Η ουσία των υποκλοπών

Του Κώστα Μποτόπουλου

Η υπόθεση των υποκλοπών άλλαξε – πόσο δραματικά, μένει να φανεί – το πολιτικό σκηνικό: έδωσε όπλα στην αντιπολίτευση, μουντζούρωσε την εικόνα της κυβέρνησης στο εσωτερικό και το εξωτερικό, επέτρεψε αιτιάσεις σχετικά με το κράτος δικαίου, μονοπώλησε και αποπροσανατόλισε τον πολιτικό διάλογο τους τελευταίους μήνες – που τυχαίνει να είναι και προεκλογικοί. Υπάρχουν κρίσιμες νομικές και θεσμικές πτυχές, τις οποίες οι ειδικοί έχουν υποχρέωση να φωτίζουν και το έκαναν – το κάναμε – σε ικανοποιητικό, πιστεύω, βαθμό. Πότε επιτρέπονται παρακολουθήσεις. Τι σημαίνει και πού στηρίζονται οι «λόγοι εθνικής ασφάλειας». Πώς λειτουργεί το απόρρητο και γιατί δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως προπέτασμα καπνού. Τι αρμοδιότητες έχει η ανεξάρτητη Αρχή επικοινωνιών, η γνωστή ΑΔΑΕ. Ποιες οι δυνατότητες, αλλά και οι υποχρεώσεις, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας σε σχέση με την ΕΥΠ, τις παρακολουθήσεις, τις υποκλοπές και διεθνείς έρευνες.

Από τις απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω εξάγεται ένα αναμφισβήτητο, κατά τη γνώμη μου, συμπέρασμα: υπήρξε πρόβλημα, πέρα από το όριο της αμέλειας, στους πολιτικούς, θεσμικούς, νομικούς κι επικοινωνιακούς χειρισμούς της κυβέρνησης – με τελευταίο, χαρακτηριστικό όσο και δυσάρεστο, παράδειγμα την «κατάταξη» του προέδρου της ΑΔΑΕ, καθώς και όσων έβαλαν – βάζουμε – τους θεσμούς πάνω από τα κομματικά, στην κατηγορία των «συνοδοιπόρων» της αντιπολίτευσης και ιδίως της αξιωματικής. Οπως μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναγράψω, όποιος ζητεί γνώση, διερεύνηση και ενδεχομένως κολασμό παραβιάσεων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων βάσει ευρημάτων ανεξάρτητης Αρχής, δεν είναι με τη μία ή με την άλλη πλευρά, είναι με τη δημοκρατία.

Πέρα, ωστόσο, από το νομικό-θεσμικό πεδίο, η υπόθεση εγείρει και μια σειρά από ευρύτερα πολιτικά ζητήματα, που μετέχουν και αυτά της ουσίας της. Συνιστούν τέτοιου είδους παρακολουθήσεις και υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών ένα πρωτοφανές φαινόμενο ή είχε έστω η συγκεκριμένη υπόθεση πρωτοφανείς διαστάσεις; Είναι μεγαλύτερο ζήτημα δημοκρατίας οι υποκλοπές ή η διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας; Είναι αποδείξιμο ότι μέλη της κυβέρνησης ή ο ίδιος ο Πρωθυπουργός γνώριζαν ή, ακόμα χειρότερα, είχαν ενορχηστρώσει ένα «κύκλωμα» παρακολουθήσεων; Δικαιολογείται το σκάνδαλο αυτό – γιατί θεσμική στρέβλωση στην οποία συμμετέχει η εξουσία συνιστά σκάνδαλο – να σκεπάσει πλήρως τα πεπραγμένα και τις επιδόσεις της παρούσας κυβέρνησης και να κρίνει τις εκλογές;

Στα ερωτήματα αυτά απαντώ θυμίζοντας ορισμένα γεγονότα και κάνοντας, βάσει αυτών, τις ανάλογες αξιολογήσεις. Τα γεγονότα: η κυβερνητική/πρωθυπουργική επιλογή να «δέσει» την ΕΥΠ απευθείας στο πρωθυπουργικό γραφείο, η υποτίμηση από την κυβέρνηση της δημοκρατικής σημασίας της υπόθεσης, η δυστοκία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στη διερεύνηση, που εξελίχθηκε πρόσφατα (παρεμπόδιση ΑΔΑΕ στη δημοσιοποίηση των ευρημάτων της) σε εύλογη υπόνοια συγκάλυψης. Και οι αξιολογήσεις: η κυβέρνηση, παρά το ισχυρό – ισχυρότερο, πολιτικά και ηθικά, από ό,τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις – πλήγμα που δέχθηκε από την υπόθεση των υποκλοπών, συνεχίζει συνολικά να υπερέχει στη σύγκριση με την αξιωματική αντιπολίτευση όσον αφορά τις κυβερνητικές της επιδόσεις (εθνικά και οικονομία δεν είναι μικρά ζητήματα). Ομως η κυβερνητική θητεία αμαυρώθηκε, με τρόπο που δεν επιδέχεται συμψηφισμούς του τύπου «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν», έτσι ώστε να είναι δημοκρατικά δίκαιο να το «βρει μπροστά της» στις κάλπες. Το μόνο καλό που μπορεί, τελικά, να κάνουν οι υποκλοπές είναι να σημάνουν και εκλογικά – γιατί διανοητικά πιστεύω ότι έχει ήδη γίνει στη συνείδηση των πολιτών – το τέλος απόλυτων πλειοψηφιών και μονοκομματικών κυβερνήσεων που, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα, θεωρούν ότι τους επιτρέπονται τα πάντα.

*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος

ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ