Ισοβίτες της καρέκλας

Του Γ. Τεκίδη

                                            

                                                            

” Όσο σεβαστός κι αν είναι ο επισκέπτης, είναι πάντα ευχάριστο αν φύγει στην ώρα του. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα μου. Πριν με διώξουν…”. Από τις πρόσφατες δηλώσεις του ηγέτη της Τσετσενίας  Ραμζάν  Καντίροφ, εν όψει της αποχώρησης του από το τιμόνι της χώρας, μετά από  την δεκαπενταετή παρουσία του σε αυτό.

Σοφή η παροιμία και άκρως ενδιαφέρουσα αφού η σημασία και το νόημα της έχουν αποδέκτη όλο αυτούς που λησμονούν ότι δεν είναι μοναδικοί και αναντικατάστατοι σε οτιδήποτε κάνουν και διαπρέπουν και ιδιαίτερα οι ασχολούμενοι με τα κοινά και ειδικότερα με την πολιτική. Είναι όλοι αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται και άλλοι που το αντιλαμβάνονται αλλά σφυρίζουν αδιάφορα, πως όσο επιτυχημένη κι αν είναι η παρουσία και η εν γένει δράση τους, και η προσφορά τους, έχουν τελικά ένα χρονικό τέλος. Τέλος που το επιβάλλει η ίδια η πραγματικότητα, οι υφιστάμενες συγκυρίες και οι καινούργιες κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες. Αυτές που απαιτούν καινούργιες προσεγγίσεις, άλλες αναλύσεις και πρωτοβουλίες και που ξεπερνούν τις δυνατότητες ανάγνωσης της νέας κατάστασης, όσων έχουν υπηρετήσει από θέσεις ευθύνης επί πολλά έτη και συνεχίζουν να κατέχουν αυτές τις θέσεις, ξεπερασμένοι ήδη από την νέα κατάσταση.

Έτσι κάθε άλλο παρά περιποιεί τιμή το θέαμα συντρόφων ή και στελεχών άλλων φορέων και συλλογικοτήτων που επιμένουν στην παρατεταμένη παραμονή τους στην καρέκλα του αξιώματος ως εγγυητών της ύπαρξης του πολιτικού τους χώρου, ως ιερά τοτέμ που δεν επιδέχονται ούτε καν την σκέψη της αποχώρησης τους. Ποιος δεν θυμάται τα θλιβερά ενσταντανέ στις παρελάσεις και τις λοιπές δημόσιες εκδηλώσεις των γηραιών ηγετών των πρώην …σοσιαλιστικών χωρών, των υποβασταζόμενων από τους συνοδούς τους, προκειμένου να παραστούν σε αυτές.

Αλλά το φαινόμενο και η γενικότερη απαξία που αυτό δημιουργεί σε βάρος άλλων νεώτερων και άξιων επί το πλείστον στελεχών, δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο το χώρο της Αριστεράς. Αυτό ευδοκιμεί και με το παραπάνω σε όλους τους πολιτικούς χώρους, σε όλες τις ενεργές συλλογικότητες. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στο πολιτικό προσωπικό όλου του πολιτικού φάσματος, για να το διαπιστώσει. Φυσικά δεν αναφερόμαστε, μήτε αυτές οι γραμμές έχουν σκοπό να προσβάλλουν και να θίξουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις χαλκέντερων προσωπικοτήτων, ακατάβλητων από το χρόνο και τις προσωπικές τους ταλαιπωρίες, ικανών όμως να ενεργούν και να σκέφτονται αντιλαμβανόμενοι πλήρως την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Στην περίπτωση αυτή  στο νου όλων μας έρχεται  ο Μαν. Γλέζος και όπως είπαμε ακόμη μερικών.

Ούτε η παραπάνω αναγκαιότητα της στελεχικής ανανέωσης , της ανάδειξης νέων και ελπιδοφόρων  ανθρώπων μπορεί να αναγορευτεί ως πανάκεια και θεραπεία για κάθε πολιτική νόσο. Πολύ δε περισσότερο το παρόν κείμενο δεν υποκρύπτει κανένα ηλικιακό ρατσισμό, ούτε ίχνος ιδιαίτερης εύνοιας και απόλυτης εμπιστοσύνης μοναχά στους νεώτερους. Επίσης δεδομένη είναι η αναγνώριση της προσφοράς και της αξίας αυτών που η πολιτική τους μακροημέρευση σε ηγετικές θέσεις, φτάνει κάποια στιγμή στο τέλος της. Ας έχουμε και έχουν οι περί ους  ο λόγος, πως η προσφορά και η παρουσία τους και από τις πιο πίσω γραμμές του πολιτικού τους φορέα, σίγουρα θα είναι πολύτιμη.

Το ζητούμενο τελικά ήταν και είναι η αναγνώριση από τον καθένα όσο ψηλά στην ιεραρχία κι αν βρίσκεται, ότι κάποτε φτάνει το τέλος. Η συμφιλίωση με την πραγματικότητα και τα επείγοντα της εποχής, που απαιτούν ίσως άλλα πράγματα, που αδυνατούν αυτοί να δώσουν.

Η απόφαση αναχώρησης για το σπίτι,  όπως κι αν το δει κάποιος, είναι τελικά μια γενναία απόφαση.