Η Τουρκία επιδιώκει την αστάθεια, άρα εμείς…

Του Γιώργου Βεργόπουλου

H σωστή εκτίμηση των γεγονότων και της συγκυρίας είναι αναντικατάστατο εφόδιο για να γίνουν οι κατάλληλες και οι ορθότερες επιλογές.

Στην ελληνική κοινή γνώμη, στα ΜΜΕ που την διαμορφώνουν μεν αλλά και «πάνε με τα νερά της», ακόμη και σε τμήμα των ειδικών (ακαδημαϊκών και μη) που ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική, εκδηλώνεται μια πεισματική άρνηση να παραδεχτούν την σταδιακή αλλά σταθερή ενίσχυση των γεωπολιτικών και στρατιωτικών δυνατοτήτων της γειτονικής μας Τουρκίας στη Δυτική Ασία και Μέση Ανατολή.

Με εξαίρεση την Ελλάδα, όλοι οι άμεσοι γείτονες της Τουρκίας βρίσκονται σε μεγάλη αστάθεια και αποδυνάμωση που επιτρέπει διάφορες μορφές παρεμβατισμού από την πλευρά της Τουρκίας.

Στο Αζερμπαϊτζάν παρεμβαίνει ως «μεγάλη αδελφή». Με επενδύσεις, εκπαιδευτικές και στρατιωτικές σχέσεις προσφέρει διαβεβαιώσεις στην Αζερμπαϊτζανή κυβέρνηση για την ανάσχεση της Ιρανικής επιρροής στη χώρα που εκδηλώνεται μέσω του Σιιτικού θρησκευτικού δόγματος.

Οι χριστιανικές Γεωργία και Αρμενία αντιμετωπίζουν τόσο σοβαρά προβλήματα με την Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν αντίστοιχα που τελούν σε καθεστώς ομηρίας, είναι υποχρεωμένες να αποφεύγουν κάθε πιθανή αντιπαράθεση με την Τουρκία.

Η Συρία και το Ιράκ έχουν βυθιστεί στον εμφύλιο και έχουν χάσει τον έλεγχο του βόρειου, προς την Τουρκία δηλαδή, τμήματος του κράτους τους από τους Κούρδους. Επωφελούμενη αυτού η  Τουρκία ήδη διαθέτει πάνω από 10 μικρές βάσεις στο Ιρακινό Κουρδιστάν και κατέχει στρατιωτικά μέρος της βόρειας Συρίας.

Ενώ από 1974 κατέχει στρατιωτικά το βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δαπανώντας ένα σταθερά υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ της για αμυντικές δαπάνες, η Τουρκία είναι σαφώς ισχυρότερη από κάθε κράτος σε ολόκληρη την Μέση Ανατολή και Δυτική Ασία (με πιθανή εξαίρεση για ευρύτερους γεωστρατηγικούς λόγους το Ισραήλ).

Η Τουρκία αντιμετωπίζει ως γνωστόν και μεγάλα εσωτερικά προβλήματα. Την αντίθεση των Κουρδικών πληθυσμών στην ΝΑ Τουρκία που εκδηλώνεται στο αντάρτικο του ΡΚΚ. Την αντιπαράθεση της μετριοπαθούς ισλαμιστικής κυβέρνησης Ερντογάν με το Κεμαλικό κοσμικό κατεστημένο και τις προσβάσεις του στο στράτευμα.

Ωστόσο η σύζευξη του ισλαμισμού με τον εθνικισμό από τον Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, σε συνέχεια της στρατηγικής Οζάλ, του έχει επιτρέψει άλλοτε να εκδιώξει και άλλοτε να προσεταιριστεί μεγάλα τμήματα του κράτους και του στρατού που πριν δέκα χρόνια ήταν εχθρικά προς αυτόν.

Στην πράξη, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει μετατραπεί σε καθεστώς. Και το καθεστώς αυτό διαθέτει μια εθνοτική, θρησκευτική και κοινωνική βάση που είναι σήμερα πλειοψηφική στην Τουρκία. Σε γενικές γραμμές ο Ερντογάν έχει απέναντι του τους Κούρδους και τους Αλεβίτες και από την κοινωνική βάση τους διανοούμενους και μέρος των μεσαίων στρωμάτων. Και φυσικά την αριστερά.  Έχει όμως μαζί του τους Τούρκους Σουνίτες, τον αγροτικό κόσμο στο εσωτερικό της χώρας και πολλούς φτωχούς εργαζόμενους στις μεγαλουπόλεις που θεωρούν ότι βρίσκουν ένα κομμάτι ψωμί με την ανάπτυξη που έχει συντηρήσει.

Στην συγκρότηση της Τουρκικής εθνικής ταυτότητας μετά το 1922 η φοβία προς το εξωτερικό έχει υπάρξει κομβική. Οι Τούρκοι μαθητές μαθαίνουν στο σχολείο ότι οι δυτικές δυνάμεις επιδίωξαν το διαμελισμό της Τουρκίας και σε ένα βαθμό ότι αυτό μπορεί να ξανασυμβεί. Στις δημοσκοπήσεις αυτή η δυσπιστία έως εχθρότητα, την οποία καλλιεργεί το καθεστώς Ερντογάν, παρουσιάζεται κυρίαρχη.

Σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις από το Οθωμανικό μεγαλείο που επίσης καλλιεργούνται, το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα σήμερα στην Τουρκία είναι ότι έχει ιστορικά αδικηθεί, ότι σε περιοχές της Δυτικής Ασίας και Μέσης Ανατολής κοντά στα σύνορα της κατοικούν τουρκικής καταγωγής πληθυσμοί, ότι οι κακοί ξένοι χρησιμοποιούν τους Κούρδους για να ολοκληρώσουν τα σχέδια διαμελισμού που ξεκίνησαν με τη διάλυση της Αυτοκρατορίας.

Σε αυτό το έδαφος στηριζόμενη και αξιοποιώντας την γεωστρατηγική αδυναμία των γειτόνων της στην Ασία, η Τουρκία διεκδίκησε και, ας το δούμε καθαρά, κατόρθωσε να καταστεί μια περιφερειακή δύναμη.

Είναι πλέον σφάλμα να θεωρούμε ότι η Τουρκία διαμεσολαβεί απλώς τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων. Έχει τη δική της ατζέντα και κάποιες δυνατότητες να την προωθεί, ακόμη και αν με αυτήν διαφωνούν οι ΗΠΑ και η Ρωσία ταυτόχρονα. Η ατζέντα αυτή αφορά κυρίως την αμφισβήτηση της διανομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Ασιατικό τμήμα της. Η Τουρκία επιδιώκει όχι να προσαρτήσει επίσημα τις περιοχές του Αλέπο και της Μοσούλης αλλά να δημιουργήσει εκεί τη δική της ζώνη επιρροής. Ευρύτερα δε, να έχει λόγο στην περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων και στη διαμόρφωση συμμαχιών σε όλη τη Μέση Ανατολή.

Η συμπόρευση της με το Ιράν και τη Ρωσία κατά την τρέχουσα συγκυρία δεν είναι μόνιμη και στρατηγική. Η Τουρκία δεν αποφάσισε να φύγει από το ΝΑΤΟ και να ενταχθεί στη σφαίρα επιρροής του Πούτιν, πόσο μάλλον να ταυτιστεί με τον Σιιτικό θεοκρατισμό του Ιράν. Αλλά κάνει τακτικές συμμαχίες για να πετύχει τους άμεσους στόχους της.

Στην παρούσα φάση η τακτική αυτή της Τουρκίας έχει ενοχλήσει τις ΗΠΑ. Γιατί οι ΗΠΑ ήθελαν να συνδυάσουν τους Κούρδους και τους ισλαμιστές αντάρτες στην Συρία για να ανατρέψουν τον Άσαντ και να ανασχέσουν την επιρροή του Ιράν στη χώρα.

Η Τουρκία επέλεξε να χτυπήσει τους Κούρδους και να ελέγξει άμεσα μέρος των ισλαμιστών ανταρτών για να δημιουργήσει και να σταθεροποιήσει μια δική της ζώνη επιρροής στη βόρεια Συρία, διακριτή και από τις ΗΠΑ και από τη Ρωσία. Εξακολουθεί όμως να βρίσκεται σε σύγκρουση με τον Άσαντ.

Και καθώς υπάρχει πάντα η πιθανότητα μιας ανάφλεξης στην περιοχή με τη συμμετοχή του Ισραήλ και στόχο το Ιράν και τη Συρία του Άσαντ, οι ΗΠΑ δεν επιλέγουν την ρήξη με την Τουρκία. Αντίθετα, ελπίζουν ότι αυτή τυχοδιωκτικά θα στραφεί κάποια στιγμή κατά του Ιράν, προσχωρώντας σε μια συμμαχία υπό τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει αν η Τουρκία με τον τρόπο αυτό διασφαλίζει αυτά που επιθυμεί.

Ποια θα είναι η μελλοντική σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη; Είναι μάλλον βέβαιο ότι η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ δεν υφίσταται στο ορατό μέλλον. Ωστόσο η Τουρκία δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη της στην ΕΕ, η οικονομία της  προφανώς δεν μπορεί να συντηρηθεί με τις όποιες σχέσεις της με την διαλυμένη Δυτική Ασία. Ενώ η φιλολογία περί ένταξης στη Λέσχη της Σαγκάης είναι κυρίως για προπαγανδιστικούς σκοπούς, η Τουρκική οικονομία είναι αντικειμενικά ανταγωνιστική και όχι συμπληρωματική προς την Κινεζική και τις άλλες αναδυόμενες ασιατικές. Κατά συνέπεια το «ευρωπαϊκό χαρτί» παραμένει ισχυρό για την Ελλάδα στις σχέσεις της με την Τουρκία, προσαρμοσμένο όμως στις διακυμάνσεις της συγκυρίας.

Η γειτνίαση με μια περιφερειακή δύναμη, και  μάλιστα μια που θέτει αναθεωρητικά ζητήματα στην διεθνή ατζέντα, είναι μια δύσκολη άσκηση για την Ελλάδα. Από καθαρά στρατιωτικής σκοπιάς, οι προ δεκαετιών στόχοι για μια περίπου ισοδυναμία Ελλάδας – Τουρκίας θα καταστούν σύντομα ανέφικτοι. Αν οι δυο χώρες δαπανούν ίδιο ποσοστό του ΑΕΠ τους για αμυντικούς σκοπούς, η Τουρκία θα δαπανά τουλάχιστον τριπλάσια χρήματα σε απόλυτους αριθμούς. Έχοντας φυσικά και πολύ μεγαλύτερες δεσμεύσεις δυνάμεων προς άλλες γεωγραφικές κατευθύνσεις. Η ελληνική αποτρεπτική ικανότητα δεν θα ορίζεται ποσοτικά με τα παλιά 7:10 αλλά ως πλήρης αποτρεπτική ικανότητα σύμφωνα με τις ανάγκες και το σχεδιασμό του ελληνικού αμυντικού δόγματος.

Η συμπύκνωση του ελληνικής στρατηγικής απέναντι στις προκλήσεις του Ερντογάν  θεωρώ ότι πρέπει να είναι:  Η Τουρκία περιφερειακή δύναμη στην Δυτική Ασία αλλά όχι στην ΝΑ Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.  Δηλαδή η διαμόρφωση ενός συστήματος περιφερειακών σχέσεων και ασφάλειας στην περιοχή δικού μας ενδιαφέροντος στο οποίο η Τουρκία δεν κατέχει κυρίαρχη θέση, όπως στη Δυτική Ασία. Που σημαίνει την επέκταση του συστήματος πολιτικών και οικονομικών σχέσεων και ασφάλειας της Δυτικής Ευρώπης μέχρι τα ελληνοτουρκικά σύνορα και χωρίς στρατηγικά κενά. Και την συμπλήρωση του από το αντίστοιχο σύστημα σχέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η επιδίωξη ενός αναβαθμισμένου και  κεντρικού ρόλου της Ελλάδας σε αυτά τα περιφερειακά συστήματα σχέσεων και ασφάλειας δεν είναι μεγαλοϊδεατισμός. Ούτε λειτουργεί κατ ανάθεση είτε από την ΕΕ είτε από το ΝΑΤΟ, αυτά είναι προπαγανδιστικές απλουστεύσεις. Προκύπτει ως αντικειμενική δυνατότητα για την Ελλάδα, όπως προέκυψε η τουρκική αναβάθμιση στη Δυτική Ασία. Οι προκλήσεις του Ερντογάν στο Αιγαίο και την Κυπριακή ΑΟΖ πιθανόν να ερμηνεύονται και από την επιθυμία του να θέσει προσκόμματα σε αυτή την ελληνική επιδίωξη. Όμως δεν αρκούν γι αυτό.

Ακριβώς αυτή η αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής, για την οποία  μεγάλη ευθύνη φέρει και η τουρκική επεμβατική πολιτική, δημιουργεί τους όρους και το κατάλληλο διεθνές περιβάλλον για να στηριχτεί μια μόνιμη σταθεροποίηση στα Δυτικά Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Όσο περισσότερο η Τουρκία βυθίζεται στο βάλτο του νέου Μεσανατολικού προβλήματος, έστω και ενισχυμένη τοπικά, τόσο επείγει η υλοποίηση των στόχων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, από την επίλυση του θέματος με την ονομασία της ΠΓΔΜ μέχρι τη σταθερότητα και ασφάλεια στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ελλάδας, Αιγύπτου, Κύπρου, Ισραήλ.  Επείγει, είναι εφικτή, ας προχωρήσει. Θα αποδειχθεί σύντομα  ό,τι σοφότερο έχουμε πράξει εδώ και πολλά χρόνια.

Πηγήmetasximatismos.gr