος ξεκίνησε από τη μικρή πόλη Έστερναχ του Λουξεμβούργου να προσηλυτίσει ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη. Οι κάτοικοι της πόλης που γιορτάζουν συμβολικά το γεγονός προχωρούν προς την εκκλησία ο ένας πίσω από τον άλλο, κάνοντας τρία βήματα μπροστά και δύο πίσω, συμβολίζοντας έτσι τη δυσκολία του δρόμου προς τη σωτηρία.

Κάπως έτσι θεωρούσε το 2008, πριν από την κρίση, πως πρέπει να προχωρήσει η Ελλάδα που βρισκόταν τότε σε μια μετέωρη κατάσταση ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Στο βιβλίο του «Τα βήματα του Έστερναχ – Η Ελλάδα μετά το 2010» εκτιμούσε τότε ότι «η ανάταξη των δυνάμεων της χώρας είναι ανέφικτη, αν δεν γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε και προς τα πού πηγαίνουμε». Υποστήριζε πως είναι αναγκαία η επανάκαμψη του πνεύματος του εκσυγχρονισμού και η αναθεσμοποίησή του.

Μια ελληνική ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία, καθώς και νέες δομές του πολιτιστικού, πολιτικού, διοικητικού, οικονομικού και κοινωνικού μηχανισμού, έτσι ώστε να αποτελέσουν τα θεμελιακά ζητούμενα της επόμενης δεκαετίας και μέσω αυτών η Ελλάδα να πετύχει να κυριαρχήσει ξανά πάνω στο μέλλον της. Αυτό το έλεγε ο Αλέκος Παπαδόπουλος πριν την κρίση. Σήμερα, λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου, η Ελλάδα είναι σε οριακή κατάσταση, εξουθενωμένη, με την δύσπιστη κοινωνία σε κατάθλιψη και τα προβλήματα δυσθεώρητα.

Αν ο Αλέκος Παπαδόπουλος πρότεινε το 2008 «να κόψουμε δρόμο» για να κερδίσουμε ένα τμήμα του χαμένου χρόνου, η ανάγκη αυτή σήμερα είναι τρεις φορές πιο επιτακτική από τότε. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε γραμμικά. Ο πρώην υπουργός τόνιζε πως κάτι τέτοιο προϋποθέτει εμπνευσμένη καθοδήγηση, κοινωνική αποδοχή και συντονισμό. Προϋποθέσεις που δεν μοιάζουν να μπορούν να υπάρξουν σε αυτή τη φάση. Κι εδώ οι ευθύνες της αντιπολίτευσης είναι μεγάλες, ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ που έχει εγκλωβιστεί σε ένα ξύλινο μονόλογο που απευθύνει μπροστά σε ένα τοίχο.

Η Ξενογιαννακοπούλου δεν αρκεί

Ένα καίριο ερώτημα το οποίο απασχολεί σήμερα τους πολίτες είναι αν υπάρχουν οι κατάλληλες μήτρες υποδοχής των νέων ρευμάτων, κινήσεων, αντιλήψεων, εξελίξεων, προκλήσεων, αλλαγών, σκέψεων και ιδεών που ορίζουν τη νέα εποχή και τις νέες πραγματικότητες. Κι αν υπάρχουν, ποιοι θα τις εκφράσουν και πώς θα υπερβούν το σύστημα, πώς θα αναδειχθούν, ποιοι θα αναλάβουν να φέρουν εις πέρας τη μεγάλη ανατροπή; Πώς θα συντονίσουν τις υπαρκτές δυνάμεις;

Μεταπολιτευτικά καταγράφηκε ότι, με εξαίρεση την κατανόηση της ανάγκης για μια ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να προσφέρουν ούτε καν αξιοπιστία, πόσο μάλλον όραμα που προϋποθέτει άλλα πράγματα για να γίνει ευρύτερα αποδεκτό. Αδυνατούν ακόμη και σήμερα να προσδιορίσουν -και ως εκ τούτου να συμφωνήσουν- ποιο είναι το εθνικό συμφέρον στις συνθήκες της ρευστότητας που επικρατούν.

Η αμηχανία υπάρχει στο σύστημα από την επομένη της ΟΝΕ. Κανένας πολιτικός οργανισμός, κανένας φορέας σκέψης δεν έχει παρουσιάσει ένα οραματικό σχέδιο. Αυτό που κάνουν όλοι όσοι εμπλέκονται στον σχεδιασμό του μέλλοντός μας, απλώς «καίνε» καλές ιδέες και πολιτικές, καθώς τις ευαγγελίζονται με θέρμη και τις αποδομούν στην πράξη. Αυτό έπαθε και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σκιαγράφησε ένα πρόγραμμα για την 4ετία 2019-2022, με εμπροσθοβαρή μέτρα αποκατάστασης της κοινωνικής καταστροφής που έχει συντελεστεί. Έτσι, θα προσπαθήσει να καλύψει την πρώτη προϋπόθεση του Αλέκου Παπαδόπουλου, την ανάγκη για «κοινωνική αποδοχή».

Όμως, αυτό είναι προϋπόθεση, δεν είναι κινητήριο όραμα, ούτε καν μονοπάτι για να κόψουμε δρόμο. Για να γίνει αυτό χρειάζεται συντονισμός δυνάμεων, η δεύτερη προϋπόθεση του Αλέκου Παπαδόπουλου. Σε αυτό χρειάζονται γενναία βήματα που υπερβαίνουν τον συμβολισμό της συμμετοχής της κας Ζορμπά και της κας Ξενογιαννακοπούλου στην κυβέρνηση.

ΑΠΟ ΤΟ SLPRESS.GR