Θανάσιμος κίνδυνος

Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου

                                                                   

Είχα προειδοποιήσει, με δήλωση μου στις 27 Ιανουαρίου, ότι θα έπρεπε να «κινήσουμε γην και ουρανόν» για να αποφευχθεί αναφορά, στο επικείμενο, τότε, ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας για ανανέωση της θητείας της Ειρηνευτικής Δύναμης στην Κύπρο, που να παραπέμπει σε συγκρότηση «μηχανισμών συνεννόησης για στρατιωτικής φύσης θέματα», μεταξύ Εθνικής Φρουράς και των λεγόμενων «τουρκοκυπριακών δυνάμεων ασφαλείας».

Ωστόσο το εγκριθέν ψήφισμα 2506 προβλέπει «για απ’ ευθείας επαφές μεταξύ των πλευρών», που περιλαμβάνουν και στρατιωτικά ζητήματα.

Δηλαδή μεταξύ Εθνικής Φρουράς και των «τουρκοκυπριακών δυνάμεων ασφαλείας».

Η εξέλιξη είναι τραγική. Για πρώτη φορά γίνεται μια τέτοια αναφορά σε ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών, η οποία παραπέμπει με σαφήνεια σε νομιμοποίηση μιας παράνομης στρατιωτικής δύναμης, όπως είναι οι «τουρκοκυπριακές δυνάμεις ασφαλείας».

Το εξοργιστικό είναι, ότι η συγκεκριμένη, για πρώτη φορά αναφορά σε ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών, βρίσκεται σε σύγκρουση με προηγούμενα ψηφίσματα και πρακτικές του Διεθνούς Οργανισμού.

Στο ψήφισμα 186 του Μαρτίου του 1964, το οποίο και εγκαθίδρυσε την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο αναφέρονται:

Πρώτον, στην παράγραφο 2, ζητείται από την Κυβέρνηση της Κύπρου «η οποία έχει την ευθύνη για τη διατήρηση και αποκατάσταση του νόμου και της τάξης, να λάβει όλα τα μέτρα που είναι απαραίτητα για τον τερματισμό της βίας και της αιματοχυσίας στην Κύπρο».

Δηλαδή, σαφέστατη αναγνώριση της μίας και μοναδικής οντότητας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως αποκλειστικά υπεύθυνης και αρμόδιας για την τήρηση του νόμου και της τάξης. Και βέβαια καμιά αναφορά σε «τουρκοκυπριακές δυνάμεις» ή «πλευρά» που θεωρούνταν στασιαστική στρατιωτική παράνομη δύναμη.

Περαιτέρω στην παράγραφο 4 του ιδίου ψηφίσματος, προεβλέφθη η εγκαθίδρυση της Ειρηνευτικής Δύναμης «η σύνθεση και το μέγεθος της οποίας θα καθοριστεί σε διαβούλευση με τις Κυβερνήσεις της Κύπρου και των εγγυητριών δυνάμεων». Όχι με τις παράνομες Τ/Κ αρχές ή πλευρά στην Κύπρο.

Το 1974, μετά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής και την υιοθέτηση ψηφίσματος εκεχειρίας από το Συμβούλιο Ασφαλείας, πραγματοποιήθηκε, κατ’ εντολήν του τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ, τριμερής συνάντηση του Διοικητή της Ειρηνευτικής Δύναμης του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς και του Αρχηγού των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων.. Η συνάντηση συνεκλήθη για την χάραξη της «γραμμής καταπαύσεως του πυρός». Θα ήταν αδιανόητο και παραμορφωτικό του χαρακτήρα του Κυπριακού, οποιαδήποτε επαφή ή συνεργασία μεταξύ της Εθνικής Φρουράς και των λεγόμενων τουρκοκυπριακών δυνάμεων ασφαλείας. Η κατοχική δύναμη είναι η Τουρκία. Αυτό καθορίζει και το διεθνή χαρακτήρα του Κυπριακού, όπως άλλωστε ρητά, καθόρισαν τα επανειλημμένα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης.

Αυτό επιβεβαιώθηκε και από το ΕΔΑΔ, το οποίο χαρακτήρισε «υποτελή διοίκηση» το παράνομο μόρφωμα των κατεχομένων, που περιλαμβάνει και τις Τ/Κ στρατιωτικές δυνάμεις.

Η Κυπριακή Κυβέρνηση οφείλει να αντιδράσει άμεσα και αποφασιστικά. Να ενημερώσει το Γενικό Γραμματέα και το Συμβούλιο Ασφαλείας ότι ουδέποτε θα συγκατατεθεί σε οποιαδήποτε επαφή μεταξύ Εθνικής Φρουράς και των λεγόμενων Τ/Κ δυνάμεων ασφαλείας. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σύγκρουση με όλα τα προηγούμενα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών , θα οδηγούσε σε ουσιαστική αναγνώριση του ψευδοκράτους και σε πλήρη διαγραφή της κατοχής.

Τέως Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων