Η πρόσφατη περιδίνηση του δημοσίου βίου δείχνει ότι η Δημοκρατία μας νοσεί

Του Δημήτρη Βερβεσού

Το θέμα της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, άπτεται της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και των δημοκρατικών θεσμών.

Για το λόγο αυτό, ως δικηγορικό σώμα λάβαμε από την πρώτη στιγμή σαφή θέση επί του θέματος, μέσω των αρμοδίων συλλογικών μας οργάνων. Θυμίζω ότι η Συντονιστική Επιτροπή τοποθετήθηκε ήδη από τις αρχές Αυγούστου, αμέσως μετά τις πρώτες σχετικές αποκαλύψεις, ενώ το περασμένο Σάββατο στην Καβάλα, η Ολομέλεια έλαβε νέα απόφαση επί του θέματος όσο και το ΔΣ του ΔΣΑ στη Συνεδρίαση της Δευτέρας 12.9.2022. Βασικοί άξονες της θεσμικής παρέμβασης του σώματος είναι αφ’ ενός η ανάγκη άμεσης διαλεύκανσης και απόδοσης ευθυνών για τις διαπιστωμένες παραβιάσεις της νομιμότητος και αφ’ ετέρου η θωράκιση του κανονιστικού πλαισίου, ώστε να ανταποκρίνεται στις συνταγματικές επιταγές. Η σημερινή εκδήλωση, αποτελεί συνέχεια των δημοσίων παρεμβάσεών μας, και φιλοδοξεί με τη συνδρομή των πλέον εγκρίτων συναδέλφων, να αναδείξει τις συνταγματικές και εν γένει θεσμικές διαστάσεις ενός ζητήματος που έχει τραυματίσει τη δημόσια ζωή τη διεθνή εικόνα της Χώρας αλλά πρωτίστως την ίδια τη δημοκρατία μας.

Κάποιοι υποτιμούν το θέμα, εκτιμώντας ότι αφορά μόνον «λίγους». Νομίζω ότι η προσέγγιση αυτή είναι απολύτως εσφαλμένη. Κατ’ αρχάς ας έχουμε υπ’ όψιν ότι το ζήτημα δεν αφορά καθόλου λίγους: έχουν εκδοθεί εντός του 2021 15.000 εισαγγελικές διατάξεις άρσης του απορρήτου, όπως προέκυψε, και αυτός είναι ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός. Έπειτα το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό, είναι ποιοτικό. Την προσπάθεια της υποβάθμισης της καταπάτησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, με το επιχείρημα ότι αφορά «μόνο λίγους» και ότι το ενδιαφέρον πρέπει να επικεντρώνεται στην καθημερινότητα δεν μπορώ να την ασπαστώ και οφείλω να θυμίσω ότι τέτοιες λογικές οδήγησαν ιστορικά σε επικίνδυνες ατραπούς. Για να μην διολισθήσουμε σε έναν ιδιότυπο συνταγματικό μιθριδατισμό, που φαλκιδεύει το δικαιοκρατικό κεκτημένο οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση. Το ζήτημα αφορά την ψυχή της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό έχουμε χρέος υπεύθυνης δημόσιας τοποθέτησης.

Οι αποκαλύψεις που έχουν γίνει καταδεικνύουν πρωτοφανή θεσμική ένδεια σε έναν τομέα που άπτεται της ελευθερίας όλων. Παρά την πολλαπλή δικαιοθετική κατοχύρωσή του, τόσο στο Σύνταγμα, που επιτρέπει την άρση του απορρήτου κατ’ εξαίρεση, υπό ιδιαιτέρως αυστηρές προϋποθέσεις για λόγους αποκλειστικά και μόνο, εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όσο και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπιστώθηκαν τεράστιες αβελτηρίες στην εν τοις πράγμασιν παρεχόμενη έννομη προστασία.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να διακριβωθεί εάν εξαντλήθηκαν τα όρια ελέγχου που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία. Το ζήτημα δεν έχει απασχολήσει νομίζω επαρκώς τον δημόσιο διάλογο και γι’ αυτό επιθυμώ να το αναδείξω:

– Κατ’ αρχάς, ο ν. 3115/2003 για την ΑΔΑΕ προβλέπει ότι «η Α.Δ.Α.Ε. υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών». Τι σημαίνει αυτό; Ότι πράγματι η ΑΔΑΕ κάνει έλεγχο σκοπιμότητας των αποφάσεων άρσης του απορρήτου. Δικαιούται και υποχρεούται να ελέγχει, πέραν της διαδικασίας και τους «όρους», δηλ. και την τυπική και την ουσιαστική νομιμότητα της επισύνδεσης. Φρονώ, λοιπόν, ότι παρόλο που η συμβολή της Αρχής στις μέχρι τώρα αποκαλύψεις ήταν ουσιώδης, δεν έχει εξαντλήσει τα όρια ελεγκτικής παρέμβασης που της παρέχει ο νόμος και οφείλει να το πράξει χωρίς χρονοτριβή.

– Δεύτερον, η εισαγγελική διάταξη που εκδίδεται κατ’ άρθρο 3 ν. 2225/1994 για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν συνιστά δικαστική απόφαση. Συνεπώς, ο εισαγγελικός λειτουργός δεν είναι ανέλεγκτος, αλλά υπόκειται στον (πειθαρχικό) έλεγχο της προϊσταμένης εισαγγελικής αρχής. Είναι λοιπόν απορίας άξιο, γιατί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου περιορίζει μέχρι σήμερα την έρευνά του μόνο στα πλημμεληματικής υφής ζητήματα της διαρροής πληροφοριών από την ΕΥΠ τιθέμενος μάλιστα ο ίδιος επικεφαλής της έρευνας- κάτι που δεν συνηθίζεται και δεν διερευνά το μείζον ζήτημα της νομιμότητας των επίμαχων «επισυνδέσεων» για τα μη πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονται. Τοσούτω μάλλον, καθόσον η εισαγγελική λειτουργός που έλαβε την επίμαχη απόφαση φέρεται να έχει πει στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ότι προέβη σε έλεγχο ουσίας και συνηγόρησε υπέρ της άρσης του απορρήτου και μάλιστα δις αφού η αρχική άδεια προβλέπεται δίμηνης διάρκειας και εν προκειμένω αυτή διήρκησε τρεις μήνες. Επίσης δεν έχει απαντηθεί το ζήτημα αν η διακοπή της επισύνδεσης μεσούσης της δίμηνης παρατάσεως έγινε κατόπιν νεότερης άδειας της αρμοδίου Εισαγγελέως της Υπηρεσίας με ανταίτημα.

– Τρίτον, ουδείς κείται πέραν και πάνω των ποινικών νόμων. Εν προκειμένω, ενώ έχουν υποβληθεί σχετικές μηνυτήριες αναφορές, για καμία εξ αυτών δεν φαίνεται να έχει προχωρήσει επαρκώς η ποινική διαδικασία. Αντιθέτως, όσο περνάει ο χρόνος, συνεπεία «τεχνικών λαθών» -η αιτία και η ενδεχόμενη σκοπιμότητα των οποίων χρήζουν επίσης ποινικής διερεύνησης- δεν γνωρίζουν την τύχη κρίσιμων στοιχείων, όπως το περιεχόμενο των καταγραφεισών συνομιλιών, προ της παρέλευσης του νομίμου χρόνου διατήρησής τους. Είναι αυτονόητο ότι η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, που θα αποτελούσε ισχυρή ένδειξη τήρησης ή μη της νομιμότητας, αποτελεί καθήκον των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών, που έχουν επιληφθεί των υποβληθεισών μηνύσεων. Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με απειλές της Δημοκρατίας οι λειτουργοί της ποινικής δικαιοσύνης, οφείλουν να ενεργούν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση δεν απέχει πολύ από τη συγκάλυψη και η συγκάλυψη δεν απέχει πολύ από τη συνενοχή.

– Τέταρτον, ο πολιτικός έλεγχος της Βουλής, μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και της Εξεταστικής Επιτροπής, δεν μπορεί να απονευρώνεται με την επίκληση του απορρήτου από τους ελεγχόμενους. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι, με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, για να ξεπεραστεί το απόρρητο πρέπει να δώσει σχετική έγκριση ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, δηλαδή ο Πρωθυπουργός, τότε φέρει ο ίδιος ακέραιη την πολιτική ευθύνη για την άρνηση μαρτυρίας των εξεταζόμενων. Σε κάθε περίπτωση, το κράτος δικαίου δεν ανέχεται νησίδες αυθαιρεσίας, ούτε κρατικούς λειτουργούς και υπαλλήλους αυτοεξαιρούμενους της δημοκρατικής λογοδοσίας. Ανεξαρτήτως, δε, των ορίων του απορρήτου, η πολιτική επιλογή να μην κληθούν ως μάρτυρες στην Εξεταστική Επιτροπή πρόσωπα με άμεση εμπλοκή στην υπόθεση, αυτοϋπονομεύει το κύρος της Βουλής και καταδεικνύει τα όρια του ελεγκτικού ρόλου του Κοινοβουλίου σε καθεστώς κόλουρης κομματικής δημοκρατίας.

Πέραν της επιβεβλημένης εξάντλησης των νομικών μέσων ελέγχου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δυσώδης αυτή υπόθεση θέτει επιτακτικά την ανάγκη επανεξέτασης του θεσμικού πλαισίου με την ενίσχυση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και των νόμιμων εγγυήσεων.

Η πρόσφατη ΠΝΠ, δεν ανταποκρίνεται στις εύλογες προσδοκίες των δημοκρατικών πολιτών, καθώς αποβλέπει σχεδόν αποκλειστικά στην επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος, χωρίς να αγγίζει τις ουσιαστικές παθογένειες. Αντί της παρουσίας εισαγγελικού λειτουργού (που παρ’ ότι είναι «ελεύθερος στη γνώμη του», παραμένει μονοπρόσωπο όργανο ενταγμένο στην ιεραρχική δομή της εισαγγελίας) θα έπρεπε η αποφασιστική αρμοδιότητα να ανατεθεί στο δικαστικό συμβούλιο (που είναι πολυπρόσωπο όργανο συγκροτούμενο από δικαστικούς λειτουργούς), όπως συμβαίνει ήδη επί άρσης του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων, καθώς επίσης να θεσμοθετηθούν η επώνυμη άρση, η πρόβλεψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την άρση και η ενημέρωση από την ΑΔΑΕ των παρακολουθούμενων πολιτών.

Η πρόσφατη περιδίνηση του δημοσίου βίου, υπό το βάρος των παράνομων παρακολουθήσεων πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων, αλλά και πλήθους πολιτών, δείχνει ότι η Δημοκρατία μας νοσεί και δυστυχώς, η Πολιτεία, και υπό τις τρεις λειτουργίες της (δικαστική, εκτελεστική και νομοθετική), δεν επέδειξε τα οφειλόμενα άμεσα θεσμικά αντανακλαστικά. Αντιθέτως, η ισχνή κανονιστική προστασία, η έλλειψη θεσμικών αντιβάρων, η διοικητική αβελτηρία και η πολιτική υστεροβουλία ναρκοθετούν το δικαιοκρατικό κεκτημένο και εκθέτουν όχι μόνον την καθεμιά και τον καθένα από εμάς, αλλά και την ίδια τη Δημοκρατία, σε κίνδυνο.

Κάποιοι ετάχθησαν να φυλάττουν Θερμοπύλες. Πλην όμως σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου πρωτίστως οι φύλακες είναι αυτοί που πρέπει να ελέγχονται. Αλλιώς, ποιος θα μας προφυλάξει από αυτούς;

*Χαιρετισμός του Προέδρου του ΔΣΑ στην ημερίδα που διοργάμωσε η Επιστημονική Επιτροπή του Νομικού Βήματος του ΔΣΑ με αντικείμενο τις συνταγματικές και εν γένει θεσμικές διαστάσεις της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου.